Βασίλης Θεοχαράκης (08.06.2011) Print

Είναι ασυνήθιστο και ιδιαιτέρως σπάνιο αυτό που κάνει εδώ και δεκαετίες ο Βασίλης Θεοχαράκης. Να αποτελεί δηλαδή ένα εξέχων μέλος της πολύ μικρής ομάδας των Ελλήνων υγιών και επιτυχημένων επιχειρηματιών ενώ ταυτόχρονα παράγει ένα πλούσιο αλλά και ευρύτερα ανεγνωρισμένο καλλιτεχνικό έργο. Εξ’ ίσου δισυπόστατη παραμένει και η εικόνα του, δηλαδή το σεβάσμιο σύνολο των 81 του χρόνων με τη δυσεύρετη ζωτικότητα που τον διακρίνει.

Επιχειρήσαμε να προσεγγίσουμε το διφυές της προσωπικότητας του.

Με τις εκπαιδευτικές του ρίζες στα μέσα του προηγούμενα αιώνα, ο Βασίλης Θεοχαράκης θυμάται με λεπτομέρειες το παρελθόν και ακόμα πιο εμπεριστατωμένα το δικό του παρελθόν. Από την νεότητά του, ανακαλεί τη γνωριμία του με το ζωγράφο Σπύρο Παπαλουκά.

"...Στον Παπαλουκά με έστειλε ο Καραντινός, αρχιτέκτονας, οικογενειακός φίλος της μητέρας μου και μέλος αξιόλογης οικογένειας, όταν του αποκάλυψα την επιθυμία μου να μάθω να ζωγραφίζω. Στην πρώτη γνωριμία μας ο Παπαλουκάς, δεν μου έκανε καλή εντύπωση, ήταν αυστηρός, λιγομίλητος, θεωρούσα ότι ζωγραφίζει με τρόπο παιδικό και δεν ήθελα να ξαναπάω. Όταν εκμυστηρεύθηκα την άποψη μου στον Καραντινό μου είπε: «άκου Βασιλάκη, εσύ είσαι μικρός και δεν καταλαβαίνεις ακόμα κάποια πράγματα. Αν θες να ζωγραφίσεις θα πας εκεί και θα με θυμηθείς.»

Πήγαινα λοιπόν και εγώ επί πέντε χρόνια, στο υπόγειο του Παπαλουκά του οποίου η διδασκαλία ήταν ολίγον τι βασανιστική. Σε παίδευε για την απόλυτη ακρίβεια. Τρομερά επίμονος με το σχέδιο σε πίεζε κατ’ αρχήν να μάθεις να σχεδιάζεις και μετά ερχόταν η σύνθεση. Αν και υπάρχουν ορισμένες αρχές που δεν γίνεται να τις παραβλέψεις, εκείνη την εποχή υπήρχε και αρκετή στενομυαλιά."


Προφανώς απηχούσε και στον συντηρητισμό της εποχής.

Ακριβώς, τώρα πια δεν μπορεί να συμβεί αυτό. Εγώ τα εφαρμόζω ακόμα και τώρα αλλά όχι με θρησκευτική ευλάβεια, διότι καταντάει να σου ψαλιδίζει το πνεύμα. Όπως και να έχει, στη ζωή μου είχα πολλούς δασκάλους. Σχολείο, Νομική, αλλά κανένας δεν με επηρέασε τόσο πολύ όσο ο Παπαλουκάς. Ήταν πράος ήσυχος, με αγαπούσε, δεν μου δίδαξε μόνο ζωγραφική. Μια μέρα θυμάμαι ότι με παρακάλεσε να τον κατεβάσω στην Αθήνα με έναν Σκαραβαίο που είχα. Ευχαρίστως του απάντησα. Εκείνη την εποχή οδηγούσα με νεύρο, γρήγορα, χωνόμουνα δεξιά αριστερά, οπότε κάποια στιγμή γύρισε και εύστοχα παρατήρησε: «Βασίλη αν δεν σε είχα μάθει να μετράς, δεν θα μπορούσες να οδηγείς έτσι»


Η δουλειά του από την Μικρασιατική εκστρατεία;

Έχουν διασωθεί δυο πίνακες, εμείς τους έχουμε. Από καλλιτεχνικής πλευράς δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο αλλά από ιστορικής απόψεως ήταν θησαυρός και είναι μεγάλο κρίμα που κάηκαν στην Σμύρνη με την καταστροφή.


