Δυτική Μακεδονία - Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2015 Print

Δυο μέρες με άσχημο καιρό, δυο κρύες βροχερές νύχτες, μερικές κουβέντες, πολλά χιλιόμετρα, και περισσότερες σκέψεις για αυτό το κομμάτι της Ελληνικής γης. Στοιχεία αρκετά,  για να γραφτεί κάτι.

Η αναχώρηση από το κλεινόν άστυ έγινε υπό βροχή, που μας συντρόφευε, μαζί με πυκνή νέφωση, ενίοτε με ομίχλη, όλη την μέρα και την επερχόμενη  νύχτα. Κακές συνθήκες για ταξίδι, μα οι ελάχιστες στεγνές στιγμές και η αραιή κίνηση στο εθνικό δίκτυο, μαλάκωσε κάπως  τις  εντυπώσεις από τα καιρικά φαινόμενα. Μέσα Φθινοπώρου και ένας πρώιμος χειμώνας ερχόταν αιφνιδιαστικά, για να διώξει την όποια γλύκα μιας μεταβατικής εποχής.

Αρκετά τυχεροί ώστε στο πέρασμα  μας από τη Χαραυγή Κοζάνης, μια απρόσμενη ανακωχή της βροχής έδωσε το δικαίωμα μιας επίσκεψης στην παρατημένη πολιτεία. Σε ότι είχε περισσέψει τουλάχιστον από αυτήν, αφού τα τελευταία κτίρια είχαν κατεδαφιστεί πριν τέσσερις μήνες. Μόνον ο εγκαταλελειμμένος ναός και ένα παράπηγμα που φιλοξενούσε έναν εύχαρη -παρά τα τις άθλιες συνθήκες ζωής του- αλλοδαπό έχουν παραμείνει όρθια. Ο ναός άδειος, παγωμένος, φιλοξενούσε σμήνη πουλιών. Ο αλλοδαπός έφευγε χαμογελαστός για «ντουλειά».


Στο σκοτεινό φόντο οι καμινάδες των ηλεκτροπαραγωγών μονάδων παρήγαγαν το  λευκό, πυκνό, καπνό τους, ενώ διάχυτη ήταν η αίσθηση του καμένου λιγνίτη. Η ευρύτερη περιοχή είναι ο ενεργειακός πνεύμονας της Ελλάδας. Έχει την τύχη, συνάμα και την ατυχία να είναι πεντάπλουτη σε επιφανειακά κοιτάσματα λιγνίτη. Τύχη διότι εξασφαλίζει φτηνή πρώτη ύλη για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ατυχία διότι θεωρείται ο πιο βρώμικος, πιο επιβαρυντικός τρόπος. Βέβαια οι κάτοικοι του Πρίπριατ και της Φουκόσιμα ίσως, επ’ αυτού, να έχουν άλλες απόψεις.

Το θέμα είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, γιατί έχει να κάνει με τη φύση της ηλεκτρικής ενέργειας που δεν αποθηκεύεται, την αδυναμία, πλέον, για εθνικές αποφάσεις, την ισορροπημένη ευαισθησία για το περιβάλλον και άλλα απόμακρα στοιχεία που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε άρα δεν είναι και τόσο βοηθητικά.

Συνέχεια με την αναμέτρηση ανάμεσα σε βροχή και ήλιο, που μας χάρισε μερικά ουράνια τόξα, μα τελικά η βροχή επικράτησε. Η πρώτη δύση, μας βρήκε στη λίμνη Ζάζαρη, με φόντο το Λιμνοχώρι. Υπό βροχή βεβαίως.

Πόζαρε το Volvo XC 90 D5 έτσι, σαν να επιθυμούσε να αποδείξει ότι  κανένας καιρός δεν το εμποδίζει. Στο ίδιο σημείο ένας ουρανός κόκκινος, ματωμένος, αποτέλεσμα του συνδυασμού της νέφωσης και του τεχνητού φωτισμού ήρθε να θυμίσει στον ψηλό της παρέας το the sky is crying του Steve Ray Vauhgan, άλλη μια πληγωμένη ιστορία αγάπης.  Ένας τέτοιος, παρόμοιος καιρός, ένα τέτοιος κλειστός από νέφωση ουρανός, στέρησε τη ζωή πριν 25 χρόνια, στον θεωρούμενο ως κορυφαίο κιθαρίστα της blues.

Επιστροφή στο Ξινό νερό και πριν την  διανυκτέρευση στον φιλόξενο ξενώνα του Νίκου Κοντοσώρου, προηγήθηκε ένα δείπνο, προετοιμασμένο υπό τις φροντίδες του,  τόσο πλούσιο και τόσο νόστιμο που ξύπνησε το πνεύμα του Γαργαντούα.


