Καφενεία, θαμώνες & άλλα – (Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021) Print

Καθώς η προηγούμενη ανάρτηση ξεκινούσε από τις ειδήσεις του Αυγούστου και κατέληγε σε καφενείο, ας ξεκινήσει τούτη εδώ από καφενεία και ποιος ξέρει που θα καταντήσει.


Τα καφενεία των συνοικιών της μεταπολεμικής Αθήνας, της επαρχίας, της περιφέρειας εν γένει, ήτονε το οξυγόνο της επικοινωνίας. Εκεί είχαν λυθεί το Μεσανατολικό, το Κυπριακό, εκεί τέθηκαν οι βάσεις της σύγχρονης προπονητικής του ποδοσφαίρου, εκεί είχαν διαμορφωθεί οι βαθυστόχαστες αναλύσεις για το ασφαλιστικό, και οι αντίστοιχες παρατηρήσεις για την πάντα παραπαίουσα οικονομία, με τις δέουσες προτάσεις για την πολυπόθητη ανάκαμψη.

 

Τις πρώτες μετεμφυλιακές περιόδους, οι γυναικείες παρουσίες στα καφενεία δεν ήταν ευπρόσδεκτες. Καθώς στις μέρες μας αυτό και τόσα άλλα έχουν μεταβληθεί, εκείνο  που επιδέχεται ερωτήματα είναι, αν όντως κατόπιν όλων των εξελίξεων, το γυναικείο φύλο παραμένει ασθενές και ωραίο. Κάτι που υποθέτω, είτε ισχύει είτε όχι, αποτελεί ιδεολογικό βρόγχο τόσο το πάλαι ποτέ ριζοσπαστικό και δοξασμένο Women's Lib, όσο και στο όλως προσφάτως, ισχυρώς δραστηριοποιούμενον, #me too.

Μέχρι να δοθούν ανθρώπινες απαντήσεις σε αυτά τα καίρια ερωτήματα, που πάντα δοκίμαζαν το βάθος του πολιτισμού μας, ας περιηγηθούμε σε καφενειακούς χώρους που έφεραν δομικά στοιχεία του γνήσιου καφενέ.


Με αφετηρία το νησί της Αποκάλυψης, τουλάχιστον για όσους πιστεύουν στην Ορθοδοξία. «Καφεζαχαροπλαστείον Houston». Έχουν παρέλθει 37 έτη από την πρώτη μου επίσκεψη, εκεί στη Σκάλα, και 13 από την τελευταία, συνεπώς δεν είμαι σε θέση να έχω άποψη πως είναι σήμερα.

Το κατάστημα, τότε, είχαν δύο αδελφές η Σταματία και η Κατίνα. Άκληρες. Υπήρχε μια ακόμα αδελφή και ένας αδελφός που υποτασσόμενος στη συμφορά της μετανάστευσης βρέθηκε πέρα από τον Ατλαντικό στο Χιούστον του Τέξας, τροφοδότης των γλίσχρων οικονομικών της οικογένειας. Για αυτό και η ονοματοδοσία του καταστήματος.


Σε μια αναγνωριστική ερώτηση που έθετες του τύπου: «έχετε γλυκό του κουταλιού;», η απάντηση, κάπως κοφτά, ήταν: «βύσινο, σταφύλι, τοματάκι» «Τοματάκι;» ρωτούσες με έκπληξη: «..ναι τοματάκι!» ερχόταν αυστηρά η απάντηση. Η μικρή παρέα παράγγελνε από ένα, και σε λίγο σήκωνα το χέρι συνοδεύοντάς το με μια φιλική έκφραση. Οπότε ερχόταν κοντά μια από τις δυο αδελφές και ακόμα πιο γλυκά από το γλυκό του κουταλιού έλεγα: «σας παρακαλώ θα μας φέρετε ένα τοματάκι ακόμα;» για να εισπράξω μια πικρή γκριμάτσα και: «…μπαα σου άρεσε και θέλεις κι άλλο;»

Ε! λοιπόν αυτή η φαινομενικά αντιτουριστική αντιμετώπιση, ήταν ότι πιο γνήσιο, πιο αυθόρμητο, πιο πηγαίο, πιο καλοδεχούμενο από όλα τα πλαστικά, τουριστικά χαμόγελα της πιάτσας της σήμερον. Ας σημειωθεί, ό,τι αν και εφόσον ήθελες να αποκτήσεις την εύνοιά τους, δεν ήταν δύσκολο και ασφαλώς όχι με όρους οικονομικούς.

