1200 + χιλιόμετρα με την 1200 GS - 12 Ιουνίου 2013 Print

Η προηγούμενη φορά που βρέθηκα στο νησί των Φαιάκων με BMW ήταν πριν από 50 χρόνια. Μόνο που εκείνο το BMW είχε κάτι παραπάνω από διπλάσιο πλήθος τροχών λίγα περισσότερα από τα μισά κυβικά και αρκετά λιγότερο από τη μισή ισχύ.

Αύγουστος του ’63, ολονύκτιο ταξίδι, ξαπλωμένος εγκάρσια, στο μικρό χώρο των πίσω καθισμάτων που είχαν αφαιρεθεί από το κόκκινο BMW 700. Πάνω από κάποιο τακίμι λάστιχα, μια τάβλα, μερικές πετσέτες και κάτω από την υπόλευκη ταπετσαρία του ουρανού. Με το μοτεράκι λίγα εκατοστά πιο πίσω να γουργουρίζει τα λίγα άλλα ζωντανά, αερόψυκτα κυβικά του. Μάλλον με νανούριζε όμορφα, διότι θυμάμαι τα πατρικά χεριά από καιρού εις καιρόν να με ξαναβάζουν στο κέντρο αυτής της πρωτότυπης κλίνης, αφού με τις επιταχύνσεις, τις επιβραδύνσεις, τις στροφές μαζευόμουν σαν σακί στις γωνίες.

Ο πατέρας πάντως επέστρεψε απογοητευμένος αγωνιστικά από εκείνο το ταξίδι. Εγκατάλειψη και μικροζημιές σε εκείνο το κόκκινο τετράτροχο κουκλί. Αντιθέτως, εγώ το θυμάμαι ως μια ευχάριστη περιπέτεια.

Ηταν η τελευταία φορά που ανεβήκαμε με BMW. Ολες οι υπόλοιπες χρονιές, ανελλιπώς από το ’66 έως και το ’71, ήταν με Cooper. Τις προσπερνώ διότι θα χρειαζόμoυν πολλά ΜΒ για τη διήγηση.

 


Σαββάτο 24 Αυγούστου 1963. Το 700 στη διαδικασία των δοκιμών κατάταξης ενω στρίβει στην Ιόνιο βιβλιοθήκη

 

Μισό αιώνα αργότερα

Εχουν ήδη μεσολαβήσει δεκάδες επισκέψεις. Αρκετές από αυτές δίτροχες. Με 750 FZR, με Transalp, με διάφορες Africa, με 990 Adventure... Ετσι η τελευταία, μέχρι στιγμής, θα με ξαναγυρίσει στον αστερισμό της «προπέλας».

Αν υπάρχει μια ιδανική εποχή, μια ιδανική χώρα για να χαρείς μοτοσικλετιστικές διαδρομές, δεν θα είναι παρά η Ελλάδα την άνοιξη. Βάζω στην εξίσωση και την τελευταία 1200 GS και ανοίγουμε, by wire, το γκάζι.


Το ότι δεν είναι καλή ιδέα να ταξιδεύεις Μεγάλη Πέμπτη είναι βεβαιωμένο και δεδομένο. Ειδικά στον δυτικό οδικό άξονα, όπου παραμένει το αγκάθι του τμήματος Κορίνθου – Πατρών. Με την ύφεση να έχει σταματήσει και τούτο το έργο οδοποιίας, οι συνθήκες μας μεταφέρουν σε προηγούμενες δεκαετίες, όπου όμως και το πλήθος των οχημάτων ήταν μικρότερο και οι ταχύτητες χαμηλότερες. Αν όμως ο καιρός είναι καλός και επιβαίνεις δίτροχου οχήματος το πρόβλημα αμβλύνεται. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το φέρι κρίνεται πιο ευπρόσδεκτο από τη γέφυρα. Μετά δυο ώρες προσεκτικής οδήγησης, το μισάωρο πάνω στην «παντόφλα», με την αύρα του Πατραϊκού να δροσίζει το πρόσωπο, κρίνεται λίαν αναγκαίο και ευχάριστο.