Η επόμενη μέρα,
είχε, σιδηροδρομικούς σταθμούς, λίμνες και πολιτείες. Πρώτα στο Αμύνταιο, όπου στον σταθμό μονάχος  του ο σταθμάρχης για να εξυπηρετήσει τα τρία σε καθημερινή βάση δρομολόγια. Τρίαντα χρόνια στον Ο.Σ.Ε. έχει περάσει από όλους τους σταθμούς της Μακεδονίας. Ψυχή άλλη δεν υπήρχε κάτω από τον βαρύ ουρανό στο σταθμό.

Στη συνέχεια περνώντας, ανάμεσα από τις λίμνες Πετρών και Βεγορίτιδας, εκεί που από την αρχαιότητα δεσπόζουν φημισμένοι αμπελώνες, μέχρι τον Αγ. Παντελεήμονα και  ακολούθως  την όμορφη παραλίμνια διαδρομή έως την Άρνισσα.

Στο σιδηροδρομικό σταθμό το γραφείο του σταθμάρχη κλειστό και δυο αλλοδαποί  περίμεναν το τραίνο. Εισιτήριο εκδίδεται μετά την επιβίβαση. Από κοντά και οι σύγχρονες ταμπέλες για τη συμβολή της Ε.Ε. στη χρηματοδότηση των έργων ανάπλασης, αταίριαστες, αισθητική ανορθογραφία στο σκηνικό.

Με τον καιρό βαριά συννεφιασμένο και μια αραιή βροχόπτωση, ένα μελαγχολικό συναίσθημα έρχεται απρόσκλητο μέσα από χαμένες εικόνες και ενισχύεται έτι περαιτέρω από το πλήθος των πεσμένων μήλων στις εκτάσεις με τις μηλιές.

Μέσω του ημιορεινού περάσματος της Βεύης και της Κέλλης, άφιξη στη Φλώρινα.
Έβλεπα το όνομα του Μητροπολίτη σε δρόμο της πόλης. Έτσι συμβαίνει μερικές φορές. Ζεις ένα βίο ταραχώδη, συγκρουσιακό και κάποια στιγμή αφού εγκαταλείπεις τα εγκόσμια μετατρέπεσαι σε δρόμο ή  άγαλμα, σε ίδρυμα ή σχολή,  σε νοσοκομείο ή γραμματόσημο. Δοξάζεσαι ή περιθωριοποιήσαι. Ενίοτε και τα δυο.

Ο Αυγουστίνος Καντιώτης ανήκει σε αυτήν, την τελευταία περίπτωση. Στιγμάτισε μια εποχή και ένα τόπο. Ο αποκαλούμενος και «Χομεϊνί της Φλωρίνης» δέσποσε για κάτι περισσότερο από τρεις δεκαετίες σε ένα πολύ ευαίσθητο χώρο, με έναν πολύ επιβλητικό τρόπο.

Σε μας, τους κατοίκους της Πρωτεύουσας, όλα αυτά ήταν αδιάφορα ή ακόμα και άγνωστα και ήρθαν κάπως κοντά μας, τον Δεκέμβριο του ΄90, όταν ο Θ. Αγγελόπουλος ανέβηκε μαζί με το συνεργείο του στη Φλώρινα, για να γυρίσει το «Μετέωρο βήμα του Πελαργού». Ο Μητροπολίτης, έχοντας διαβάσει το σενάριο, που μυστηριωδώς είχε έρθει στην κατοχή του και κατά την κρίση του ήταν ανθελληνικό και αντικληρικό δημιούργησε εφιαλτικό κλίμα.

Η πόλη γέμισε μαύρες σημαίες, είχαν αναρτηθεί πλακάτ, πανώ, οι καμπάνες χτυπούσαν πένθιμα, συλλαλητήρια διοργανώνονταν, και ο επίσκοπος στην κορφή όλων με την στεντόρεια φωνή του, μπροστά από ένα παλλόμενο πλήθος χιλίων ατόμων να απειλεί: «θα πέσουν κεραυνοί». Με λίγες λέξεις έκανε τη ζωή των συνεργείων, κόλαση.

Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, ο Αγγελόπουλος μετονομάστηκε σε «Διαβολοπούλος» μα η δημιουργία του πήγε στις Κάννες. Παίχτηκε σε δεκάδες χώρες, γνώρισε επιτυχία, αλλά το μένος του Αυγουστίνου δεν ησύχασε ούτε αφορίζοντας τον σκηνοθέτη και τον πρωταγωνιστή.