Πάντα φχαριστιόμουν αυτή την κυριαρχική συμπεριφορά τους και ασφαλώς έπαιζα συνειδητά και ασμένως το ρόλο του υποτεταγμένου. Δυστυχώς επληροφορήθην ότι καμία από τις αδελφές δεν βρίσκεται εν ζωή. Το κατάστημα εξ’ όσων ερεύνησα στο διαδίκτυο υφίσταται ακόμα, με την ίδια επωνυμία και προφανώς κανένα άλλο κοινό στοιχείο. Πάντως, στο σύγχρονο εργαλείο tripadvisor, όπου ο χαρακτήρας που υποδυόταν ο Δήμος Σταρένιος στην ταινία «Η Χαραυγή Της Νίκης» θα έκανε γκραν σουξέ, οι κριτικές είναι εξαιρετικές.

Ακόμα μεγαλύτερη χαρά έχω εισπράξει από μια παρόμοια περίπτωση στην ιδιαίτερη παρτίδα του Μάρκου, περί τα μέσα της δεκαετίας του ‘90. Δεν έχω υπάρξει ούτε αυτήκοος ούτε αυτόπτης μάρτυς αλλά το μεταφέρω χωρίς επιφυλάξεις ένεκα της πιστότητας του αφηγητή. Εκεί, λοιπόν, ταβερνείο όπου επίσης διαχειρίζονται δύο αδελφές ονόματι Φοράδενες, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι απέδωσα ορθογραφικά με σωστό τρόπο το όνομα.

Καλοκαιρινό βράδυ, έχει περάσει κάπως η ώρα και καταφτάνει τετραμελής παρέα να κορέσει την πείνα της. Πάει να καθίσει οπότε έρχεται μια από τις κυρίες και τους λέει «Εκλείσαμεν». Ευγενικά μεν αλλά επίμονα ίσως, κάποιος από την παρέα ρωτά:  «Μήπως θα μπορούσατε έτσι με κάτι πρόχειρο να μας βολέψετε», αλλά εισπράττει κάπως απότομα τρεις λέξεις: «Σας είπα εκλείσαμεν».

Και τότε ο εκπρόσωπος της παρέας τραβάει από τη φαρέτρα του το πιο λάθος βέλος. «Ξέρετε μας στέλνει ο …» και ακολουθεί όνομα καλλιτέχνη που απέκτησε κατοικία στο νησί μα ποτέ ιδιαιτέρως φιλικά αισθήματα προς τον Τζιμάκο. Δευτερόλεπτα σιωπής, η κυρία σηκώνει το βλέμμα καθώς καθάριζε τα τραπέζια, τον κοιτά στα μάτια και του λέει πολύ καθαρά: «Εχέσθημεν».

Τέσσερις συλλαβές, τελευταία γραμμή άμυνας σε μια επικοινωνία που δεν έβγαινε πουθενά. Πιο πειστική, άμεση και χιουμοριστική δεν γινόταν.


Κέντρο Αθήνας. Ανήμερα της Παναγίας του 2000, λίγο πριν τις επτά το πρωί. Η πρωτεύουσα ανασκάπτεται ίνα ετοιμασθεί για τους 28ους θερινούς Ολυμπιακούς αγώνες. Τι μεγαλοπρέπεια! Τι ανάτασις! Πανεπιστημίου & Βουκουρεστίου άδειες.


Ωσαύτως και το  Zonar’s, καθότι οι ηλικιωμένες κυρίες,  που παραδοσιακά πραγματοποιούν τις πρώτες διελεύσεις τις Κυριακές, ακόμα εκκλησιάζονται. Ο χώρος ντυμένος με τις παλιότερες φορεσιές του, πριν προχωρήσει στην ανακαίνιση, επιταγή των καιρών και του εκσυγχρονισμού.

Το καφέ – ζαχαροπλαστείο που εγκαινιάστηκε ανήμερα της Παναγίας του 1940, μέρα του τορπιλισμού της Έλλης, ήταν ο χώρος που κόσμησαν δεκάδες δημοφιλείς διανοούμενοι, καλλιτέχνες, πολιτικοί, αλλά και οι πολλαπλάσιοι λιγότερο γνωστοί θαμώνες  που  παρέλασαν, θα έκλεινε τον Μάρτιο του 2001 και θα ξαναζωντάνευε το 2007. Αργότερα θα άλλαζε και όνομα. Ο ομφάλιος λώρος με το παρελθόν είχε τελεσίδικα κοπεί.


Πολύ πιο βόρεια στις εσχατιές της Ελλάδας, το παρελθόν είναι παρόν. Νομός Ιωαννίνων.  Δρυμάδες. Εκατό μέτρα μακρύτερα από το καφενέ είναι το στρατιωτικό  φυλάκιο των συνόρων με την Αλβανία.


