Είχε δίκιο η Πίτσα – (Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017) Print

Το έχει πεί η Πίτσα Παπαδοπούλου, τριάντα χρόνια πριν, ερμηνεύοντας τους στίχους της Βάσως Αλαγιάννη  σε ένα εξαίσιο ερωτικό τραγούδι. Είναι το χασάπικο «που πάει η αγάπη όταν όταν φεύγει». Στην τελευταία αράδα της πρώτης παραγράφου λοιπόν, η στιχουργός, βάζει και άλλο ένα επίκαιρο θέμα γράφοντας:  «σαν να ’χει χάσει πια η λέξη την ουσία».


Αυτό σκέφτηκα, αντικρίζοντας τον Έλληνα πρωθυπουργό, να επισκέπτεται τον Λευκό Οίκο, να χαιρετά  τον Αμερικανό πρόεδρο, ενώπιον της ατσαλάκωτης φρουράς των κεκαρμένων εν χρω (jearhead στα αμερικάνικα - σύρριζα στην καθομιλουμένη νεοελληνική) πεζοναυτών και ακολούθως να συζητά επί δίωρο μαζί του. Αντιλαμβάνομαι, ασφαλώς, ότι πολιτική και διπλωματία είναι η Τέχνη του εφικτού. Καταλαβαίνω, επίσης, ότι πιο ξελογιάστρα συνθήκη από την εξουσία δεν υφίσταται.
Αλλά:


Εντάξει ο ένας. Επιχειρηματίας είναι, και στις μέρες μας κάποιο μειοψηφικό ποσοστό του Αμερικάνικου εκλογικού σώματος, καθώς ούτε ένας στους δυο ψηφίζει, τον έχρισε πλανητάρχη. Έτσι, είπε να κάνει καμιά δουλειά ο άνθρωπος. Να πουλήσει κανά α(ε)ροπλανάκι. Έστω τις αναβαθμίσεις για τα περίφημα F16 μας. Όχι κάτι σπουδαίο. Κάποια δυο κάτι δισ. λέει ο ίδιος, 1,1 ένα λέμε εμείς. Θα τα βρούμε. 

Για αυτό και λέξη για την εξ ανατολών γείτονα. Διότι αν υποτεθεί ότι τα βρίσκουμε με τα μεμέτια και τον Σουλτάνο τους, τι να τα κάνουμε τα ρημάδια τα εφ 16; Θα τα δίναμε τα ωραία μας τα χρήματα κάπου αλλού. θα τρώγαμε περισσότερα σουβλάκια και θα πίναμε περισσότερα ούζα, όπως μας κατηγόρησε και ο δεξιούρης Ολλανδός βουλευτής Γκέρντ Βίλντερς. Θα σενιάριαμε και καμιά συμφωνία με τους Μωαμεθανούς, να μαδάμε ομού και ήσυχα τους βόρειους που έρχονται να κάψουνε τα δέρματά τους στα κατακαλόκαιρα του αρχιπελάγους. Και θα ησυχάζαμε. Παραμυθένιο ακούγεται, αλλά έχουμε ζήσει κάτι τέτοια. 

Δεν λησμονούμε βέβαια το παρελθόν. Το ξερίζωμα, το αίμα, τη βαρβαρότητα, τις χαμένες πατρίδες. Τον Πόντο, την Ιωνία. Αν όμως κι από τις δυο πλευρές, υπήρχε αμόλυβδος πατριωτισμός και όχι μολυβένιος εθνικισμός, και αν δεν ήμασταν δεμένοι σε Αμερικάνικα άρματα και ευρωπαϊκές άμαξες θα την βρίσκαμε την άκρη. Θα κοιτούσαμε μπροστά. Εύκολο πράγμα να συντηρήσεις το μίσος. Εγγλέζοι κι Αμερικάνοι είναι προφέσορες. Το διδακτορικό τους το πήραν στην Ελλάδα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του '40. Τέλος πάντων δεν είναι αυτό το θέμα.

Το θέμα είναι πως ο ένας έκανε μπίζνες. Οκέι. Του είπαν οι οπλέμποροι να φορτώσει τους Γραικούς με τίποτα αναβαθμίσεις, τι να κάνει ο άνθρωπος; Ξύπνησε, νίφτηκε, φόρεσε την κουστουμιά, χτένισε το μαλλί και βγήκε να πουλήσει. Ο άλλος τι ακριβώς έκανε; Του την είχε στημένη κι ό Αρκάς, που παρά την ομολογουμένως ατυχή επιλογή εργοδότη, στην περίπτωση αυτή, στόχευσε κέντρο.

