Περί παιδείας & πολιτικής (28.08.2011) Print

Στις αλλαγές που πλήττουν δίκην καταιγίδας τον τόπο, ήρθε να προστεθεί και αυτή της παιδείας. Ο χώρος, είναι από τους πλέον ευαίσθητους και σημαντικούς για το παρόν το μέλλον ενός σύγχρονου κράτους.

Έχει περάσει μισός αιώνας από την εποχή που ο ανθός της ελληνικής νεολαίας, διεκδικούσε το 15% του κρατικού προϋπολογισμού, που απαιτούσε δωρεάν παιδεία, που διαδήλωνε μαχητικά. Με το φοιτητικό κίνημα φιμωμένο κατά τη επταετή διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας, οι διεκδικήσεις ήταν μια επικίνδυνη τακτική, ειδικά μετά το ’72 οπότε οποιαδήποτε διαφωνία με το καθεστώς μεταφραζόταν σε διακοπή της αναβολής και άμεση στράτευση των διαφωνούντων. Μια ποινή εξαιρετικά δυσάρεστη, κυρίως διότι ο στρατεύσιμος έφερε το χαρακτηρισμό του αντιφρονούντα, γεγονός που του επεφύλασσε μια θητεία ιδιαίτερα επώδυνη. Δεν ήταν τυχαίο το κεντρικό σύνθημα της φοιτητικής εξέγερσης του Πολυτεχνείου: «ψωμί παιδεία ελευθερία» που τοποθέτησε τη μόρφωση ανάμεσα στο δικαίωμα της αξιοπρεπούς επιβίωσης και το όραμα της ελευθερίας.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η έλευση της μεταπολίτευσης άλλαξε ολοκληρωτικά την εικόνα της εκπαίδευσης, ειδικά στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά κλιμάκια. Η εικόνα τους, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, δεν είχε καμιά σχέση με εκείνη του πρώτου μισού, καθώς η έντονη πολιτικοποίηση άλλαξε άρδην τα δεδομένα.

Επτά χρόνια αργότερα, με την ανάληψη της εξουσίας για πρώτη φορά από σοσιαλιστικό κόμμα, τον Οκτώβριο του ’81 και μέσα στο πλαίσιο της ευρύτερης «Αλλαγής» που υπερψήφισε σχεδόν ένας στους δύο έλληνες, συνεπαρμένοι από την αντίστοιχη συνθηματολογία, προέκυψαν και οι αλλαγές για την παιδεία με τον περίφημο νόμο πλαίσιο 1262/82.

Το επιδιωκόμενο τότε, ήταν να ακυρώσει την, κατά την κρίση πολλών, αυταρχική και κατέχουσα θέση αυθεντίας στο πανεπιστήμιο καθηγητικής έδρας, να σταματήσει την περιθωριοποίηση και στασιμότητα του υπόλοιπου επιστημονικού προσωπικού και να δώσει λόγο στη σπουδάζουσα κοινότητα.

Η σκέψη ήταν εναρμονισμένη με το πνεύμα της αλλαγής, η οποία ένοιωσε τον παλμό της αμφισβήτησης, την μεγαλύτερη συμμετοχή της βάσης στη λήψη αποφάσεων που την αφορούν και την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων. Η εφαρμογή της όμως, έφερε καινά δαιμόνια. Οι επικριτές της, καταλογίζουν πως οδήγησε τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα στο άλλο άκρο. Κατέστησε τη διαδικασία επιλογής πανεπιστημιακών διδασκάλων μια διακομματική υπόθεση, μετατρέποντας ταυτόχρονα, την εκλογή σε εμπορική πράξη. Συμμέτοχοι σε αυτές τις συναλλαγές έγιναν τόσο οι φοιτητικές παρατάξεις, όσο τα πολιτικά κόμματα και οι καθηγητικές ομάδες.

Σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα τα συμπεράσματα είναι πια εύκολα και η κριτική εκ του ασφαλούς. Εκείνο το μοντέλο όμως, στις μέρες μας, δεν είναι πια βιώσιμο. Αν το ζητούμενο ήταν και παραμένει ένα ελεύθερο, αυτοδιοικούμενο, αυτοπροστατευόμενο, εύρυθμο, Πανεπιστήμιο, το αποτέλεσμα δεν δικαιώνει τις προσδοκίες.

Στην εποχή μας, που πολλές σταθερές δοκιμάζονται, κάποια κεκτημένα είναι βέβαιο ότι θα θυσιαστούν. Το ζητούμενο είναι αν οι θυσίες μπορούν να γεννήσουν μια υγιή, αξιοκρατική και ατυχώς απαραίτητα πια, «εύστοχη» παιδεία.