Το καφενείο βουτηγμένο στο λυκόφως, στη δροσιά των βορινών ανοίξεων και στην μελαγχολία της ήσυχης μεν παρατημένης δε επαρχίας, φιλοξενεί τους λίγους θαμώνες του.

Ένας από αυτούς ο Σπύρος. Συνταξιούχος δάσκαλος με καταγωγή από την Κέρκυρα. Κοιτά το φακό στωικά ενώ ο ήλιος χαρίζει το τελευταίο φως της μέρας. Μάιος του 2009 τότε.


Στις μέρες μας o Σπύρος έχει, εγκαταλείψει τον μάταιο κόσμο μας. Αναρωτιέμαι τι θα απόγινε η πορτοκαλί τετράπορτη κορολίτσα που κατείχε από τη δεκαετία του ’70. Προφανώς θα μαράθηκε και αυτή. (Corolla: τα πέταλα του άνθους).


Παλαιά Ελλάδα. Πελοπόννησος. Στριμωγμένη στις δέλτους της βίαιης Ιστορίας, ανάμεσα στην αρχαία Σπάρτη, το ιερό του Δία στην Ολυμπία, το Δεσποτάτο του Μιστρά, και ασφαλώς το ξέσπασμα του ’21.


Μεσσηνιακή Μάνη. Το χωρίο Άγιος Νίκων, βρίσκεται στις δυτικές πλαγιές του Ταϋγέτου και στην απογραφή του 2011 καταμετρήθηκαν 79 μόνιμοι κάτοικοι. Είναι η άλλη όψη της ξεζουμισμένης τουριστικά Ελλάδας.


Φωτογραφημένο τον Ιανουάριο του 2003, το «Καφέ Παντοπωλείο το πέτρινο», κάτω από ένα νεφοσκεπή ουρανό αποτυπώνει το ύφος της ευρύτερης περιοχής. Στο εσωτερικό του, καταδεικνύεται και το ισχνό οικονομικό τοπίο της.


Λίγο βορειότερα στα υψίπεδα της Αρκαδίας, και την πρωτεύουσά της. Πρωτοπέρασα την πόρτα του την άνοιξη του ’82, όταν μαινόταν ο πόλεμος στα Falklands ή Malvinas. Ντυμένος με το χακί του Ε.Σ. νεοσύλλεκτος στο 11.Σ.Π.

«Γαλακτοπωλείον» έλεγε στη μαρκίζα, ένα είδος που οδεύει προς εξαφάνιση πλέον. Γάλα, κρέμες, ρυζόγαλα, καϊμάκι, γαλακτομπούρεκα, βούτυρο, μέλι κλπ. ήταν τα προσφερόμενα αγαθά.


Ξύλινοι πάγκοι και καρέκλες, μαρμάρινες επιφάνειες στα τραπέζια, στο πάτωμα μωσαϊκό. Στέκει εκεί σχεδόν το ίδιο επί δεκαετίες. Έχω τρία χρόνια να περάσω και θαρρώ ότι ο Γιάννης δεύτερη γενιά που το κρατούσε, έφυγε για τον Καναδά. Στο Κάλγκαρι.


Ο Γιάννης, απόφοιτος του Ε.Μ.Π. παντρεμένος με δύο παιδιά, που ασκούσε και το επάγγελμα του μηχανικού, ζήτησε μια καλύτερη τύχη πολύ  - πολύ μακριά.


Και αφού ξεκινήσαμε με νησί, ας ολοκληρώσουμε με νησί. Από τα Δωδεκάνησα και την Πάτμο, στις Κυκλάδες και την Αμοργό.  Αρκεσίνη. «Καφεπαντοπωλείον ο Μάκης», όπως ήταν τον Ιούνιο του 2010. Στο διαδίκτυο υπάρχει πλήρης η ενδιαφέρουσα ιστορία του μαγαζιού και του ιδιοκτήτη του.



…επί του προσωπικού

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι έχω στενούς δεσμούς με τον καφέ. Οι επισκέψεις μου στα καφενεία ήταν λίαν περιορισμένες. Ως παιδί συνόδευσα ολίγας φοράς τον πατέρα μου εις το Βυζάντιο, κοσμική κοιτίδα της δεύτερης γενιάς των Ελλήνων εμπλεκομένων στους αγώνες αυτοκινήτου. Μέσα δεκαετίας του ΄60 αυτό. Για τοστ, τι εφεύρεση! και πορτοκαλάδα. Οι μεγάλοι έπιναν καφέδες.

