Αν η θεωρητική άποψη ότι, στην περίπτωση που η ανθρωπότητα είχε προχωρήσει στην εξέλιξή της χωρίς θρησκείες, θα είχε ρεύσει πολύ λιγότερο αίμα είναι ακριβής, τότε, τα ανά τον κόσμο θρησκευτικά δόγματα έχουν μεγάλη συμμετοχή σε τούτη τη βία. Από την άλλη, δεν μπορεί να γίνει γνωστό του κατά πόσο η επίδραση της κάθε θρησκείας, σε κάθε πίστη στην επίγεια ζωή και σε κάθε φόβο για την μεταθανάτια, έχουν μετριάσει την βαναυσότητα που επικρατεί σε παγκόσμια κλίμακα στα τόσες χιλιάδες χρόνια καταγεγραμμένης ιστορίας.
Όπως και να έχει, η δύναμη των θρησκειών στον παγκόσμιο πληθυσμό είναι μεγάλη και δεδομένη, αλλά αυτό που συχνά κάνει τα πράγματα να ξεφεύγουν είναι όταν η πίστη βαφτίζεται στην κολυμπήθρα του τυφλού φανατισμού. Στο πλαίσιο αυτό, η εκλογή του Ποντίφικα, του επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, του διαδόχου του Αποστόλου Παύλου, του ηγέτη του Βατικανού και 1,3 δισεκατομμυρίων βαπτισμένων πιστών είναι μια κρίσιμη διαδικασία που επηρεάζει πάρα πολλά.
Αυτό είναι το θέμα που πραγματεύεται ο Edward Berger στην ταινία Conclave. Ο γεννημένος το 1970 στη Δ. Γερμανία από Αυστριακό πατέρα και Ελβετή μητέρα σκηνοθέτης, έγινε ευρύτερα γνωστός το ’22 με το αντιμιλιταριστικό έπος «όλα ήσυχα στο δυτικό μέτωπο» βασισμένο στο ομώνυμο έργο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ.
|
Read more...
|
Έριξα μια ματιά σε ελληνόφωνη κριτική όπως και σε αγγλόφωνο ιστότοπο, αποφάσισα ότι με ενδιέφερε και στρογγυλοκάθισα στο μέσο της αίθουσας που είχε πληρότητα μικρότερη από 10%. Κανείς δεν ήταν κάτω από εξήντα χρονών. Τα πρώτα 20 λεπτά ήταν τόσο ασύλληπτα βαρετά, όσο και μια απόπειρα κατάδειξης ενός σφόδρα λανθάνοντος ερωτισμού που φτιάχτηκαν πιθανότατα για να δημιουργήσουν σε μια μεγάλη κατηγορία θεατών ένα αίσθημα οίκτου. Σε κάποιους συντηρητικότερους και έναν εκνευρισμό. Κυριαρχεί η φτώχεια. Πνευματική και λεκτική, μια στις δυο λέξεις είναι «φάκιν», και σύντομα δημιουργείται η απορία πως είναι δυνατόν να υπάρχει και όχι μόνο να επιβιώνει, αλλά να επικρατεί και να εξαπλώνεται ένας τέτοιος κόσμος.
Μεγάλο μαγαζί όπου συγκεντρώνονται πάσης φύσεως, ηλικίας, καταγωγής αρσενικών(;) προκειμένου να δεχτούν τις περιποιήσεις αντίστοιχων θηλυκών οι οποίες χαρακτηρίζονται εργάτριες του σεξ, αλλά επί της ουσίας, σεξ δεν υφίσταται. Ίσως στα νεοελληνικά ο ορισμός του καταστήματος να ήταν «μπαλαμουτάδικο», ή «χαμουρευτάδικο».
Εκεί λοιπόν η νεαρά εργαζομένη γνωρίζει πιτσιρίκο γιο Ρώσου ολιγάρχη, επέρχεται μια σχέση που φτάνει έως γάμου μέσα από μια φιλμογράφιση που φλερτάρει με ολίγον πορνό. Όλο αυτό με αλόγιστο σκόρπισμα χρημάτων, ποταμούς αλκοόλ και διαρκή κατανάλωση κάθε λογής ουσιών. Ένα κρεσέντο ακραίας ζωής που οι πρωταγωνιστές της, την βαφτίζουν διασκέδαση.