Σε μια κοινωνία που η ανεργία αγγίζει επισήμως το εφιαλτικό 17% με τάσεις έτι περαιτέρω ανόδου, σε ένα διεθνές σκηνικό όπου η ύφεση φαντάζει σαν μια ανεξέλεγκτη απειλή, το αντικείμενο που κάποιος σπουδάζει πρέπει να συνδέεται με την αφομοίωση του μελλοντικού πτυχιούχου στην αγορά εργασίας. Αυτός είναι ο στόχος και αυτό απαιτείται για μια πετυχημένη πολιτική με μακροπρόθεσμα, σωστά αποτελέσματα. Τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα δεν είναι «ανοικτά πανεπιστήμια» όπου ο κάθε πολίτης δύναται, αν επιθυμεί, να επεκτείνει τον ορίζοντα της κουλτούρας του. Είναι δομικό στοιχείο της κοινωνίας, όπου ο τόπος επενδύει το μέλλον του, όχι μόνον με το επίπεδο της επιστημονικής κατάρτισης των αποφοίτων αλλά και με την έρευνα. Αν υποτεθεί ότι υπήρξαν «ευκολότερες» εποχές όπου οι ανοχές ήταν όχι μόνον ανεκτές αλλά και χρήσιμες σε ότι αφορά την πολυφωνία των Πανεπιστημίων, μα της ευρύτερης κοινωνίας, τώρα πια κάτι τέτοιο, δυστυχώς, δεν μπορεί να ισχύει.

Ούτε στον τόπο μας μπορεί να ευδοκιμήσει κάποιο φαινόμενο τύπου Michel Onfrey. Ο Νορμανδός συγγραφέας – φιλόσοφος, μετά από είκοσι χρόνια, στα καθηγητικά καθήκοντα, παραιτήθηκε από το Γαλλικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ιδρύοντας στην Caen λαϊκό Πανεπιστήμιο με σκοπό να διδάξει, μαζί με άλλους συναδέλφους του, φιλοσοφία. Το Université Populaire, έτσι ονομάζεται το πανεπιστήμιό «του», είναι ανοικτό στον οποιοδήποτε δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να αφομοιωθεί στο κρατικό σύστημα, ενώ ο ιδρυτής του, αρνήθηκε, καθοδηγούμενος από λόγους αρχής, κάθε είδους κρατική βοήθεια από το δημόσιο. Οι οικονομικοί πόροι που κάνουν το ίδρυμα να εργάζεται προέρχονται από τις εκδόσεις του και μέχρι στιγμής το εγχείρημα γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Τα βιβλία του έχουν τεράστια απήχηση στη Γαλλία και έχουν μεταφραστεί σε 13 γλώσσες.

Το αν είναι ο σωστός δρόμος, αυτός της εισόδου ιδιωτών στη διοίκηση των σχολών και στα συμβούλια είναι ένα σοβαρό θέμα. Διότι μέσα από αυτή την διαδικασία, ίσως το «Καποδιστριακό» ή το «Αριστοτέλειο» μετά από 10 - 15 έτη να φέρουν διπλή ονομασία όπου θα φιγουράρει και το εμπορικό όνομα των χορηγών, σε συνδυασμό μάλιστα με την πρόταση να ιδρυθούν επώνυμες έδρες από κληροδοτήματα. Αυτό για κάποιους είναι εφιάλτης, ειδικά αν δίπλα στο όνομα του Πανεπιστημίου βρεθεί το όνομα ενός προϊόντος, ενός καταναλωτικού αγαθού. Κατανοητή η ανησυχία.

Από την άλλη αν μέσα από αυτή την πορεία, το κάθε πανεπιστήμιο αποκτήσει ευλειτουργία, αξιοπιστία και τα διπλώματά του αποτελούν βαριά χαρτιά στην παγκόσμια αγορά εργασίας, γιατί θα πρέπει απαραίτητα να την απαρνηθούμε σαν πιθανή εξέλιξη, από τη στιγμή μάλιστα που το κράτος, ή καλύτερα το δημόσιο δεν φαίνεται ικανό, την παρούσα στιγμή, να τα πραγματοποιήσει. Ένας ηρωικός θάνατος δεν ήταν ποτέ καλύτερος από μια κόσμια συνέχεια.

Στο σημείο αυτό, κάποιοι θα κάνουν λόγο για την πρόταση περί του συμβουλίου διοίκησης. Θα υποστηρίξουν ότι διορίζεται με ασαφή κριτήρια, όπως και για το το ρόλο της Συγκλήτου που υποβαθμίζεται, ενώ φοβούνται πως, ουσιαστικά καταργείται το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου. Ένας θεσμός, κοινωνική κατάκτηση η οποία κατοχυρώνεται από το άρθρο 16 του Συντάγματος. Θα καταλήξουν δε, πως η έννοια του ολοκληρωμένου επιστήμονα με πτυχίο θα αντικατασταθεί από «φακέλους προσόντων» που θα μπορούν να συλλέγονται από διαφορετικά και μη συναρτημένα προγράμματα σπουδών. Αυτό θα οδηγήσει σε συρρίκνωση του δικαιώματος της νέας γενιάς για ορθολογική, ευρεία και συστηματική πανεπιστημιακή μόρφωση, αλλά ταυτόχρονα σε έκπτωση δικαιώματός της για αξιοπρεπή εργασία.

Το θέμα του ασύλου επίσης είναι αιχμηρό. Λογικό και ευαίσθητο κληροδότημα μιας άλλης περιόδου, έχει εν πολλοίς αποτελέσει κάτι σαν την Λυδία λίθο αναγνώρισης δημοκρατικών προθέσεων.