Δηλαδή τι ήθελες να κάμει; Πίπτει το ερώτημα. Απαντώ:

Οκτώβρης ήταν και τότε, όταν ο βγήκε ο πρώτος σοσιαλιστής πρωθυπουργός της Ελλάδας στο αμερικάνικο ABC, λίγες μέρες μετά τον εκλογικό του θρίαμβο. Την εποχή εκείνη, ο Έλληνας είχε χορτάσει  Αμερικανιές. Για αυτό και ένας στους δύο, έδωσε την ψήφο του στο Πα.Σο.Κ. «Η Ελλάδα ανήκει στη δύση» του είχε πει μέσα στη Βουλή, πριν κάτι χρόνια, ο Εθνάρχης, μα ο Ανδρέας του είχε πετάξει: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και τον κόλλησε στα έδρανα, τον αρχοντοχωριάτη όπως τον αποκαλούσε η αγαπημένη του, Ελένη Βλάχου.

Βγαίνει λοιπόν πρωθυπουργός πια, στο γυαλί, σοβαρός, άνετος με τα μητρικά Αγγλικά του, κι επειδή ήταν γάτος αφού είχε ορκιστεί και είχε στρογγυλοκάτσει στην καρέκλα της πλανεύτρας, άρχισε τον αγώνα του για να δικαιωθεί. Να πείσει (τους Αμερικάνοι) ό,τι μην ακούτε τι λέω, τι κάνω να βλέπεται και ταυτόχρονα να πείσει τους ιθαγενείς, πως ότι είπαμε, θα γίνει ρε. Δύσκολο έργο, δεν είναι για τον καθένα. Μα ο Ανδρέας δεν ήταν ο καθένας. Ισορροπούσε ο μπαγάσας, ανάμεσα Elounda beach και Ρίτα Σακελαρίου. Ανάμεσα στα νέα τζάκια και τον Τάκη Μπίνη. Η ζωή και πολύ περισσότερο η πολιτική, απαιτεί κάποια άλλοθι. Ο Ανδρέας τα κουβαλούσε από την εποχή που έσπασε, κατά πως λένε, από την πρώτη σφαλιάρα, στην ασφάλεια του Μανιαδάκη.

Ο Ανδρέας, Ο Αντρέας μας. Επιτέλους ένας πρωθυπουργός να μιλάει τα ξένα όχι με σεραϊική προφορά. Το Νάτο έγινε νέιτο και εμείς περήφανοι. Κι από εκεί που ήταν το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο», σκύψαμε με πίστη μεγάλης δίψας στα πακέτα Ντελόρ. Την συνέχεια, εμείς οι σημερινοί γεροντήδες τη ζήσαμε. Μπιρσίμ, πανηγύρια, Κάρμινα ματζουράνα, η θυσία του Μένιου και στο βάθος η Μιμή, οι αστρολόγοι και αι λοιπαί σοσιαλιστικαί δυνάμεις. Η ιδρυτική διακήρυξη της τρίτης Σεπτεμβρίου είχε πεταχτεί κατατσαλακωμένη στα σκουπίδια και οι παλιοί εαμίτες στα αζήτητα. Έπεσε χαμηλά ο δύσμοιρος.

Κι ερχόμαστε στον 21ο αιώνα. Εντάξει κέρδισες τις εκλογές, χρεώθηκες και το βάρος των ανέλ. Κι άρχισε το πρέσιν σε όλο το γήπεδο. Γιουρογκρουπ, θεσμοί και τρόικες, σε έχουνε πεθάνει. Ασφυξία. Είσαι και νεοσύλλεκτος δεν γνωρίζεις τα κόζ(ι)α, αποκαλείς την φράου μαντάμ, βγάνεις καιν έρπητες. Άρα βλέπεις ότι το πράμα δεν σου βγαίνει. Τι κάνεις; Τι κάνεις, αν είσαι συνεπής αριστερός δηλαδή.

Βγαίνεις στην τιβί, να ακούσει το πόπολο όλο, και τα λες. Ανοιχτά και γυμνά. Ότι αυτά που υποσχέθηκα δεν βγαίνουν. Λυπούμαι, αλλιώς τα λογάριαζα πατριώτες. Μας έχουν στριμώξει. Κι επειδή είμαι αριστερός, σοβαρός και κύριος πάρτε την παραίτησή μου  και βουρ για εκλογές, να διαλέξετε τον επόμενο. Και πας σπίτι σου. Μέγιστος. Όχι πρώτα Καισαριανή, το γόνυ κλείνουμε για τους αγωνιστές και μετά με τον πορτοκαλοτρίχη, για να σου πουλήσει πράμα. Όχι.