Δεν θα μπορούσε όλη αυτή η συνθήκη να έχει αίσιο τέλος, τύπου σταχτοπούτας ας πούμε. Αν και από μια μεριά δεν είχε δυσάρεστο. Κανείς δεν χάνει τη ζωή του, όλοι συνεχίζουν σε ένα πιο ταιριαστό για αυτούς μονοπάτι και τελικά σαν να γεννιέται ένα είδος συνειδητοποίησης.
|
Read more...
|
Άριστο δείγμα σύγχρονου κινηματογράφου που, στο φινάλε σε αναγκάζει να λυπηθείς αυτούς που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά και όλα τα εφόδια για να κάνουν τη ζωή μια χαώδη κόλαση. Ακούγεται κάπως Χριστιανικό αλλά δεν είναι.
Χωρίς να είναι εύκολο να εξακριβωθεί η ακριβής αποτύπωση των γεγονότων, η ταινία αποτελεί ένα βιογραφικό δράμα με ιστορικές προεκτάσεις αποκαλύπτοντας πολλά από τα θεμέλια πάνω στα οποία δομήθηκαν οι Η.Π.Α.
|
Read more...
|
Χαρισματική, άρτια, νόστιμη, χορταστική, απαισιόδοξα αισιόδοξη, διδακτική, με διαλόγους κεντήματα, τε και οικονομική. Πόσες κινηματογραφικές παραγωγές μπορούν να συγκεντρώσουν όλα τούτα τα χαρακτηριστικά; Επιπλέον δε, άνευ βίας, ερωτικών σκηνών, χωρίς εντυπωσιακή δράση και λοιπά φτηνά σινε-ευρήματα.
Η «American fiction» πληροί όλα τα παραπάνω και έχει το σπάνιο χάρισμα, να σε κρατήσει κοντά της, από το πρώτο έως το τελευταίο της πλάνο με μια απαλή αφηγηματική επιβολή. Πρόκειται για 117 λεπτά γνήσιας, λεπτής, κινηματογραφικής τέχνης.
|
Read more...
|
Γυρίζονται και προβάλλονται κινηματογραφικές παραγωγές που πέρα από την όποια κριτική που δέχονται, πέρα από τα συναισθήματα που προκαλούν, προσφέρουν κάτι ακόμα περισσότερο, κάτι πιο βαθύ. Υποχρεώνουν τον πρόθυμο, ως προς τούτο, θεατή σε μια αναψηλάφηση του παρελθόντος, του και παρόντος του. Επαγωγικά αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια καλύτερη αντίληψη στο τι και γιατί του έχει συμβεί ή συμβαίνει, ακολούθως δε σε μια πιθανή αναθεώρηση. Σε μια άμβλυνση ή όξυνση, ανάλογα με την περίπτωση, στάση της ζωής του.
Όλα τα παραπάνω είναι πιο ενδιαφέροντα και πιο ουσιαστικά από το βασικό στόχο της βιομηχανίας του κινηματογράφου που είναι η, ασφαλώς καλοδεχούμενη, ψυχαγωγία. Δυο πρόσφατα τέτοια δείγματα κινηματογραφικής γραφής, παραγωγής του 2023 είναι το: «Τα παιδιά του Χειμώνα» (The Holdovers του Alexander Payen) και το «Υπέροχες Μέρες« (Perfect days του Wim Wenders).
|
Read more...
|
Λίγα λόγια για μια ταινία που αναμενόταν με ανυπομονησία από τους λάτρεις της εμβληματικής Ιταλικής φίρμας, αλλά και γενικότερα της αυτοκίνησης, που αφορά τη ζωή, τις δραστηριότητες, τα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ιδρυτής της, Enzo Ferrari, για μια μικρή χρονική περίοδο, το 1957.
