Είναι ...μια άλλη χώρα - Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016 |
![]() |
![]() |
![]() |
Μια λαμπρή μέρα, μερικά ευχάριστα χιλιόμετρα, κάποια αναπόφευκτα μηνύματα, που ήρθε η ώρα τους να δοθούν και μια ακολουθία από σκέψεις. Όλα απότοκα ημερήσιας εξόρμησης, όπου αναμειγνύονται εικόνες από το παρελθόν, συνειδητοποιούνται απώλειες, καλύπτονται από τα χρώματα της δύσης και ζωντανεύει ο Σιούλας ο ταμπάκος, του Δημήτρη Χατζή. Ο τελευταίος, δίνει και το τίτλο τούτης της ιστορίας μέσα στο κρύο εργαστήρι του, το μόνο που κρατά ακόμα από αυτό που ο Χατζής περιγράφει στις πρώτες κιόλας αράδες του, από τα μακρινά Γιάννενα του μεσοπόλεμου, ως: «ένας κόσμος ξεχωριστός και κλεισμένος. Τελειωμένος.» Η μέρα είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες των προδιαγραφών. Χειμωνιάτικη μεν, ηλιόλουστη δε. Παρέα καλή, όχημα Ιαπωνικόν, υπηρεσιακόν, καινουργές, οικονομικόν. Δοχείον καυσίμων σχεδόν πλήρες. Υγεία αρίστη και το μνημονικό μακριά από οτιδήποτε καθημερινό. Οι δρόμοι ήταν άδειοι και στο λιμάνι της Ιτέας, θα ανέμενε φίλος εκλεκτός. Στην επιστροφή, με φως απογευματινό πια, με τη θάλασσα σε μια αταλάντευτη, ενίοτε λιπώδη, μπουνάτσα, ο κόλπος της Ιτέας απόκτησε μια ακόμα μεγαλύτερη γοητεια έστω και πρόσκαιρη. Όλα τα στοιχεία παρόντα. Τα νησάκια, τα περισσότερα με ονόματα αγίων (Κωνσταντίνος, Γεώργιος Αθανάσιος), τα βαπόρια που κουβαλούν το μετάλλευμα στην πρώην PECHINEY. Η Ιτέα στην αχλή της δύσης. στο βάθος ο ομφαλός της γης να στοιχειώνει το παρόν και το Χρυσό, Χρυσό ένεκα ώρας, τω όντι.
Με το τελευταίο φως της χειμωνιάτικης μέρας, βρεθήκαμε στη Χάρμαινα, την παραδοσιακή συνοικία των βυρσοδεψών στην Άμφισσα. Το στέκι που έχει νοικιάσει ο Δήμος, ανοικτό αλλά έρημο. Στα στενά δεν κυκλοφορεί ψυχή. Ο ντόπιος ιχνηλάτης μας, ανοίγει ένα ξύλινο παραπέτι που φιλοδοξούσε να είναι πόρτα και βάζει μια φωνή: «Σπύρο!» Και τότε, μαζί με το παραπέτι, ανοίγεται ένας ξεχασμένος κόσμος. Ο ταμπάκικος. Ξεχασμένος από το χρόνο, την τεχνολογία και τις συνήθειες, μα ο παραδοσιακός βυρσοδέψης να στέκει εκεί ορθός, ζωντανός, ενεργός. Οι μεγάλες βαρέλες, τα λιγοστά αρχαϊκά εργαλεία του, ο πάγκος, να φωτίζονται από έναν γυμνό γλόμπο. Θα μπορούσε η εικόνα να είναι του '50, αν δεν υπήρχε ένα μικρό λάπ τοπ ακουμπισμένο χάμου. Χώρος ταλαίπωρος από το χρόνο, ποτισμένος με έργο βαρύ. Υγρασία, κρύο, ανοίγματα παντού και ο πρωταγωνιστής επι σκηνής. Και τότε, μαζί με το παραπέτι, ανοίγεται ένας ξεχασμένος κόσμος. Ο ταμπάκικος. Ξεχασμένος από το χρόνο, την τεχνολογία και τις συνήθειες, μα ο παραδοσιακός βυρσοδέψης να στέκει εκεί ορθός, ζωντανός, ενεργός. Οι μεγάλες βαρέλες, τα λιγοστά αρχαϊκά εργαλεία του, ο πάγκος, να φωτίζονται από έναν γυμνό γλόμπο. Θα μπορούσε η εικόνα να είναι του '50, αν δεν υπήρχε ένα μικρό λάπ τοπ ακουμπισμένο χάμου. Χώρος ταλαίπωρος από το χρόνο, ποτισμένος με έργο βαρύ. Υγρασία, κρύο, ανοίγματα παντού και ο πρωταγωνιστής επι σκηνής. «Πως τον βλέπεις τον τόπο μετά από όλα αυτά;» «Είναι ...μια άλλη χώρα» απάντησε χωρίς δισταγμό. Είπαμε ότι είπαμε, τον αφήσαμε στην ησυχία του, μόνο του, κάτω από το γυμνό γλόμπο να παλεύει στον υγρό, κρύο χώρο.
Όλα αυτά κάτω από το μπερντέ που κρύβει το πάλκο, όπου έδιναν τις παραστάσεις τους τα μπουλούκια που περιδιάβαιναν την Ελληνική επαρχία. Στο ίδιο πάλκο εγκαταστάθηκε, για πέντε μερόνυχτα το συνεργείο του Θόδωρου Αγγελόπουλου για το Θίασο, σαράντα χρόνια νωρίτερα. Στο σήμερα, ο Θανάσης Μαστρονικολόπουλος είναι πάντα εκεί, πανταχού παρών, όπως και η παρέα των ηλικιωμένων γύρω από την πράσινη τσόχα, ορίζοντας το καφενείο της επαρχίας, αν και η Άμφισσα, όπως οι περισσότερες επαρχιακές πόλεις είναι λιγότερο επαρχία από ποτέ. Με μια διαφορετική λογική όμως, από αυτή που η Αθήνα είναι λιγότερο Αθήνα από πότε!
Πήραμε το δρόμο του γυρισμού με τις τέσσερις λέξεις του Σπύρου, να κάθονται επίμονα στη σκέψη μου. «Είναι ...μια άλλη χώρα» Και σε αυτήν την άλλη χώρα κάποιοι αμετανόητοι θα είμαστε οι απάτριδες, χωρίς μάλιστα την πιθανότητα να γυρίσουμε πάλι στις ρίζες μας. Γιατί δεν θα υπάρχουν. Γιατί, θα είναι, ένας κόσμος τελειωμένος.
|