Το υπόλοιπο τμήμα,

μέχρι την πρωτεύουσα της Θεσπρωτίας, έρχεται να επαληθεύσει την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι θα ήταν βολικότερο να είχε ολοκληρωθεί το σύνολο της Ιωνίας οδού, παρά η εντυπωσιακότερη μεν, αλλά λιγότερη λειτουργική στην ευρύτερη συγκοινωνιακή αντίληψη, σύζευξη. Οι ατελείωτες ουρές αυτοκινήτων πίσω από φορτηγά και λεωφορεία στα πρώτα 40 – 50 χιλιόμετρα επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό. Αναλογίζομαι την τύχη μου καθώς καταπίνω ολόκληρα τρενάκια από προπορευόμενα οχήματα, βολεύομαι στο ρεύμα μου και στην πρώτη «τρύπα», αξιοποιώντας τα τεράστια αποθέματα ισχύος της GS πάλι τα ίδια. Οχι χωρίς άγχος, καθότι άδηλαι αι βουλαί του άγνωστου χειριστή τετράτροχου.

Με τη θερμοκρασία στα πεδινά της Δυτικής Ελλάδας να ξεπερνά κατά τόπους τους 34 βαθμούς, τη δεύτερη μόλις μέρα του Μαΐου, θυμίζει περισσότερο ζεστή καλοκαιρινή μέρα παρά κάτι από τη δροσιά της άνοιξης.

Οι ουρές των αυτοκινήτων στο λιμάνι της Ηγουμενίτσας, είναι τεράστιες. Η αναμονή των τετράτροχων ταξιδιωτών, τη συγκεκριμένη μέρα και ώρα κρατά από δυο έως τρεις ώρες. Με το δίτροχο αναχωρείς με το πρώτο. Δυστυχισμένη, η αναλογία πάντως. Στα υπέρ, διακόσια αυτοκίνητα που χωρούν στα δυο deck του roro «Νικόλας» μόλις 6 μοτοσικλέτες. Οι δυο αλλοδαπών.


Κάπου στο μέσον της απόστασης των 18 μιλίων που χωρίζουν την ηπειρωτική χώρα από το βορειοδυτικότερο νησί της Ελλάδας, ένα καλοδεχούμενο βοριαδάκι έρχεται να δροσίσει την απρόσμενα ζεστή ατμόσφαιρα. Η πρώτη μέρα θα κλείσει με ένα βραδινό στον Άγιο Μάρκο, στο σχετικά εγκαταλειμμένο, λόγω κατολισθήσεων, χωριό, που σιγά σιγά όμως επανακτά ζωή.

Μ. Παρασκευή

Ξεκίνησε κατά παράδοση. Με ένα φιλμ λεπτής νέφωσης να καλύπτει τον ουράνιο θόλο, να συμβάλλει στην πένθιμη ατμόσφαιρα. Λίγα χιλιόμετρα προς Βορρά αποκαλύπτουν την ομορφιά της κερκυραϊκής φύσης μαζί με τη δροσιά μια βουτιάς. Γλυφάδα, Παλαιοκαστρίτσα, Λάκωνες, Αϊ- Γιώργης των Πάγων και Τρουμπέτα. Απόπειρα να βρω τη διαδρομή της ανάβασης που μπήκε μια και μόνη φορά στο καλεντάρι του Πανελληνίου πρωταθλήματος, το '71 απέτυχε. Εχει αλλάξει τόσο η διαμόρφωση των δρόμων, έχουν διαπλατυνθεί, μετά από 40 τόσα χρόνια που δεν υπάρχουν πολλά σημεία αναφοράς.

Στο κέντρο της πόλης ο πρώτος Επιτάφιος θα βγει λίγο μετά τις δύο το μεσημέρι, ενώ ο τελευταίος μετά τις δέκα το βράδυ. Από εδώ αρχίζει να ξετυλίγεται η διαφορετικότητα του κερκυραϊκού Πάσχα. Από τις μουσικές των φιλαρμονικών που έρχονται και χάνονται ανάμεσα στα καντούνια, μέχρι το βράδυ που θα βγει ο τελευταίος, αυτός της Μητρόπολης, με τη χορωδία, την «παλαιά», την «κόκκινη» Φιλαρμονική, τις τόρτσες, τα μανουάλια, συνοδευόμενος και από σχολεία, τμήματα προσκόπων και οδηγών. Ξεχωριστός, επιβλητικά πένθιμος Επιτάφιος, με το βήμα της Φιλαρμονικής να προσθέτει και αυτό στο κλίμα. Κόσμος πολύς παντού, το κέντρο της πόλης αποκλεισμένο από την είσοδο των τροχοφόρων. Οι πλατείες, οι δρόμοι, τα καντούνια φορτωμένα με κάθε λογής παρουσίες.


