Νοέμβριος 1973 (19.11.2009) Print

Μόλις 24 χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου και 29 από τη μάχη της Αθήνας, η εξέγερση του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 θύμισε ότι οι πληγές της Ελληνικής κοινωνίας δεν είχαν επουλωθεί, τα βαθιά σημάδια της δεν είχαν φύγει.

Η εικόνα με τα πανό όπου αναγραφόταν το σύνθημα:

«Ε.Α.Μ. - Ε.Λ.Α.Σ. - ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΊΟ» δεν αποτελεί μόνον μια ακόμα ένδειξη της ιστορικής αλληλουχίας, αλλά εκφράζει τις ρίζες των επιδιώξεων για τους μεν αλλά και το βαθμό της απειλής για τους δε.

Αναδρομή

Η σκληρότητα των μεταπολεμικών κυβερνήσεων απέναντι σε κάθε τι που έκρινε ότι την απειλούσε δεν κατάφερε να εξουδετερώσει το σύνολο των πιθανών αντιπάλων της. Μπόρεσε όμως να σβήσει το εμφυλιακό κλίμα αργά αλλά σταθερά σε ένα είδος φοβισμένου μικροαστισμού, εκφυλίζοντας τις πολιτικές αντιθέσεις, αποσυνθέτοντας τις κοινωνικές διεκδικήσεις.

Με την έλευση των κυβερνήσεων του Κέντρου στην εξουσία, αλλά και το ευρύτερο ευρωπαϊκό κλίμα αμφισβήτησης εκείνης της εποχής, οι νεολαίοι, οι καλλιτέχνες, και κάθε ανήσυχος φορέας άρχισε να διεκδικεί περισσότερο χώρο.

Όλα τούτα τελείωσαν απότομα το ξημέρωμα της 21ης Απριλίου, 37 ημέρες πριν τις προγραμματισμένες εθνικές εκλογές.

Η διαταγή ήταν: «εκτελέσατε Προμηθέαν» και το αποτέλεσμα η επιβολή στρατιωτικής δικτατορίας.

Λίγους μήνες αργότερα μετά από μια οπερετική κίνηση ο ανώτατος άρχοντας της χώρας εγκαταλείπει την Ελλάδα και θα παραμείνει εις το διηνεκές άνεργος. Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι αυτό ήταν το σπουδαιότερο κληροδότημα της δικτατορίας.

Από το θέρος του ’73 το στρατιωτικό καθεστώς των Αθηνών προχωρά σε μερικές κινήσεις που υποτίθεται θα επανέφεραν τη συνταγματική νομιμότητα.


Ο Νοέμβριος.

Σε κάθε περίπτωση τα γεγονότα του Νοεμβρίου δεν ήρθαν απρόσκλητα. Η βαναυσότητα του καθεστώτος, τα βασανιστήρια, η λογοκρισία είχαν δώσει το καλύτερο καύσιμο για να κινηθεί το όχημα της αντίστασης.

Το διάταγμα 1347 με το οποίο ανεξέλεγκτα οι αρχές σταματούσαν τη αναβολή στράτευσης των «ενοχλητικών» φοιτητών και τους υποχρέωναν να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία, αντί να αποδυναμώσει ή να τρομάξει το φοιτητικό κίνημα, πέτυχε το αντίθετο.

Οι καταλήψεις της Νομικής το χειμώνα του ’73 δείχνουν όχι μόνον τη δυναμική αλλά και την αποφασιστικότητα του κινήματος απέναντι σε ένα πανίσχυρο, αδιαπραγμάτευτο και αλύγιστο καθεστώς.

Στη διάρκεια του μνημόσυνου του ηγέτη της Ένωσης κέντρου, την πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου λαμβάνουν χώρα τα πρώτα επεισόδια. Το καθεστώς δεν κρύβει τις προθέσεις του. Απαντά, απροκάλυπτα με βία και οι εξελίξεις δρομολογούνται.

Ιστορικά το γεγονός σκεπάζεται από μια ειρωνεία. Ένας κεντρώος ηγέτης, πρωταγωνιστής στις ήττες των αγώνων της αριστεράς, πυροδοτεί μετά θάνατον τη δυναμική του αντίπαλου δέους.

Από την Τετάρτη το βράδυ, οπότε αποφασίζεται η κατάληψη του Ε.Μ.Π. δεν υπάρχει τρόπος επιστροφής και η πορεία των γεγονότων είναι πλέον αμετάκλητα συγκρουσιακή.

Σύντομα δυο γεγονότα αλλάζουν ολότελα τη μορφή του αγώνα. Τα αιτήματα χάνουν τον αποκλειστικά φοιτητικό τους χαρακτήρα, δίνοντας ένα έντονο πολιτικό κλίμα, ενώ ολοένα μεγαλύτερο πλήθος πολιτών συναθροίζεται στον περί του ιδρύματος χώρο.

Το δράμα κορυφώνεται από τη νύκτα της Παρασκευής και το οχυρό πέφτει λίγο πριν την 3η πρωινή του Σαββάτου όταν εισβάλει ένα AMX 30 άρμα μάχης του Ε.Σ. συνθλίβοντας στο διάβα του τη μεταλλική πόρτα, τη Mercedes του πρύτανη και ανθρώπινες σάρκες.

