Επισημάνσεις πάνω στην τρέχουσα επικαιρότητα. (24.10.2011) Print

Ενώ, όπως καταλαβαίνουμε, το μαρτύριο της αναμονής αναμένεται να τερματιστεί την Τετάρτη με τις οριστικές, τις τελικές αποφάσεις που θα αφορούν τις λύσεις για το “Ελληνικό ζήτημα”, έρχεται και η τρέχουσα επικαιρότητα με ιδιαίτερο στίγμα.

Ειδικά, δυο γεγονότα, περιγράφουν κάποια από τα αδιέξοδα που έχει περιέλθει η Γ' Ελληνική Δημοκρατία.

Στα επεισόδια της Πέμπτης στην πλατεία Συντάγματος, που συνοδεύτηκαν με το πολύ βαρύ τίμημα της απώλειας ενός συνανθρώπου μας, βρεθήκαμε προ μιας πρωτόγνωρης πραγματικότητας. Η ειδησεογραφία αναφέρει ότι το μπλοκ του Π.Α.Μ.Ε. οργανωμένο ως συνήθως καλά, ήταν εκείνο που απέτρεψε την είσοδο στο ελληνικό κοινοβούλιο των “κουκουλοφόρων”. Επειδή οι ομάδες αυτές δεν θα περνούσαν το κατώφλι του κτιρίου των παλαιών ανακτόρων για εκπαιδευτικούς λόγους,, είναι πλέον του βεβαίου ότι, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι εξελίξεις θα ήταν απρόβλεπτες.

Ο λαϊκός θυμός για τους έχοντες κυβερνητικά αξιώματα, αιρετούς ή όχι, είναι δεδομένος. Στην παρούσα περίπτωση όμως, η πυρπόληση του ελληνικού κοινοβουλίου πέραν από την ικανοποίηση άγριων ενστίκτων δεν θα προσέφερε καμία προοπτική ανακούφισης του δοκιμαζόμενου πληθυσμού. Την ισορροπία διέσωσαν αυτοί που δεν πίστεψαν στον κοινοβουλευτισμό. Εκείνοι που κατηγορήθηκαν, κυνηγήθηκαν, δικάστηκαν, φυλακίστηκαν, τουφεκίστηκαν ανηλεώς από την αστική δημοκρατία διέσωσαν τουλάχιστον το σύμβολό της. Είναι οξύμωρο και γίνεται πρωτόγνωρο αν θυμηθούμε ότι στον ίδιο χώρο πριν από από 67 σχεδόν χρόνια, το ζοφερό Δεκέμβριο του '44 άνοιξε ο δρόμος για τον εμφύλιο. Μια από τις ερμηνείες της Ιστορίας, κάνει λόγο για μια απρόκλητη επίθεση της Αστυνομίας σε ειρηνική διαδήλωση άοπλων πολιτών. Καθώς το πρώτο αίμα έρεε, εκεί στην πλατεία Συντάγματος, το ρήγμα βάθυνε, ο αλληλοσπαραγμός ξεκινούσε. Στις μέρες μας οι πολιτικοί απόγονοι των θυμάτων, των κατατρεγμένων και ασφαλώς των ηττημένων κομμουνιστών στάθηκαν στήριγμα, αποφασιστικό, απέναντι στους θεσμούς που τόσο σπρώχτηκαν να πολεμήσουν μετά την Γερμανική κατοχή.
Δυο μέρες αργότερα, στη διάρκεια ποδοσφαιρικού αγώνα στο Ολυμπιακό στάδιο της Καλογρέζας, μεταξύ του Παναθηναϊκού και του Εργοτέλη οι οπαδοί των γηπεδούχων ανάρτησαν πανό που έγραφε: “ Πολιτικοί λαμόγια, βουλή των βολεμένων, θα σας πνίξει η οργή των εξεγερμένων”. Ο διαιτητής, Χρήστος Μήτσιος, διέκοψε την αναμέτρηση ζήτησε την απομάκρυνση του πανό απειλώντας με διακοπή του αγώνα. Υπό την πίεση των αποδοκιμασιών αναγκάστηκε να συνεχίσει. Είναι η πρώτη φορά που παρατηρείτε αυτή η διαιτητική ευαισθησία για μη αθλητικά θέματα, αλλά αυτό που χαρακτηρίζεται επίσης πρωτοφανές ήταν η ενέργεια της Αστυνομίας να στήσει μπλόκο, έξω από το στάδιο, να πραγματοποιήσει έρευνες για την εύρεση του επίμαχου πανό και να προχωρήσει στη σύλληψη αυτών που το κατείχαν. Σε ένα πολύ φορτισμένο κλίμα, σημειώθηκαν συμπλοκές με οπαδούς του Παναθηναϊκού και δυνάμεων των ΜΑΤ.

Παρόμοια επεισόδια αποδοκιμασίας των πολιτικών σημειώθηκαν και στην Ν. Σμύρνη όπου ο Πανιώνιος υποδέχτηκε τον Ολυμπιακό (πανό με σύνθημα: “κάτω η χούντα του ΜΠΑΤΣΟΚ”), αλλά και στο Ηράκλειο Κρήτης, όπου στην διάρκεια της αναμέτρησης ΟΦΗ - ΑΕΚ ο διαιτητής Δημήτρης Στυλιάρας, διέκοψε το παιχνίδι επί πεντάλεπτο ώστε οι φίλαθλοι να σταματήσουν τα πολιτικά συνθήματα που στόχο είχαν τον πρωθυπουργό. Το ηπιότερο όλων ήταν: “Δεν σε θέλει ο λαός, πάρε τη τρόικα και εμπρός”.

Η ποινικοποίηση της αμφισβήτησης έστω και στα όρια της αποδοκιμασίας, έστω και με υβριστικό περιεχόμενο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αδυναμία των διωκτικών αρχών να τερματίσουν ή έστω να περιορίσουν τη δράση μιας εκατοντάδας “κουκουλοφόρων” που λυμαίνονται κάτι πολύ περισσότερο από τη σχετικά “αστική” άποψη της Δημόσιας τάξης και της θεσμικής ακεραιότητας του Κοινοβουλίου το οποίο, όπως προείπαμε, υπερασπίστηκαν εκείνοι που δεν είχαν λόγους να το πράξουν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί άμεσα η ηθική βαρύτητα, ενός εκάστου των πολιτικών και να απονεμηθεί οποιουδήποτε είδους δικαιοσύνη. Το πολιτικό σύστημα περνά την μεγαλύτερη μεταπολεμική δοκιμασία του, διότι οι ρίζες των προβλημάτων είναι οικονομικές και ανεξάρτητες από τη βούλησή μας.