Για το Γιώργο, τη Σοφία, την Κωνσταντία & τον Εμφύλιο (10.04.2013) Print

Ο Γιώργος είναι ένας άνθρωπος, τον οποίο συναντώ σε συχνότητα  αντιστρόφως ανάλογη με την εκτίμηση που τρέφω προς το πρόσωπό του. Τον βλέπω αραιά και σπάνια, τον εκτιμώ ειλικρινά και πολύ. Ατυχώς είναι μια κατάσταση που συμβαίνει σε πολλούς από μας. Είναι οι συνθήκες του σύγχρονου τρόπου ζωής, λένε οι κοινωνιολόγοι. Ατυχέστερα συμβαίνει και το ανάποδο. Να βλέπεις, δηλαδή, συχνά, κάποιους που δεν εκτιμάς και τόσο. Τέλος πάντων, το θέμα στο παρόν σημείωμα δεν είναι αυτό.

Είναι, πως έπειτα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ξαναβρεθήκαμε με το Γιώργο, συν γυναιξί, μέσα στον Ιανουάριο. Συζητούσαμε σπίτι του, γύρω από το βραδινό τραπέζι, όταν ήρθε η κουβέντα για την μητέρα του. Την είχα συναντήσει μια και μόνη φορά, στο χωριό της, την Κωνσταντία, στον κάμπο της Αριδαίας, όταν πριν από δώδεκα Γενάρηδες, στις αρχές του 2001, είχε φιλοξενήσει για λίγο την μεγάλη παρέα μας.

Η κυρία Σοφία, ήταν τότε στα 70 της. Όταν λοιπόν κατέφθασαν, μάλλον απροειδοποίητα και σίγουρα απρόσκλητα, τα παιδιά και οι μητέρες της παρέας, έβγαζε από το φούρνο μια κολοκυθόπιτα. Την ίδια ώρα οι άρρενες, ταλαιπωρούσαμε εαυτούς και καλαθοσφαίριση στο γήπεδο του χωριού, έτσι όταν επιστρέψαμε πίσω, μόλις προλάβαμε ότι είχε περισσέψει, από την πίτα, που καταγράφηκε στην μνήμη όλων ως μια εξαιρετικά νόστιμη λιχουδιά.

Το φως, είχε πέσει τελείως καθώς μαζεύτηκε το σύνολο της πολυπληθούς παρέας στο μικρό σπιτικό της. Τότε, η μητέρα του Γιώργου ξεδίπλωσε τη Μακεδονίτικη φιλοξενία της. Φίλεψε τα παιδιά με γλυκά, προσέφερε στους ενήλικες καφέδες, άνοιξε το σπίτι της και την καρδιά της, μέχρι την ώρα που αναχωρήσαμε.

Έκτοτε δεν την ξαναείδα. Τα χρόνια περάσαν, υποθέτω ότι για τους γονείς του Γιώργου, πέρασαν όπως συνήθως περνούν για τους ηλικιωμένους, δηλαδή γρήγορα και κουρασμένα.

Μέχρι που φτάσαμε στον φετινό Γενάρη και βρεθήκαμε στο σπίτι του, οπότε τέθηκε και η ερώτηση: «Τι κάνει η μάνα σου;» Για να εισπράξουμε την απάντηση: «Την χάσαμε το καλοκαίρι».

Ταυτόχρονα σηκώθηκε από το τραπέζι, έφερε ένα μικρό βιβλιαράκι, που είχε εκδοθεί στη Θεσσαλονίκη το 1949 και μου είπε εν τάχει την ιστορία της, τμήμα της οποίας περιγράφεται και στις σελίδες εκείνου του βιβλίου.

Γραμμένο μέσα στη δύνη του εμφυλίου, από συντάκτη ανήκοντα με τρόπο φανατικό στην Εθνικιστική παράταξη, είναι διαποτισμένο με όλο το μίσος που γέννησε, συντήρησε η εμφύλια σύγκρουση.

Τιτλοφορείται ΑΡΔΕΑ, αποτελεί «πρότυπον εθνικής αντιστάσεως κοινωνικής αναγεννήσεως και δημιουργικής ανασυγκροτήσεως» και είναι αφιερωμένο «στα Γενναία Παλληκάρια του Στρατού και των Μ.Α.Υ. και Μ.Ε.Α. Που Ποτίσανε με τον ιδρώτα και με το αίμα τους το Πάϊκο, την Τζένα και το Καϊμάκτσαλάν και Ξανάφεραν το 1948 - 49 την ζωή Στον Κάμπο της Αλμωπίας Το Ακρώτατο Εθνικό μας Προπύργιο.»