Μ. Σάββατο

Από νωρίς ακόμα πιο πολύ κόσμος. Η «Παλιά» Φιλαρμονική κατά παράδοση παίζει τον «Amlet», μια πένθιμη μάρτσια του Franco Faccio. Ακολουθεί το πένθιμο εμβατήριο «Calde Lacrime» (καυτά δάκρυα) του Cesare De Michelis από τη Φιλαρμονική «Μάντζαρος» και από τη Φιλαρμονική Καποδίστριας το «Marcia Funebre» από την «Ηρωική» του Μπετόβεν. Κατανυκτικά. Εκατοντάδες κινητά στον αέρα, ταμπλέτες και ψηφιακές κάμερες να απαθανατίζουν τις στιγμές. Συναγερμοί αυτοκινήτων ενεργοποιούνται από τις χαμηλές συχνότητες. Ο κόσμος συρρέει από παντού συνέχεια. Σλαβικές διάλεκτοι. Εύσωμοι Σλαβόφωνοι πολλοί. Μα και ελληνικά: «Σιγά μην πάρω εγώ τους καφέδες» αντέταξε η κυρία στον κύριο με τρόπο ηρωικό, στεντόρειο.


Στις 11.00 η μικρή Ανάσταση και αμέσως οι μπότηδες. Οι φωνές: «άκρη» ακολουθούμενες από αλλεπάλληλους κρότους των πήλινων κανατιών που γίνονταν κομμάτια στους δρόμους.

Το μεσημέρι η ζέστη ξεπερνά τους 30 βαθμούς και στον Κοντογυαλό το βλέμμα μου τραυματίζεται από ένα οικοδομικό τέρας, κατασκεύασμα της τελευταίας εικοσαετίας. Η λάθος πλευρά του τουρισμού.


Αργά το απόγευμα τα καντούνια έχουν αδειάσει. Αναζήτησα τις εικόνες του παρελθόντος. Τις βρήκα σε μια γιαγιάκα. Μικρόσωμη, όρθια σε μια γωνιά στεκόταν, πίσω από τον Αγ. Ανδρέα. Με βλέμμα γαλανό, θολό και μια μοναδική γαλήνη. Σαν έτοιμη για όλα. Αλλάξαμε μια καλησπέρα μόνο, αλλά είπαμε περισσότερα από όσα είχαν λεχθεί σε όλη τη Σπιανάδα το πρωί.


Το βράδυ, το τείχος του κόσμου από το άγαλμα του Καποδίστρια και μετά ήταν περισσότερο ενοχλητικό παρά απροσπέλαστο. Ετσι επέστρεψα σπίτι παρακολουθώντας στη γωνία κάτω από τον «Ορφέα» όρθιο ένα βιοπαλαιστή να διαλαλεί: «Κεριάαα, Λαμπάδεεες» στους αργοπορημένους και απροετοίμαστους της Ανάστασης. Δέκα λεπτά πριν το εντυπωσιακό «σόου» των αναστάσιμων πυροτεχνημάτων, μια ακόμα πτήση τσάρτερ αναχωρούσε.


Πάσχα

Μια ποδηλατική βόλτα 16 χιλιομέτρων, στην άδεια πόλη νωρίς το πρωί, μου ξαναθύμισε όλες τις εικόνες από ένα παρελθόν που μέσα μου φαντάζει λαμπρό. Κτίρια, εκκλησίες, πόρτες, λιμάνια, ήρθαν έτσι όπως ήθελα.

Το γιορτινό τραπέζι, άλλο ένα παιδί της γνήσιας φιλοξενίας που απολαύσαμε, στελεχωμένο από μεσήλικες και την επόμενη, ομορφότερη γενιά ήταν όπως έπρεπε. Ισορροπημένα πλούσιο, νόστιμα χαρμόσυνο, αν και δεν μπόρεσα να αποφύγω τις συζητήσεις για αυτοκίνητα. (αχ, αυτά τα αυτοκίνητα!).

Λίγο πριν βραδιάσει και αφού είχαν απομακρυνθεί οι στάλες της πρόσκαιρης βροχής, μια βόλτα στο λιβάδι του Ρόπα, ήταν επιβεβλημένη. Η δροσιά του επερχόμενου βραδιού ήταν το καλύτερο κλείσιμο του φετινού Πάσχα.


Επιστροφή

Παλιά οι σταγόνες ήταν σαν τάλιρα . Τώρα τι να πεις; Η διάμετρος του «δίευρου» δεν σε προδιαθέτει για τίποτα. Τάλιρα (του Γεωργίου) λοιπόν οι σταγόνες που έπεφταν πάνω στις λαμαρίνες του «Νικόλα» (σύμπτωση ε;) την ώρα που σαλπάριζε από το νεφοσκεπές νέο λιμάνι, τη μεσημβρία της Δευτέρας του Πάσχα.

