Για τις Μυκήνες και το Ναύπλιο, για τους δρόμους και τον Τουρισμό. (08.04.2013) Print

«…ενώ λόγω των αυξημένων συγκεντρώσεων σκόνης η ορατότητα θα είναι περιορισμένη.» , ανέφερε το δελτίο καιρού το οποίο ανέτρεψε την πρόγνωση, που έκανε λόγο για Σαβατιάτικη λαμπρή λιακάδα και ζέστη. Γρήγορα οι νοτιάδες μετέφεραν τη σκόνη που έκατσε πάνω από την Αττική και την Πελοπόννησο δημιουργώντας μια γκρίζα, άρρωστη ατμόσφαιρα . Μοιραία, η επιθυμία για μια βουτιά, στον Καραθώνα είχε πέσει η ιδέα, παραχώρησε τη θέση της σε άλλες δραστηριότητες.

Το κομμάτι της παλιάς εθνικής οδού,

από Κόρινθο προς Άργος, που μέχρι το ‘90 ήταν ο μοναδικός άξονας που κατέβαινε και στην πρωτεύουσα της Αρκαδίας, ήταν ήσυχο. Σολομός, Χιλιομόδι, Δερβενάκια, οδικά τμήματα τα οποία τότε, ήταν συχνά πηγμένα με κομβόι φορτηγών και αυτοκινήτων που έκαναν την προσπέραση δύσκολη και επικίνδυνη, πάνω σε μια επιφάνεια γλιστερή, με δεκάδες δρόμους να τα τέμνουν κάθετα, καθιστώντας τις συνθήκες κάπως αγχώδεις, ειδικά εφ’ όσον βιαζόσουν.

Τώρα, που η κυκλοφορία έχει αραιώσει, η διαδρομή φαίνεται όμορφη, με τα στριφτερά της κομμάτια γοητευτικά καθώς ειδικά τούτη την εποχή που, σε πείσμα της μουντάδας της ατμόσφαιρας ξετυλίγονταν ανάμεσα στα πράσινα, χλοερά τείχη της άνοιξης.

Σε λιγότερο από 140 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα βρίσκεται ο χώρος στάθμευσης του αρχαιλογικού χώρου των Μυκηνών. Το περασμένο Σαββάτο, ήταν κατειλημμένος, σχεδόν, στο σύνολο του από δεκάδες λεωφορεία και αυτοκίνητα. Ένα μόνο δίτροχο. Το «δικό μας», λευκό, χιλιάρι CBF.


Εκατοντάδες άνθρωποι στεφάνωναν το λόφο της ακρόπολης. Πραγματική πανσπερμία. Ανατολίτες, Ευρωπαίοι, ημεδαποί, κάθε ηλικίας με την πλειοψηφία, να την κατέχουν οι έφηβοι. Παιδιά πλαισιωμένα από τους δασκάλους τους, που προσπαθούσαν να τους μεταφέρουν την συμβολή του Μυκηναϊκού πολιτισμού στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Η πιο σοβαρή αποστολή της ημέρας, τουλάχιστον μετά το μεσημέρι, αναμφίβολα η Ιταλική, με την ξεναγό της να κεντά στην τραγουδιστή τους γλώσσα και τους πιτσιρικάδες πειθαρχημένους να ακούν. Από κοντά και τα Γαλάκια, ενώ τη διάκριση των πιο ζωηρών απέσπασαν τα Ελληνόπουλα.

Περισσότερα από 3.500 χρόνια από τότε που η μητρόπολη των Μυκηνών κυριαρχούσε στη λεκάνη της Μεσογείου, από τότε που τα Κυκλώπεια τείχη στοιχειοθετούσαν ένα ασύλληπτο τεχνικό άθλο, από τότε που η μνημειώδης είσοδος της πύλης των Λεόντων δέσποζε της τειχισμένης ακρόπολης, εξακολουθεί να γοητεύει ενώ οι σύγχρονοι θαυμάζουν το χθες, διδασκόμενοι τόσα, από το σημείο όπου ο μύθος και η ιστορία συναντώνται πάνω στη γη της Αργολίδας.

Πέρα από τα 15 μνημεία που συνθέτουν ότι έχει απομείνει, πάνω στο λόφο της ακρόπολης, από τον προ 35 αιώνων Μυκηναϊκό πολιτισμό, υπάρχει και το μουσείο, δημιουργημένο με τρόπο όχι μόνον να μην ενοχλεί, αλλά να προσθέτει και μια ακόμα αξία στον ιστορικό τόπο. Μόλις το ένα τέταρτο από τα 2.000 τ.μ. της συνολικής του επιφανείας και τα δύο από τρία επίπεδά του, αποτελούν εκθετήριο των ευρημάτων της ευρύτερης περιοχής, ενώ στους υπόλοιπους χώρους φυλάσσεται και συντηρείται επί πλέον αρχαιολογικό υλικό.