Είπατε προ ολίγου θρησκευτική ευλάβεια, πηγαίνετε ακόμα στον Άγιο Δημήτρη στο Ψειρή και ψέλνεται;

Βεβαίως!


Να υποθέσω συνεπώς ότι πιστεύεται;

Είναι δύσκολο το ερώτημά σας. Πιστεύω, σε μια υπέρτερη δύναμη. Όταν βρεθώ μπροστά σε μια εικόνα θα κάνω το σταυρό μου, θα συγκινηθώ.


Έχετε, στα δύσκολά σας επικαλεστεί το θεό;

Πάντα. Στα δύσκολα και στα εύκολα.


Πιστεύεται ότι η τέχνη απαιτεί ένα προσωπικό Γολγοθά, ένα Ρουβίκωνα για να μπορέσει να βγει από τον καλλιτέχνη; Να θυμίσω μια κραυγαλέα τέτοια περίπτωση, τον Φαν Γκογκ.

Τι είναι η τέχνη; Για να φτιάξεις έναν πίνακα που θα τραβάει τον κόσμο, που θα λαχταράει να τον δει, πρέπει να δώσεις τη ψυχή σου, πρέπει να κουραστείς. Άλλο το κέντημα και άλλο η ζωγραφική. Στη ζωγραφική δίνεις ένα κομμάτι από τη ψυχή σου. Αν το καταφέρεις αυτό, η τέχνη σου θα είναι αξιόλογη.


Αν έπρεπε να διαλέξετε ανάμεσα στις δύο σας δραστηριότητες, ποια θα ήταν η επιλογή σας;

Τόσες δεκαετίες ασκώ και τις δύο δραστηριότητες. Γιατί να διαλέξω; Τώρα αν απαραίτητα έπρεπε να επιλέξω θα έλεγα την ζωγραφική. Για ένα μόνον λόγο. Διότι είναι απολύτως προσωπική απασχόληση, αντίθετα με τις επιχειρήσεις που δεν είμαι μόνος μου. Έχω συνεργάτες, η προσπάθεια είναι ομαδική.


Δώστε μου το σχόλιό σας για την τρέχουσα οικονομική κατάσταση.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν εξαιρεθούν οι πόλεμοι, διανύουμε την πλέον κρίσιμη κατάσταση της σύγχρονης ιστορίας μας. Βλέπετε έχω ζήσει στην Κατοχή και έχω μετρήσει πολλά πτώματα. Ούτε να φάμε δεν είχαμε.


Τι νομίζετε ότι ευθύνεται που φτάσαμε εδώ;

Δεν φταίνε οι πολίτες. Οι πολιτικοί και εργατοπατέρες φταίνε. Και δεν εννοώ τα καλώς εννοούμενα συνδικάτα, εκείνα που θα προστατέψουν τον εργαζόμενο. Οι διάφοροι κομματικοί μηχανισμοί που, θα πω τη λέξη, ανέντιμα, προσλαμβάνουν άτομα στον δημόσιο τομέα, άτομα που δεν είναι απαραίτητα, αγνοώντας τις επιπτώσεις στον κρατικό κορβανά. Εκτιμώ ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα. Δέχομαι ότι υπήρξαν και δημόσιοι λειτουργοί που δεν ήταν και τόσο έντιμοι, που έκλεψαν, αλλά όσο και να έκλεψαν το πρόβλημα δεν δημιουργήθηκε από αυτούς. Δεν μιλώ για το ηθικό κομμάτι, αναφέρομαι στο καθαρά οικονομικό. Έχουν δημιουργηθεί οργανισμοί και φορείς κρατικοί που δεν υπήρχε καμιά ανάγκη να δημιουργηθούν. Συνέβη για να δώσουν μια θέση εργασίας σε αυτούς που θα τους ψηφίσουν. Αυτό είναι το κύριο πρόβλημα. Να πω και κάτι ακόμα. Λένε ότι οι Νεοέλληνες ουδεμία σχέση έχουν με τους αρχαίους. Δεν είναι αλήθεια. Διότι εμείς συγκεντρώνουμε τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα των προγόνων μας. Ακόμα και η επανάσταση του ’21 θα κατέληγε σε καταστροφή αν δεν παρέβαιναν οι φιλέλληνες ξένοι.