Φορτωμένος συναισθηματικά, για λόγους πολλούς, επιστρέψαμε μονοκόμματα. Κάποιες άλλες, λίγες σταγόνες κοντά στον Άκτιο και επιστροφή από Ιτέα, Δεσφίνα με την κίνηση να πυκνώνει αρκετά και το φως να λιγοστεύει από τη Θήβα και μετά.

Μισό αιώνα αργότερα,

από την παιδική ανάμνηση του Αυγούστου του '63 και το πίσω κάθισμα του 700, στο σήμερα και στη σέλα του GS, έχοντας μεσολαβήσει δεκάδες επισκέψεις στο νησί, αντιλαμβάνομαι ότι όσο περνούν τα χρόνια και όσο έρχεται η όποια ωριμότητα, τόσο πιο έντονα περιγράφεται το παρελθόν. Ετσι είναι. Φτάνει να έχεις την υπομονή να το κοιτάξεις και το θάρρος να μην υποταχθείς στο μέλλον.


Λίγα λόγια θαυμασμού για το δίτροχο σύντροφο.


Κάτι παραπάνω από 1.400 χιλιόμετρα, σχεδόν όλα «δικάβαλα» με τη γαλάζια τραχιά ραψωδία. Μορφή επιβλητική. Πρώτο GS με ψυγεία (!), χωρίς να απεμπολήσει όμως και την αερόψυξη. Πρώτο GS ride by wire. Στο κομμάτι που παρακάμπτει το Αγρίνιο, φαρδύ σύγχρονο, άδειο ενεργοποίησα και το cruise control. Ο αναβάτης με το δεξί χέρι κάτω να ξεκουράσει τη κλείδωση του αγκώνα και η ταχύτητα σταθερή. Τι γίνεται! Οικονομικό. Με μ.ω.τ. 120 χλμ./ώρα έδειξε 5,1 λίτρα στα 100 χλμ., κάτω από τα 100 πέφτει στα 4,6 και στα 150 -160 δεν ξεπερνά τα επτά. Οσοι κάτω από 1,84 ύψος δεν θα καταλάβουν τίποτα πίσω από τον ανεμοθώρακα ακόμα και σε υψηλές ταχύτητες με τη σέλα ρυθμισμένη στη χαμηλή θέση. Εξαιρετικά ευαίσθητα ABS & ASC, σε ό,τι αφορά τις γυαλιστερές επιφάνειες των ελληνικών δρόμων και αν τα τραβήξεις έξω αρχίζει το παιχνίδι αλλά θέλει προσοχή διότι 125 ίπποι και 120 Nm, με 238 κιλά συν το βάρος του αναβάτη δεν είναι συνδυασμός που συναντάς εύκολα.

Υπάρχει όμως πρόβλεψη, για να διευκολυνθεί κάθε αναβάτης σε κάθε συνθήκη. Επιλογές χαρτογράφησης του κινητήρα για βρόχινες συνθήκες (Rain), για εκτός δρόμου (Enduro), για άσφαλτο (Road), για πλήρη, σπορ εκμετάλλευση (Dynamic). Οπως επίσης υπάρχει και η δυνατότητα επιλογής της συμπεριφοράς της ανάρτησης ανάμεσα σε νορμάλ, σκληρή και μαλακή.

Εξάτμιση και άξονας έχουν αλλάξει αμοιβαία θέσεις σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, ενώ

οι νέες εισαγωγές με διάμετρο 52 χλστ. είναι κάθετες, ο στρόφαλος πιο κόμπακτ, το εξατάχυτο κιβώτιο ενσωματωμένο στο στοφαλοθάλαμο και το πλαίσιο πιο άκαμπτο με βιδωτό υποπλαίσιο.

Βελτιώσεις συναντάμε και στη γεωμετρία του πλαισίου, στο μακρύτερο ψαλίδι, στο εμπρόσθιο Telever και στο οπίσθιο evo Paralever, στα φρένα με μεγαλύτερο δίσκο πίσω, στα φώτα, στα όργανα, στα χειριστήρια.

Πολλές αλλαγές, όλες επί τω βελτίω, μας φέρνουν έναν επιβλητικό δίτροχο σύντροφο με ανάσες που συναρπάζουν, με γκάζι ατελείωτο, με άνεση στις μακρές διαδρομές, ρυθμίσιμη σε τόσα επίπεδα. Υπάρχει όμως και ένα εμπόδιο. Το οικονομικό. Με τιμή βάσης € 15.450, είναι ακριβό, ίσως απλησίαστο για τον μέσο αναβάτη. Αλλά τόσο καλό...