Τα πληρωμένα όμως από τα δημόσια ταμεία, δηλαδή από τον φορολογούμενο πολίτη, εργαστήρια, οι εξοπλισμοί, και η προίκα του κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος δεν είναι κατανοητό να καίγονται, καταστρέφονται, εκπαραθυρώνονται, από άτομα άσχετα με την ακαδημαϊκή ιδιότητα, στο βωμό του ασύλου. Η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι μια απαραίτητη συνθήκη αλλά και η λεηλασία του απροστάτευτου δημόσιου πλούτου κάτι ακραία επώδυνο Ειδικά όταν γίνει αντιληπτό, ότι ο αόριστος όρος «δημόσιος πλούτος» έχει δημιουργηθεί από τις φορολογικές εισφορές πολιτών που έχουν εργασθεί, κοπιάσει, συνεισφέρει. Στην περίπτωση όμως που η φοιτητική κοινότητα θέλει να προασπίσει οποιαδήποτε έννοια του άσυλου πρέπει ταυτόχρονα να φανεί ικανή να υπερασπίσει και το δημόσιο πλούτο που μεταχειρίζεται ή διαχειρίζεται.

Τριβές θα δημιουργήσει και η ρύθμιση του θέματος της απώλειας της φοιτητικής ιδιότητας, λόγω παράτασης του χρόνου φοίτησης. Σε μια κοινότητα όπου δεν είχε θιχθεί κάτι παρόμοιο, το 2007 έγινε η πρώτη απόπειρα, είναι βέβαιο ότι θα ενοχλήσει, όσο «μαλακή» κι αν είναι η ρύθμιση, όσο λογική και αν ακούγεται.

Τέλος εξαιρετικά λεπτό είναι και το θέμα του πόσο δωρεάν θα παραμείνει η παιδεία. Οι πρόσφατες ταραχές στην Μ. Βρετανία για την απόφαση της κυβέρνησης να τριπλασιάσει (σχεδόν) τα δίδακτρα καθιστούν την κάθε απόφαση κρίσιμη, καθώς τα νέα κριτήρια αντίδρασης, ταξικά αυτή τη φορά, θα πυροδοτήσουν έντονο κλίμα πάνω σε ένα θέμα με περισσότερο ηθική παρά φοιτητική, νομική ή πολιτική βάση.

Το πρόσφατο νομοσχέδιο για την ανώτατη παιδεία, φέρει τη σφραγίδα της σύμπλευσης της συμπολίτευσης με την αντιπολίτευση. Τα φύλλα κάνουν λόγο για ένα πρωτοφανές, από τις μέρες της μεταπολίτευσης, γεγονός. Ονομάστηκε «ιστορική συναίνεση». Αυτό μπορεί να είναι θετικό, αν υποτεθεί ότι σηματοδοτεί μια ειλικρινή αφετηρία συμφιλίωσης ανάμεσα στα κόμματα που διεκδίκησαν και μοιράστηκαν την εξουσία τα 37 τελευταία έτη. Μπορεί και αρνητικό αν πάνω στο ευαίσθητο πεδίο της παιδείας εκτελούνται πολιτικές μανούβρες. Πάντως, είναι αρκετά περίεργο πως ένα σοσιαλιστικό κίνημα μπορεί να συμφωνήσει, σε ένα τόσο αιχμηρό θέμα, με μια κεντροδεξιά παράταξη.

Σε κάθε περίπτωση τα αντανακλαστικά της κοινωνίας αλλά και του τμήματος της ακαδημαϊκής κοινότητας που διαφωνεί, αποτυπώθηκαν σε μια σειρά σκίτσα του Γιάννη Ιωάννου ο οποίος με την συνήθη του αιχμηρότητα, απαισιοδοξία αλλά και βαθιά ανθρωπιά, σκιαγραφεί την αρνητική πλευρά των μεταρρυθμίσεων. Δημοσιεύτηκαν στο «Έθνος» και ασμένως τα αναρτούμε…

Με την ίδια ευκολία που γράφουμε τώρα για τον νόμο πλαίσιο του ’82, ευκολία που εκπορεύεται από την πολυτέλεια να το κρίνουμε τριάντα χρόνια αργότερα, η επόμενη γενιά θα κάνει την κριτική της για το τρέχον νομοσχέδιο στο μέλλον. Ας ελπίσουμε ότι η κρίση της θα είναι θετική, διότι ούτε σε αυτόν τον τομέα υπάρχουν περιθώρια για άλλα σφάλματα, για περαιτέρω απώλειες ευκαιριών.

Όπως και να έχει το θέμα, η σκληρότητα των καιρών δεν πρέπει να μας οδηγεί σε απεμπόληση στοιχειωδών ελευθεριών και δημοκρατικών διαδικασιών. Ούτε σε συρρίκνωση επιθυμιών, διεκδικήσεων και φοβισμένη συμπεριφορά. Τουναντίον, η λογική και η καλή ακοή, είναι χρήσιμα εργαλεία για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Φτάνει να χρησιμοποιούνται από όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές.


Αναρτήθηκε και στο ethnos.gr