Πέτρος Πικρός: Τουμπεκί – (Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016) Print

Το «Τουμπεκί» εκδίδεται πρώτη φορά το 1927. Ο δημιουργός του Γιάννης Γεναρόπουλος είναι 30άρης,  δεν έχουμε στοιχεία για την ακριβή ημερομηνία γέννεσής του, ενώ  έχει ήδη περάσει από σωφρονιστικά ιδρύματα (Αβέρωφ), και τα κελιά της Ασφάλειας.

Μετά την κυκλοφορία του, θα θα γνωρίσει και άλλες φυλακές (Συγγρού).

Είναι ένας τολμηρός ακτιβιστής, δεινός ρήτορας, με πλούσιες παραστάσεις, από τα περάσματά του από τα Ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και βέβαια με σαφείς πολιτικές θέσεις.

Το λογοτεχνικό του ψευδώνυμο, γεννήθηκε από το όνομα του πατέρα του, Πέτρος και την ελληνική μετάφραση του ψευδώνυμου του συγγραφέα Αλεξέι Μαξίμοβιτς Πέσκοφ, που διάλεξε το Γκόρκι. Δηλαδή: Πικρός.

Μεταπολεμικά, το '45, θα εκδώσει το περιοδικό «Νέα Ζωή», έστω και για οκτώ μόνον τεύχη, όπως και ο Ρώσος συγγραφέας εξέδιδε περιοδικό με τον ίδιο τίτλο, σαράντα χρόνια νωρίτερα.
Άλλες του ομοιότητες με τον Γκόρκι ήταν ότι όχι μόνο πίστεψαν φανατικά, αλλά εργάστηκαν κιόλας σκληρά για την  διαβόητη σοσιαλιστική προοπτική, κυνηγήθηκαν για αυτή και τελικά προδόθηκαν από αυτή.

Επειδή το σωστό είναι να κρίνεται κάθε τι λαμβάνοντας υπ' όψιν το χρονικό του πλαίσιο, έτσι και το «Τουμπεκί» του Πικρού, που στις μέρες μας ακούγεται ως κάτι αν όχι σύνηθες, έστω φυσιολογικό, αν το κρίνουμε με τα ήθη της δεκαετίας του 20, του προηγούμενου αιώνα, τότε θα το χαρακτηρίζαμε επαναστατικό.

Οι ηθικές της εποχής, πολύ πιο άκαμπτες, σαφώς πιο αυστηρές, με ασύγκριτες, σε σχέση με τις σημερινές, αγκυλώσεις ήταν πελώριο εμπόδιο για συγκεκριμένες συγγραφικές προσπάθειες. Ταυτόχρονα χαρακτήριζαν, για την ακρίβεια περιθωριοποιούσαν τον δημιουργό τους.

Πέρα από το κλίμα των παρανόμων, τον τρόπο λειτουργίας των δραστηριοτήτων τους, μα και το κλίμα της φυλακής,που τόσο ζωντανά περιγράφει, υπάρχουν διάσπαρτα μηνύματα και καταγγελίες. Όπως:

«Ταγμένος αυτός να επιβάλλει τον νόμο, θεωρούσε και πίστευε ηθικό καθετί που δεν απαγορεύει ο νόμος». (σ.162) Κι' ας μην λησμονούμε πως ακριβώς την ίδια άποψη εξέφρασε μερικές δεκαετίες αργότερα υπουργός. Πολιτισμού μάλιστα, που αναφερόμενος στον Κρόνιο λόφο, τον αποκάλεσε «ένας λόφος».

Συχνά αντιεξουσιαστικός:
«'Εφτυσε... σε μια στιγμή που τύχαινε αυτός ο κοινός κακούργος, να στέκεται σε ένα ηθικό επίπεδο λιγότερο χαμηλό από την ηθικό βούρκο όπου κυλιόντανε τα όργανα της τάξεως και μαζί με αυτά η εξουσία ολόκληρη». (σ.214)

«Πίστευε μονάχα πως υπεφυσικό κια υπέρκοσμο είναι ο,τι αγνοεί κανείς, είναι ότι το καθετί που δεν ξέρουμε ακόμα και τις αιτίες του και που συνεπούμενα δεν μπορούμε ακόμα να το εξηγήσουμε». (σ.220).

Βουτάει στην αρρώστια του τζόγου, της δημοσιογραφικής πρακτικής η οποία στο βωμό της μεγαλύτερης δημοσιότητας δεν σκέφτεται αν σπιλώνει ονόματα, νοσταλγεί μέσω του ήρωά του, τις παλιότερες εποχές και θίγει θέματα ταμπού:

«Δίχως την έννοια της ιδιοχτησίας και της εκμετάλλευσης της γυναίκας, η ιδέα της μοιχείας δεν έχει έννοια» (σ.352)

«Αν η πρόσβολή θίγει τα άτομα, το έγκλημα είναι κοινό. Αν η προσβολή θίγει ομαδικά συμφέροντα, τότε έχουμε πολιτικό έγκλημα» (σ.353)

Ήρωάς του, είναι ο Αράπης, Επικεφαλής σπείρας του υποκόσμου, πρόσωπο σεβαστό στους παράνομους κύκλους, προαγωγός, ναρκέμπορος, διαρρήκτης, ληστής και τελικά δολοφόνος. Το τέλειο υποκείμενο που λίγο φοβάται και πολύ περιφρονεί ο «καθώς πρέπει» κόσμος.
Μα ταυτόχρονα και ο άριστος τρόπος για να αποδειχθεί η συχνή ταυτοσημία του υπογείου με το ρετιρέ της κοινωνίας.
Ούτε τυχαίο είναι ασφαλώς, ότι οι ηρωίδες, οι γυναίκες του Αράπη φέρουν τα ονόμα Ορθοδοξία και Περθενώπη, διευθύνουσες με τέχνη την πιο νόμιμη από τις επιχειρήσεις του Αράπη. Το μπουρδέλο.

Ο Π.Π. πέρα από συγγραφέας, αποδεικνύεται ένας λαογράφος, προπομπός, ίσως, ενός Ηλία Πετρόπουλου που από μια άλλη εποχή με ένα άλλο στυλ μας προσέφερε παρόμοιες εικόνες.

Επιμελημένη έκδοση με το περιεκτικό σημείωμα της Χριστίνας Ντούνια, με τις τόσο χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή το έργο του συγγραφέα, καθώς και γλωσσάρι για το πλήθος των άγνωστων, στο ευρύ κοινό, των λέξεων της argot.