Όποιος συνειδητοποιήσει το βάθος αυτού του μουσείου, όπως και πολλών άλλων στην πατρίδα μας, δεν μπορεί παρά τα βγεί διαφορετικός απ΄ότι μπήκε. Κι΄ όταν η καθημερινότητα ισοπεδώνει το περιεχόμενο των μουσείων, μια επίσκεψη είναι ικανή να μας θυμίσει και πάλι, πολλά.

Από το ογκώδες βιβλίο των εντυπώσεων στον πάγκο της εισόδου, έτσι σε ένα πολύ γρήγορο ξεφύλλισμα, στις εκατοντάδες σελίδες του από τον Ιούλιο του ’12, που προφανώς γέμισε το προηγούμενο, με κάθε, σχεδόν, γλώσσα της υφηλίου, κρατώ τρείς μοναχά λέξεις με κεφαλαία Ελληνικά. Θαρρώ ήταν ότι πιο συγκινητικό, περιεκτικό από αυτά που πρόλαβα να δω, να καταλάβω:

«ΕΛΛΑΔΙΤΣΑ Σ’ ΑΓΑΠΩ»,

είχε γραφτεί και θαρρώ ότι τα είχε συνδυάσει όλα αυτή η μικρή, αποκαλυπτική πρόταση, το μεγαλείο με το ταπεινό, το συναίσθημα με την εξωτερίκευσή του.

Μετά τις 14.00 ο χώρος στάθμευσης άδειαζε σιγά – σιγά. Ο οδικός άξονας που συνδέει τις Μυκήνες με το Ναύπλιο είναι ένας φαρδύς, πεδινός δρόμος με καμπές και διασταυρώσεις, που διασχίζει τον εύφορο κάμπο με τους πλούσιους πορτοκαλεώνες. Παρά την αρρωστημένη ατμόσφαιρα με την κακή ορατότητα και τα βαριά σύννεφα σκόνης η θερμοκρασία ήταν ιδανική για δίτροχη βόλτα και το τα 998 κ.εκ. του CBF γουργούριζαν, υποθέτω, ευχαριστημένα στην άδεια άσφαλτο.

Στην πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας,

έτσι τουλάχιστον μας πληροφορούν οι πινακίδες στην είσοδο του Ναυπλίου, διότι για αυτό τον τίτλο ερίζουν και οι Αιγινήτες, η κίνηση είναι μεγάλη. Στο χώρο στάθμευσης της παραλίας δεκάδες πούλμαν έχουν ήδη αδειάσει τους επιβάτες και η πόλη ασφυκτιά από κάθε είδους ταξιδιώτη, πολλοί από τους οποίους είχαν ήδη περάσει από τις Μυκήνες. Η πλατεία Συντάγματος γεμάτη ζωή όπως και οι πεζόδρομοι, τα κάθε είδους καταστήματα. Στους πάνω μαχαλάδες, μια σειρά από κτίρια θυμίζουν προηγούμενες δεκαετίες, ενώ η πληθώρα αυτοκινήτων με αθηναϊκές πινακίδες μαρτυρά ότι ο εσωτερικός τουρισμός έστω και προβληματικός είναι ακόμα ζωντανός.


Η θολή ατμόσφαιρα δημιουργεί ένα περίεργο σκηνικό με το Μπούρτζι να στέκεται μετέωρο ανάμεσα στην θάλασσα και τον ορίζοντα, που δεν ξεχωρίζουν ενώ το φόντο του αργολικού κόλπου χάνεται μέσα στην σκονισμένη αχλή.

Αμαξάκια με άλογα, τετραθέσια ποδήλατα, τουριστικά τραινάκια και στην Ακροναυπλιά να δεσπόζει το ξενοδοχείο, χτισμένο εκεί που ήταν άλλοτε οι φυλακές, τις οποίες «εγκαινίασαν» πριν 78 χρόνια οι φιλοβενιζελικοί αξιωματικοί μετά την αποτυχημένη απόπειρα να ανατρέψουν τον Κονδύλη. Μετά την επιβολή του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, όμως, οι αριστερών φρονημάτων πολίτες θα ήταν εκείνοι που μαρτυρικά θα στοιβάζονταν εκεί μέσα. Όχι απαραίτητα για ότι είχαν κάνει αλλά για ότι σκέφτονταν. Τη σκληρότητα, την εκδικητικότητα της εξουσίας, διαδέχθηκε ένα είδος προδοτικής αθλιότητας, καθώς οι λιγοστοί χωροφύλακες που είχαν απομείνει παρέδωσαν τους κρατούμενους στους Γερμανούς κατακτητές. Στον επόμενο χειμώνα, 35 από τους έγκλειστους θα σβήσουν από πείνα. Τον Ιούνιο του ’43, οι Ιταλοί θα εκτελέσουν 58 Ακροναυπλιώτες και τον Μάιο του ’44 οι Γερμανοί θα εκτελέσουν άλλους 160. Από τους 625 Ακροναυπλιώτες, οι γερμανοί θα εκτελέσουν 239 συνολικά.