Ευθύς γίνεται αντιληπτό, πως όλο το περιεχόμενο της μικρής αυτής έκδοσης είναι ακραία διχαστικό, βαθιά εμφυλιακό. Δεν θα μπορούσε να είναι και διαφορετικό, αν κρίνουμε την εποχή και το λόγο που γράφτηκε, κυκλοφόρησε.

Σπανιότατη φωτογραφία που απεικονίζει τη Σοφία κοριτσόπουλο, να περνά την εκπαίδευση στις τάξεις του Δ.Σ. Η πίστη για το δίκαιο του αγώνα και το σφρίγος των νιάτων της, την γεμίζουν χαμόγελα αισιοδοξίας.

Για το δικό μας θέμα, γίνεται αποκαλυπτικό στις σελίδες 50 έως 57 όπου περιγράφεται η περιπέτεια της Σοφίας σε εκείνα τα βάρβαρα χρόνια. Η μητέρα του Γιώργου, λοιπόν, είχε περάσει απέναντι. Εγκατέλειψε το χωριό της, την οικογένειά της, τις ρίζες της και η ιδεολογία της, προφανώς και η ασφυκτική πίεση που ασκούσε στις μικρές εκείνες κοινωνίες η διχαστική, αν όχι η εκδικητική πολιτική, την έστειλε στο βουνό, όπως τόσα άλλα κορίτσια.

Όταν το Μάιο του ’49 οι συνθήκες δεν έδιναν όχι πια πιθανότητες, αλλά ούτε καν ελπίδες στον Δ.Σ,. ο λόχος της Σοφίας επιχείρησε μια αποστολή στο Βορεινό. Όπως σημειώνεται στην έκδοση, για τους μαχητές του Δ.Σ. όλα πήγαν ανάποδα. Μέτρησαν τρεις νεκρούς, ο λόχος διαλύθηκε, η Σοφία απομονώθηκε και αιχμαλωτίστηκε από τις δυνάμεις του Ε.Σ. Κρατούμενη μέχρι να δεχτεί τις κυρώσεις, γνώρισε τον Κώστα, παλικαράκι στα 25 του, που η θύελλα της εποχής, το πήρε από το Βοιωτικό κάμπο και την ήσυχη αγροτική του ζωή στα χωράφια του Ορχομενού και τον έφερε, ντυμένο στα χακί, οπλισμένο, στη γη της Μακεδονίας, στη σκιά του Καϊμακτσαλάν, στο έρεβος του εμφυλίου, να υπηρετήσει τη θητεία του στον Εθνικό Στρατό.

Ο Κώστας όπως όλοι οι φαντάροι, είχε φωνάξει με το δεξί χέρι υψωμένο: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστιν εις την Πατρίδα.» όπως και: «Υποταγήν εις τους ανωτέρους μου» και ασφαλώς το: «Να υπερασπίζω, με πίστιν και αφοσίωσιν, μέχρι της τελευταίας ρανίδος του αίματός μου, τας Σημαίας.» μαζί με όλα τα υπόλοιπα που επιβάλει η ορκωμοσία.

Η Σοφία ήταν αιχμάλωτη και ανάμεσα τους τίποτα, παρά μονάχα τα σίδερα του κελιού της.

Κι όλα τούτα σε ένα τοπικό πλαίσιο ζοφερό, όπως όλη η Ελλάδα, αφού τόσο τον Φεβρουάριο του ’47, όσο και το Δεκέμβριο του ’48, η Κωνσταντία υπήρξε τόπος αιματηρότατων συγκρούσεων, με δεκάδες θύματα εκτελέσεις και μίσος αχαλίνωτο. Μολοντούτο και πέρα απ’ ότι χώριζε τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, η Σοφία, θυμόταν ότι ο διοικητής του σχηματισμού του Ε.Σ. που είχε την ευθύνη της περιοχής, της φέρθηκε με ευγένεια και ανωτερότητα κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της.

Δέκα – έντεκα χρόνια μετά το πέρας του σφαγείου του Εμφυλίου, η φτώχεια και ο κατατρεγμός κυριαρχεί στην επαρχία. Η Σοφία, ο Κώστας, τα παιδιά τους και ο πατέρας της Σοφίας, εικονίζονται σε μια κοινωνία που πάλευε να νικήσει το φόβο και την πείνα. Το ίδιο το παρελθόν. Ασφαλώς υπήρχαν και πολύ χειρότερα. Η Τασκένδη, οι τόποι εκτόπισης, οι φυλακές και βέβαια τόσοι τάφοι με εκτελεσθέντες.