Στα 66 του τότε χρόνια, ο Marcello Mastroianni, είχε σχολιάσει για τον 84χρονο κληρικό: «Τι φοβερή φωνή. Τι ένταση για έναν ηλικιωμένο. Θα μπορούσε να παίξει δραματικούς ρόλους με απαιτήσεις». Ο πρωταγωνιστής της Dolce Vita και του 8½, εκείνη η μετενσάρκωση της Λατινικής γοητείας, είχε μπροστά του μόλις έξι ακόμα χειμώνες. Ο Αυγουστίνος αν και 17 χρόνια μεγαλύτερος θα ζούσε άλλα 14 μετά τον θάνατο, του αφορεσμένου Ιταλού ηθοποιού.

Ο Μητροπολίτης δεν ήταν μόνος του σε εκείνες τις ακραίες τοποθετήσεις του. Όπως επίσης δεν έπεσε σε όλα, όσα μελλοντολογούσε, έξω. Υπάρχουν πολλοί στις μέρες μας, που χωρίς να είναι καν θρησκευόμενοι θα συμφωνήσουν, κατόπιν εορτής, με τον αντιευρωπαϊσμό του. Πριν από είκοσι χρόνια, όταν από άμβωνος κατακεραύνωνε την τότε Ε.Ο.Κ.  προδικάζοντας την μελλούμενη εξουσία του: «μία γνώμη, μια γλώσσα, ένα νόμισμα» καταλήγοντας στο: «όλα θα είναι μια γνώμη» πολλοί θα τον χαρακτήριζαν γραφικό. Σήμερα;

Δεν επιδιώκω να μετριάσω το Μεσαιωνικό Modus vivendi, ούτε να δικαιολογήσω τον φανατισμό του Μητροπολίτη. Εξ άλλου η Ορθοδοξία, όπως τουλάχιστον τη θυμάμαι από τις διδαχές του Δημοτικού, που περικλείεται ανάμεσα στο «αγαπάτε αλλήλους» και στο «γύρνα και το άλλο μάγουλο», δεν αντέχει σε φανατισμούς, κυρίως διότι έτσι αυτοαναιρείται.

Τα σκεπτόμουν όλα τούτα βηματίζοντας, δίπλα στον ποταμό Σακουλέβα, δίπλα σε εκείνο το καταπληκτικό κομμάτι της πόλης που αγωνίζεται να διατηρηθεί. Φλώρινα. Πολύ ιδιαίτερος τόπος. Υπάρχουν  αδιέξοδα. Δεν λύνονται. Κάποια τα σβήνει, ή έστω τα απαλύνει ο χρόνος.

Λίγο αργότερα, ήρθε αυτό το καταπληκτικό κομμάτι από την άνω Υδρούσα έως  το Νυμφαίο, μια ανεπανάληπτη διαδρομή μέσα στο πυκνό δάσος από οξιές και δρυς, στεφανωμένο από την ομίχλη, στρωμένο με φύλλα, σαν απόπειρα, να απομακρύνει ότι δυσκολεύεσαι να αντιληφθείς. Έτσι φτάνεις στην ορεινή, κοσμική πια, πολιτεία. Έρημη, άδεια, υπό συνεχή βροχή, πνιγμένη στη χαμηλή νέφωση, περίμενε ανυπόμονα αυτό που ορίζεται ως άνοιγμα της χειμερινής σεζόν.

Λίγο νωρίτερα, στη Δροσοπηγή, ο ταξιδιώτης αντικρίζει ένα γοητευτικό γήπεδο ποδοσφαίρου σε φυσικό σκάμμα, με καταπράσινο χορτάρι, με προβολείς, μαγευτικό μαντεύω, για νυκτερινά παιχνίδια μέσα στο καλοκαίρι.
Η μέρα έκλεισε, όπως άρχισε. Ανάμεσα σε δυο λίμνες. Τη Ζάζαρη και τη Χιμαδίτιδα με τον περιλίμνιο δρόμο της δεύτερης, χωμάτινο, βατό παρά τις βροχές και ενδιαφέροντα, για εξερεύνηση με το τελευταίο φως.

Ήρθε και το βράδυ, πάλι με τα «μαρτύρια του Κοντοσώρου» όπου δεν μπορείς να αρνηθείς τις νοστιμιές του και σηκώνεσαι από το τραπέζι υπερπλήρης. Κάπου εκεί ήρθε η κουβέντα για το «Ξινό νερό», μια Δημοτική επιχείρηση, εδώ και αρκετά χρόνια.