Μετά την απελευθέρωση και έως το ξέσπασμα του εμφυλίου η ακροναυπλιά θα αδειάσει, αλλά στο τέλος του ΄47 θα έχει πάλι 900 κρατούμενους και τουλάχιστον 100 από αυτούς θα είναι θανατοποινίτες. Τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο του ΄48 θα εκτελεσθούν, έντεκα και τέσσερις αντίστοιχα κρατούμενοι στην μάντρα του νεκροταφείου της πόλης. Μια εξέγερση των φυλακισμένων με σκοπό να σταματήσουν οι εκτελέσεις θα οδηγήσει σε εκτέλεση άλλων δυο κρατουμένων μέσα στα κελιά τους. ‘Ετσι ο Μανώλης Γλέζος θα περιγράψει την Ακροναυπλιά ως «Νεκροταφείο ζωντανών». Στις αρχές του ’50 οι φυλακισμένοι αντάρτες του Δ.Σ.Ε και οι ποινικοί θα είναι 600 άτομα. Το ’66 οι φυλακές κλείνουν και το ’70, μεσούσης της χούντας των συνταγματαρχών κατεδαφίζονται. Τρία χρόνια αργότερα, ανοίγουν οι δικαστικές φυλακές Ναυπλίου στην είσοδο της πόλης από το Άργος, ικανοποιώντας το πάγιο τοπικό αίτημα να μην στερηθεί η πόλη δημόσια υπηρεσία. Μια δημόσια υπηρεσία η οποία επί δεκαετίες ήταν κάπως βουβή και αόρατη, καθώς από το ’36 έως το ’60 ελάχιστες αναφορές υπάρχουν για αυτήν, στον τοπικό τύπο. Καμμία ανθρωπιστική, έστω, τοποθέτηση για όσους εξαθλιώθηκαν, θανατώθηκαν και εκδικητικά τιμωρήθηκαν εκεί μέσα.

Στον 21ο αιώνα μπορούμε τουλάχιστον να υπερηφανευόμαστε, ότι δεν υπάρχει πόλη που να εξαρτά την οικονομική της πορεία από μια χιλιάδα κρατούμενων για τα πολιτικά τους φρονήματα. Ο γενικός τουρισμός, ακόμα και αν οικοδομείται πάνω σε κτίρια φυλακών, όπως το ξενοδοχείο που ανεγέρθηκε εκεί όπου ήταν κτισμένες οι φυλακές της ακροναυπλιάς, έχει ένα ειρηνικό, φιλικό χαρακτήρα ακόμα και αν στηρίζεται περισσότερο σε όρους όπως πελατεία, ή κέρδος, και λιγότερο σε λέξεις όπως φιλοξενία.

Με τον καιρό

να μην δείχνει καμία τάση βελτίωσης και την ατμόσφαιρα θολή και γκρίζα, η επιστροφή στην Αθήνα από το παλίο οδικό δίκτυο, αποδείχτηκε περισσότερο ενδιαφέρουσα και πιο εκλεκτό ταξίδι. Ειδικά στα στριφτερά κομμάτια μέχρι την Κόρινθο και στην Κακιά Σκάλα με τον δρόμο να γλύφει τα ήρεμα νερά του Σαρωνικού. Προχωρημένο απόγευμα Σαββάτου, λίγο πριν πέσει το φως , το CBF συμπλήρωνε κάτι λιγότερο από 350 χιλιόμετρα, εμείς ένα οκτάωρο περιπλάνησης με το κορμί να διατυπώνει υπόνοιες διαμαρτυρίας αλλά την ψυχή να δηλώνει πληρότητα και την μνήμη κολλημένη σε εκείνες τις τρείς λέξεις του μουσείου των Μυκηνών.

Εξαίρετος σύντροφος, με τα 998 κυβικά του, τους 105 ίππους, τα σχεδόν 100 νιουτόμετρα ροπής, όλα απολύτως φιλικά και βέβαια τα εκπληκτικά του φρένα.

Ικανό να ταξιδεύει γρήγορα στις εθνικές αρτηρίες, αλλά και να παίζει στα στριφτερά, ακόμα και να γλιστρά δυναμικά.

Από πέντε λίτρα στα 100 χλμ. δικάβαλο με μ.ω.τ., στα 125 χλμ/ώρα έως αρκετά παραπάνω αν κυνηγηθεί με παραβατικές ταχύτητες.

Άριστη αίσθηση του ABS που επεμβαίνει με λεπτότητα και διακριτικότητα χωρίς να χάνει τίποτα από την αποτελεσματικότητα του.

Γέρνει άφοβα στην καλή άσφαλτο, είτε επιταχύνοντας είτε επιβραδύνοντας, με παιχνιδιάρικη διάθεση στα γλιστερά οδοστρώματα.

Με μια επιβλητικά σοβαρή, ήσυχη λειτουργία του δεκαεξβάλβιδου μοτέρ. Πάνω απ’ όλα όμως είναι Honda, που σημαίνει αξιοπιστία.

Τούτα τα λίγα για το CBF της εξόρμησης που μας πήγε και μας έφερε με χάρη και δύναμη ανάμεσα στους πορτοκαλεώνες, τους αρχαιολογικούς χώρους και τις πόλεις της Αργολίδας.