Οι εικόνες της εκκένωσης δεν τιμούν ιδιαιτέρως τα ένστολα, ένοπλα τμήματα, αν και δεν είναι λίγες οι ομολογίες για απίστευτες στιγμές ανθρωπιάς.

Για τους αριστερούς η πτώση του Πολυτεχνείου, είναι σαν την πτώση του Γράμμου, ίσως και σημαντικότερη από την άποψη το ’73 έλειπε το καπέλωμα του Κ.Κ.Ε.

Τα όπλα δεν σιγούν παρά αργά το Σάββατο. Τα πυρομαχικά που ξοδεύτηκαν ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες φυσίγγια κάθε διαμετρήματος, ενώ η συζήτηση για το πλήθος των νεκρών στοιχειώνει ακόμα και το σήμερα.

Η επίσημη έκθεση του Δημήτρη Τσεβά (Οκτώβριος ’74), κάνει λόγο για 15 επισήμως ανακοινωθέντες νεκρούς, για άλλους 3 πλήρως βεβαιωθέντες, για άλλους 6 βασίμως προκύπτοντες και αρκετούς άλλους πιθανολογούμενους.

Σε ότι αφορά το πλήθος των τραυματιών η ίδια έκθεση τους ανεβάζει σε 1.103 πολίτες και 61 αστυνομικούς, ενώ αναφέρει σχετικώς ότι: «σε τούτους δέον να προστεθούν και ανεξακρίβωτον πλήθος ετέρων πολιτών οίτινες ή εφυγαδεύοντο υπό των ιατρών ή ενοσηλεύοντο οίκοι, ή και ουδαμού προς νοσηλείαν κατέφευγαν, φοβούμενοι προφανώς δυσάρεστους δι' αυτούς ή τας οικογενείας των εξελίξεις.»

Ανεπισήμως κυκλοφορούν φήμες ότι είναι εκατοντάδες, ότι υπάρχουν ομαδικοί τάφοι, αλλά ελλείπουν τα στοιχεία.

Πέραν από τη μυρουδιά των δακρυγόνων, τα συντρίμμια των οδοφραγμάτων, τις φωτιές και τον κρότο των πυροβόλων όπλων και τα νεκρά κορμιά δυο ήταν τα θέματα που πλήγωσαν ακόμα βαθύτερα αυτόν τον τόπο.

Η βαρβαρότητα που ασκήθηκε σε τραυματίες, μέσα στα νοσηλευτικά ιδρύματα (η έκθεση Τσεβά είναι πλήρης καταθέσεων) από ένστολους και μη εκπροσώπους του καθεστώτος και η χονδροειδής απόπειρα του υφυπουργού τύπου της τότε κυβέρνησης να προσδώσει στο γεγονός έναν ιλαρό, ελαφρύ τόνο για το ποιόν των καταληψιών, και τους σκοπούς της εξέγερσης.

Γνωστά τέλος και τα σενάρια που αναπτύχθηκαν στο παιχνίδι της ανατροπής της κυβέρνησης στις 24 Νοεμβρίου και η πιθανή εμπλοκή των Αμερικανών σχετικά με το ελεύθερο πέρασμα των πολεμικών αεροσκαφών τους από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια του πολέμου της εξιλεώσεως (Γιόμ Κιπούρ 6 – 26 Οκτωβρίου 1973)


Σήμερα

Τριάνταέξι χρόνια αργότερα, το Πολυτεχνείο, στέκει ακλόνητο για όσους το έζησαν, το πίστεψαν, το πόνεσαν.

Υπάρχουν και άλλοι που το έζησαν, το πόνεσαν, το πίστεψαν αλλά το εξαργύρωσαν. Ανθρώπινο, κατανοητό. Ξεκινάς με οράματα, και καταλήγεις στον καναπέ αλλάζοντας κανάλια, ή στο κοινοβούλιο αλλάζοντας νομοσχέδια ή στην καρέκλα του υπουργού αλλάζοντας προμηθευτές. Κι αυτό ανθρώπινο.

Υπάρχουν κι’ άλλοι που το πολέμησαν με λύσσα, που το λοιδόρησαν. Eπίσης κατανοητό.

Τριάνταέξι χρόνια αργότερα, το Πολυτεχνείο αποτελεί (δυστυχώς ακόμα) την τελευταία ευκαιρία μιας κοινωνίας να ξεφύγει από τους εφιάλτες του παρελθόντος μιας και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της δεκαετίας του ’80 ήταν ένα παραμύθι που κατέρρευσε εύκολα, που κρύφτηκε σε κούτες pampers, που γκρεμίστηκε στα σκαλοπάτια ενός αεροσκάφους της Ολυμπιακής από ένα νεύμα ενός γηραιού ηγέτη που ήξερε πολύ καλά μόνο πώς να κουρσέψει τη ψήφο σου.

Ότι είχε μείνει όρθιο ισοπεδώθηκε τα επόμενα χρόνια από την λαίλαπα της κατανάλωσης, την Ευρωπαϊκή ιδέα, τα σκάνδαλα και τον δυτικό πολιτισμό που άλωσε οτιδήποτε Ελληνικό είχε απομείνει.

Τριάνταέξι χρόνια αργότερα, το Πολυτεχνείο, στέκει ακλόνητο για όσους το έζησαν, το πίστεψαν, το πόνεσαν, σαν ένας φάρος που όσοι τυχεροί τον βλέπουν θα έχουν την ατυχία ποτέ να μην τον φτάσουν.