Που δεν υπάρχει η αγωνία, η θέληση που συνήθως επιδεικνύουν οι επιχειρηματίες για να ζωντανέψει, να προχωρήσει η δουλειά. Που το εργοστάσιο κλείνει το Σαββάτο και την Κυριακή. Που ποτέ δεν υπάρχει η πρόνοια για να μεγαλώσει η παραγωγή όταν, ιδίως το καλοκαίρι,  δεν καλύπτει τη ζήτηση και τόσα άλλα που. Κι άλλο αδιέξοδο σκέφτηκα, μέσα στην αχλή του τοπικού Ξινόμαυρου.

Από την μια, ως Χάρυβδη, το ολότελα αποτυχημένο μοντέλο της κρατικής επιχειρηματικότητας, κι' από την άλλη, ο φαύλος κύκλος της ανισότητας του καπιταλισμού. «Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι» που διερωτάται και ο Μάνος Ελευθερίου στο αριστουργηματικό του «Μαλαματένιο λόγια.»


Η τελευταία μέρα.


Με την κακοκαιρία να έχει υποχωρήσει, με τα φαινόμενα να έχουν κοπάσει, ήταν βέβαιο ότι ο ανθός του κρόκου θα άνοιγε και οι εκτάσεις γύρω από το ομώνυμο χωρίο θα γέμιζαν από ανθρώπους που θα έκαναν τη συγκομιδή. Σκυφτοί επί ώρες, σε μια στάση καθόλου ξεκούραστη, με τα δάκτυλα να χρωματίζονται έντονα από τους στήμονες, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας συνέλεγαν τα άνθη και τα στοίβαζαν σε κουβάδες.

Πολύτιμο προϊόν, χαρακτηρισμένο και ως χρυσάφι της Ελληνικής γης, εναρμονισμένο στο σύγχρονο πνεύμα, με αντιθρομβωτικές, αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Ακριβό στον τελικό καταναλωτή, με ζήτηση που υπερβαίνει την κατανάλωση.

Σ' όλες οι πτυχές της γης από το χωρίο μέχρι πέρα, τις ακτές της λίμνης του Πολυφύτου, της τεχνητής λίμνης του Αλιάκμωνα που δημιουργήθηκε μόλις 42 χρόνια νωρίτερα, διακρίνονται άνθρωποι πάνω από τα χρωματιστά χωράφια να συλλέγουν άνθη.

Στη δυτική άκρη της λίμνης λίγα χιλιόμετρα πριν την γέφυρα του Ρυμνίου, στο δυτικό άκρο του χωριού Αιανή, βρίσκεται το ομώνυμο Αρχαιολογικό Μουσείο. Άλλος ένας χώρος που είναι αδύνατον να ξεφύγεις ασυγκίνητος. Καλύπτει μια αρκετά μεγάλη χρονική περίοδο που ξεκινά από την ύστερη εποχή του χαλκού για να φτάσει στους ρωμαϊκούς χρόνους. Είναι η διαχρονική εξέλιξη της αρχαίας Αιανής πρωτεύουσας της Ελιμιώτιδας, ενός βασιλείου από τα ισχυρότερα της Άνω Μακεδονίας και της ευρύτερης περιοχής .

Όπως αναγράφεται στην ιστοσελίδα του Δήμου Κοζάνης είναι μια ζωντανή κιβωτός πολιτισμού, που φέρνει σε επαφή τον επισκέπτη με τον ιστορικό και αρχαιολογικό πλούτο του τόπου. Εκεί φυλάσσονται και εκτίθενται τα σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα που συνεχώς έρχονται στο φως με τη συστηματική αρχαιολογική έρευνα, ιδιαίτερα μετά το 1983. Κομψοτεχνήματα, τα οποία μαρτυρούν την μακρότατη εξέλιξη της τέχνης, που είναι η κοινή με την τέχνη και τον πολιτισμό της Νότιας Ελλάδας. Γεγονός που αποδεικνύει, κατά πως μας τα λένε οι αρχαιολόγοι, την ενότητα της ελληνικής φυλής.

Καθώς η μέρα είχε μικρύνει,  ίσα που προλάβαμε με το τελευταίο φως, να αντικρίσουμε προς στο δρόμο για την Καλαμπάκα, το μοναστήρι του Αγίου Νικάνορα σε απόκρημνη όχθη του Αλιάκμωνα. Το σκοτάδι είχε πέσει. Οι βράχοι των Μετεώρων αφώτιστοι, σημάδι του τέλους της ακμής της τουριστικής περιόδου ή της ύφεσης ή και τα δυο μαζί.

Επιστροφή στον κλεινόν άστυ που περνούσε κι αυτό με τη σειρά του, ανεπίστρεπτα, μελαγχολικά, στο φθινόπωρο.