Μήπως όμως με την ίδια ευκολία που πιστώνουμε τους ξένους με αυτό που είπατε, μπορούσε να τους χρεώσουμε και με διχαστικές πολιτικές;

Ναι και αυτό συνέβη, αλλά μιλώντας για μειονεκτήματα πάντα θα μου κάνει εντύπωση η συμπεριφορά του Νεοέλληνα να φιλονικεί με τον συμπατριώτη του. Μόλις δε καταφέρεις να φτιάξεις μια περιουσία γίνεσαι στόχος. Θεωρείσαι κλέφτης.


Έχετε νοιώσει κατηγορούμενος για αυτό το λόγο και εκφράζεσται έτσι;

Όχι δεν έχω νοιώσει ποτέ κάτι τέτοιο, και πίστεψέ με αν συνέβαινε θα το ήξερα, θα το καταλάβαινα


Ποια είναι η εκτίμησή σας. Σώζεται η παρτίδα της πατρίδας;

Κοιτάξτε, αν δεν αλλάξουν τα σημερινά δεδομένα όχι. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι δεν θα φθάσουμε στο μοιραίο. Δεν θα γίνει. Έστω και την υστάτη στιγμή κάτι θα συμβεί, κάποια βοήθεια θα μας δοθεί, διότι κανέναν δεν συμφέρει να πτωχεύσει η Ελλάδα. Θα ήθελα δεν να πω ότι η Ελλάδα σήμερα μπορεί να έχει καταντήσει φτωχή αλλά είναι πλούσια χώρα. Οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της είναι μεγάλες. Ο τουρισμός, το υπέδαφος, τα εδάφη της. Εμείς δεν ξέρουμε να τα διαχειριστούμε σωστά. Βέβαια εγώ ένας απλός επιχειρηματίας είμαι. Δεν μπορώ να κάνω κριτική στο δυσβάσταχτο έργο που έχουν αναλάβει σήμερα οι πολιτικοί. Μην με αναγκάσετε να πω πράγματα που θα θίξουν πρόσωπα. Η συζήτησή μας δεν είναι ιδιωτική.


Για τον ρόλο των Ευρωπαίων τι έχετε;

Όλοι ενδιαφέρονται για το τι θα κερδίσουν. Όλοι.


Σας έλειψε ποτέ ένας γιος;

Δεν μου τον έδωσε ο θεός. Δεν πειράζει.

 

Απευθύνομαι στον τραπεζίτη Θεοχαράκη και θα ήθελα το σχόλιό του στο ερώτημα που έθεσε ο Μπρεχτ: «Δεν ξέρω τι είναι πιο οδυνηρό: Να ληστεύεις μια τράπεζα, ή να ιδρύεις μια τράπεζα;»

Το να ιδρύεις μια τράπεζα είναι πάρα πολύ δύσκολο. Το να ληστεύεις είναι κακό. Το να διοικείς επίσης είναι δύσκολο. Το να διοικείς σωστά μια τράπεζα είναι ακόμα πιο δύσκολο.


Συγκρίνετέ μου τους επιχειρηματίες της γενιάς σας με τους νεότερους

Δεν μπορώ να απαντήσω. Είμαι παλιάς κοπής. Σαν τις λίρες.


Νοσταλγείτε τα παλιά χρόνια;

Καθόλου. Τι να νοσταλγώ; Το μόνο που νοσταλγώ είναι ένα νόμισμα Κωνσταντινάτο που είχα και κάποια στιγμή το έχασα διότι εφθάρη πάνω στην αλυσίδα και έπεσε. Δεν μπορείς να φανταστείς τι οικονομίες έκανα για να πάω στο Χρηματιστήριο και να αγοράσω ένα καινούργιο. Κάτι άλλο που νοσταλγώ είναι η κίνηση που έκανε η μητριά μου όταν έχασα τον πατέρα μου. Με κάλεσε λοιπόν και μου έδωσε ένα Κωνσταντινάτο που φορούσε ολόκληρη τη ζωή του ο πατέρας μου. Με συγκίνησε η πράξη της.


Σας ευχαριστώ για το χρόνο σας

Να είστε καλά.


Έτσι ολοκληρώθηκε η συζήτηση με τον πολυπράγμονα Βασίλη Θεοχαράκη, ο οποίος σηκώθηκε από το γραφείο του με ικμάδα νέου ανθρώπου, με δημιουργικότητα φιλόδοξου επιχειρηματία και ευαισθησία διακριτικού καλλιτέχνη.

 

δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό car & driver τ. 258 Ιούνιος 2011