Την ίδια περίπου εποχή θυμάμαι τη γοητευτική μυρωδιά του καφέ που αναδυόταν από την μηχανή που τον καβούρδιζε όταν η μητέρα μου με έπαιρνε μαζί της για ψώνια. Και στο βάθος τα πράσινα μάτια της αδύνατης μελαχρινής που χειριζόταν το μηχάνημα. Όλα αυτά, στην ίδια γειτονιά που ο Άκης Πάνου εμπνεύστηκε το εφτά νομά σε ένα δωμά.  Στου Χαροκόπου.

Μια δεκαετία αργότερα οι καφενέδες πέριξ των Εξαρχείων αποτελούσαν, σε εκείνη την φροντιστηριακή προφοιτητική  περίοδο, δεν ήταν ούτε σε στέκι ούτε καταφύγιο, αλλά μια απόπειρα γνωριμίας του άλλου ρυθμού της πόλης. Ήταν η ίδια εποχή του κυκλοφόρησε στα Ελληνικά «ο καφές και η Δημοκρατία», με απλά αλλά εμπνευσμένα κείμενα του Αζίζ Νεσίν. Στο ομώνυμο κεφάλαιο ο Τούρκος λόγιος έπλεκε ένα γουστόζικο κείμενο όπου συνταίριασε τις ιδιότητες του καφέ και του Δημοκρατικού πολιτεύματος.

Πριν το τέλος της δεκαετίας ανελίχθην ολίγον κεντρικότερα, στο παταράκι του Brazilian στη στοά Καλλιγά με καφέ φίλτρου, άφιλτρα Gitanes, αναλύσεις για το «Il portiere di notte» της Liliana Cavani που είχαμε θαυμάσει στο παρακείμενο «Παλλάς», αλλά και διαβουλεύσεις για το διαβόητο φάντασμα που πλανιέται πάνω από την Ευρώπη.  Κάτι σαν μια αναγκαία, χρήσιμη και απαραίτητη στάση στην τόσα πολλά υποσχόμενη Μεταπολίτευση που ερχόταν ως φως στο σκοτάδι. Το ότι απογοήτευσε πολλούς και τακτοποίησε λιγότερους άλλη ιστορία.

Έκτοτε δεν θυμάμαι τίποτα για τις σχέσεις με τον καφέ και τα καφεποτεία. Διότι δεν υπήρξαν σχέσεις. Η μέση ετήσια κατανάλωση ήταν μονοψήφιο νούμερο, με τη πλειοψηφία να είναι «ελληνικοί» και κανά δυο να είναι κάτι σαν φραπέ, που μια ψυχούλα χαρακτήριζε «υγρή πάστα» και ήταν απόλυτα πετυχημένη περιγραφή.

Υπήρξα, τω όντι, μια περίεργη περίπτωση να μου αρέσει η μυρουδιά του καφέ, το παγωτό μόκα, οι σοκολάτες με γέμιση καφέ αλλά να μην πίνω καφέδες.

Επιπροσθέτως ποτέ δεν μπόρεσα να εννοήσω εκφράσεις του τύπου «κάτσε να πούμε, ακόμα δεν ήπιαμε καφέ», όπως επίσης έβρισκα περίεργο πως μπορεί κάποιος να εξαρτηθεί από τον καφέ. Να εθιστεί στη ζάχαρη, στο αλάτι, στο αλκοόλ, σε ουσίες, λογικό. Στον καφέ;

Μπορώ όμως όχι μόνον να αντιληφθώ, αλλά και να συναινέσω στο συνδυασμό ενός διπλού βαρύ γλυκού και μιας τσιγαριάς μετά από μια αναγκαία σιέστα, που έρχεται ύστερα από ένα βασανιστικό βράδυ και ένα αμείλικτα απαιτητικό, ζεστό πρωινό. Η πρώτη ρουφηξιά και μάλιστα ηχηρή από το πυκνό καϊμάκι και η πρώτη τζούρα από το τσιγάρο, που νιώθεις και το αταίριαστο, γευστικά, καύσιμο από το Zippo είναι πολιτιστική σημαδούρα. Είναι άποψη.

Σε ήσυχο τοπίο, κάτω από κληματαριά, χωρίς φωνήεντα και σύμφωνα που συνθέτουν κουραστικές φράσεις να παρελαύνουν στα αυτιά σου. Ναι ήταν κάτι πολύ καλό. Τόσο καλό που να συμβαίνει λιγότερες από δέκα φορές το χρόνο. Και τα τελευταία 18 χρόνια χωρίς την καύτρα της μαρλμποριάς, ή παλιότερα από ένα καρελάκι.