Τώρα, αν είσαι ατρόμητος τζογαδόρος και θες να παίξεις το τρελό σενάριο, τους πατάς τον κάλο και βάζεις το μεγάλο δίλημμα:

«Συντρόφια, ετούτοι εδώ θα μας στραγγαλίσουν. Λοιπόν, τι θέτε; Να σκύψουμε κι άλλο το σβέρκο και σε καμιά 30αριά χρόνια, αν μιλάμε ακόμα Ελληνικά μπορεί και να συνέλθουμε ή να το πάμε εκεί που δεν το πήγε κανείς, από το '49 και μετά, (γαμώ) την τρέλα μου; »

Δηλαδή; Τι εννοείς συναγωνιστή;

«ΔΕννοώ πως, θα πούμε το ψωμί ψωμάκι, θα στεγνώσουμε, μπορεί να μην έχουμε μπεζίνες και πετρέλαια (πούλεγε και ο Μίχος ο Γενίτσαρης), μπορεί και ο απέναντι να κάνει κανά ντού και να θέλουμε διαβατήριο να πάμε στις ιδιαίτερες πατρίδες του Ελύτη και του Κούδα, για να μην σας πω και για την γενέτειρα του Βασιλομπίλαρου του Σπανούλη. Μπορεί. Αλλά αυτός ο τόπος έτσι είναι. Τον πότισαν τα Μεσολόγγια, τον τάισαν τα Χαϊδάρια. Λοιπόν για να τελειώνουμε. τι θέτε; Μέχρι που αντέχει το νεφρί σας ρε;»

Και εμείς να αποφασίζαμε. Όχι όμως όπως παίχτηκε το παιχνίδι, την 5η του  Ιουλίου του '15. Αν οι πολλοί έλεγαν ως εδώ άρχιζε το χοντρό παιχνίδι. Αντ’ αυτών όμως, ο έτσι, διάλεξε άλλα.

Όπως μας το πάει, δεν είναι μόνο ότι απομακρύνει τόπο και λαό από ότι είχε απομείνει από παράδοση, φυσιογνωμία, παρελθόν. Είναι ότι έρχεται ως τρέυλερ του Ανδρέα, (του Αντρέα μας ε;)  και αποδομεί έτι περαιτέρω, κάθε αριστερή ιδέα, οποιοδήποτε όνειρο, κάθε ελπίδα, δίνοντας απεριόριστο χώρο στον κάθε Μαυρογιαλούρο που ευλογεί τα γένια του καπιταλισμού και τα μούσια της παγκοσμιοποίησης.

Συνεπώς, μπορεί να ακούγεται ακραίο αλλά που είχε το είχε άδικο είχε ο Γλέζος όταν είπε, πως μας γύρισε στην εποχή του Ιωάννη Αιμιλίου Πιουριφόι; Ούτε υπάρχει κι' άλλος Φιλ-έλλην  πρωθυπουργός που να έχει συναντήσει δυο Αμερικανούς προέδρους μέσα σε λίγους μήνες. Άσε που ο Μπαράκ μας κουβαλήθηκε στις 16 του Νοέμβρη. Κι ούτε ένα sorry δεν μας είπε, για το σύνολο της Αμερικανοκρατίας εν Ελλάδι, όπως μας το είπε ο σαξοφωνίστας από το Αρκανσω το '99. Αρε Μπίλυ, κοίτα που σε νοσταλγούμε. Εδώ βγήκε χθες μέχρι και ο W. και έκανε παρέμβαση και αριστερή κριτική στον Donald.

Πονάει, το θέμα.

Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που πιστεύουν ότι το χαμογελαστό παιδί, έχει τρόπο και θα μας οδηγήσει στη γη της Επαγγελίας. Όπως υπάρχουν και αυτοί που πιστεύουν ότι θα ζωντανέψει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς.

Που καταλήγουμε; Ότι η Πίτσα έχει δίκιο, όταν άδει: «σαν να ’χει χάσει πια, η λέξη την ουσία».

για όσους το έχουν λησμονήσει εδώ: https://www.youtube.com/watch?v=sLbgDCKYHkk&list=RDsLbgDCKYHkk