Αυτές ήταν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε ο έρωτας ανάμεσα στον στρατιώτη Κώστα και την αντάρτισσα Σοφία. Μυστήριο πράγμα ο έρωτας. Αδιαφορεί για την πείνα, τα φονικά, τα μίση, τα στρατόπεδα. Μυστήριο και ανεξέλεγκτο. Κι’ ο δικός τους έρωτας, όχι μόνον γεννήθηκε, αλλά ευδοκίμησε και κάρπισε. Όχι χωρίς εμπόδια.

Στο μετεμφυλιακό κλίμα η αντάρτισσα, παρέμενε στη συνείδηση πολλών μια «συμμορίτισσα». Σε οικογένειες που είχαν χάσει ανθρώπους τους από τις ενέργειες του Δ.Σ. ήταν δύσκολο να την αποδεχτούν, ενώ κι' ο Κώστας, που δεν επέστρεψε ποτέ στον Ορχομενό, στην μικρή κοινωνία της Κωνσταντίας ήταν ένας «ξένος». Εκεί και τότε, η παρουσία του χωροφύλακα, του εκπρόσωπου της εξουσίας δηλαδή, ήταν έντονη, άκαμπτη και η ζωή γινόταν μια άσκηση βαριά, ανάμεσα στη φτώχεια, το ματωμένο παρελθόν, το άδηλο μέλλον, τη δυσπιστία, το φόβο.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μόλις τρία χρόνια μετά την αιχμαλωσία της Σοφίας, γεννιόταν το πρώτο τους παιδί, ο Γιώργος κι’ άλλα πέντε χρόνια αργότερα, η αδελφή του, η Έφη. Ο τόπος έγλυφε τις πληγές του σε μια ανίκητη οδύνη. Όταν αργότερα η φαμίλια μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζε ο Γιώργος στην Ιατρική και η Έφη στην Παιδαγωγική Ακαδημία, ο Κώστας εργαζόταν για τον επιούσιο ως κηπουρός στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και φυσικά καμάρωνε που έβλεπε τα παιδιά του, μεγαλωμένα στα συντρίμμια του εμφύλιου, να προκόβουν. Τα καλύτερα ίσως χρόνια της οικογένειας, ο εμφύλιος απομακρυνόταν, η χούντα των συνταγματαρχών ήταν παρελθόν, μια ισορροπία, μια ησυχία, μια ανακούφιση ερχόταν.

Δεκαετία του ’80. Το βαρβαρικό παρελθόν έχει απομακρυνθεί, τα χαμόγελα ξαναγυρίζουν στον Κώστα και τη Σοφία στις παρυφές της τρίτης ηλικίας τους.

Σε τούτη τη νέα κατάσταση ο Κώστας παρέμενε ένας άνθρωπος με ειρηνική θρησκευτική πίστη, εντελώς διαφορετικός από την Σοφία που με τη σειρά της παρέμενε και αυτή, σιωπηρά, πιστή στην αριστερή της ιδεολογία.

Κι όμως ήταν ενωμένοι για μια ζωή. Δεν τους χώρισε, παρά ο θάνατος, του Κώστα το 2002, μετά από 53 έτη κοινής ζωής.

Δέκα χρόνια αργότερα, καλοκαίρι του 2012, στα 85 της , αποχαιρέτησε τα εγκόσμια και η Σοφία.

Η ιστορία τους, είναι η το είδωλο της ιστορίας του τόπου. Εμφύλιος, μίσος και έρωτας, θάνατος και ζωή.

Αυτά θυμηθήκαμε, εμείς, εκείνο το βράδυ του φετινού Γενάρη γύρω από το τραπέζι του δείπνου.

Εμείς η δεύτερη γενιά, η ευνοημένη, που δεν γνώρισε Κατοχή, Εμφύλιο και τυφλή βία.

Εμείς, η επόμενη γενιά που δεν γνωρίστηκε ανάμεσα σε κάγκελα και σύρματα αλλά ανάμεσα σε θρανία και έδρανα.

Εμείς, που σήμερα, σε αυτούς του περίπλοκους καιρούς, καλούμεθα να αντιμετωπίσουμε άλλα προβλήματα.