Ο Commendatore ήταν τότε σχεδόν 60 ετών. Στην ταινία τον υποδύεται ο Adam Driver, κατά 20 έτη νεότερος με τελείως διαφορετική σωματοδομή. Μπορεί να είναι εξαίρετος ηθοποιός, αλλά αταίριαστος για το συγκεκριμένο ρόλο. Το γκριζάρισμα της κόμης ένα παρεμφερές κούρεμα, χτένισμα μαζί με τα γυαλιά ηλίου δεν δημιουργούν την εικόνα ταύτισης.
|
Read more...
|
Οι τολμηροί καλλιτέχνες, αποζητούν τολμηρούς ακολούθους. Όσο πιο αιχμηρό είναι το καλλιτεχνικό δημιούργημα τόσο πιο πολύ περιορίζεται το κοινό. Υπάρχουν βέβαια και οι περιπτώσεις όπου κάτι που προορίστηκε για λίγους, συγκέντρωσε τεράστια προσοχή αλλά για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που κινητοποίησαν τον δημιουργό.
Με μεγάλο κομμάτι της Τέχνης να έχει βιομηχανοποιηθεί και ένα εξίσου μεγάλο τμήμα να λειτουργεί με χρηματιστηριακούς όρους τα πράγματα περιπλέκονται, σχετικά με το τι μηνύματα επιδιώκει να περάσει ένα καλλιτεχνικό δημιούργημα και ποιος το χρηματοδοτεί.
|
Read more...
|
Κάποιοι θα τον χαρακτηρίσουν ρομαντικό και αιθεροβάμονα. Άλλοι ουσιαστικό και ελπιδοφόρο. Μερικοί άστοχο. Το μήνυμα που πέρασε με την τελευταία (;) του ταινία μπορεί να είναι όλα αυτά μαζί. Ο λόγος για τον Ken Louch και την «γέρικη βαλανιδιά» ή «η τελευταία πάμπ», όπως μεταποιήθηκε ο τίτλος της για την είσοδο της στην Ελλάδα.
Καταπιάνεται με το φλέγον θέμα της μαζικής μετανάστευσης, όπου Σύριοι πρόσφυγες καταφθάνουν σε χωριό της βορειοανατολικής Αγγλίας. Μουσουλμάνοι μελαχρινοί κατεβαίνουν από τα πούλμαν απέναντι σε ξανθούς Προτεστάντες. Το πράγμα δείχνει αταίριαστο ευθύς εξ αρχής. Ούτε το μόνο πράγμα που μπορεί να τους φέρει κοντά δεν φαίνεται ικανό. Ο κατατρεγμός. Οι μεν πρόσφυγες έχασαν τα πάντα, σπιτικό, συγγενείς, ρίζες, οι δε ντόπιοι το μέλλον τους, από τότε που έκλεισαν τα ανθρακωρυχεία.
|
Read more...
|
Μέχρι το φετινό Μάρτιο υπήρχαν έντεκα ταινίες που είχαν αποσπάσει επτά χρυσά αγαλματίδια στις 94 απονομές της Ακαδημίας.
Στην 95η απονομή οι ταινίες με 7 Όσκαρ έγιναν μια ντουζίνα καθώς προστέθηκε η Everything Everywhere All at Once. Αλλόκοτο δημιούργημα, που ασφαλώς φέρει την υπογραφή της εποχής του. Τόσο για το περιεχόμενο, όσο και για την υπέρμετρη χρήση της τρέχουσας τεχνολογίας, αλλά και για τους λόγους της βράβευσης.
Ήταν, επίσης, μια παραγωγή οικονομική. Κόστισε περίπου 20 εκατομμύρια δολάρια, τα οποία συγκρινόμενα με τα 400 του Avatar ή ακόμα και με τα 170 του Top Gun Maverick είναι ψίχουλα.
Μισό αιώνα νωρίτερα, το 1973, το «Κεντρί» (the Sting), είχε κοστίσει 5 εκ. δολ., κάποια τριάντα κάτι σε σημερινές τιμές αποφέροντας στους χρηματοδότες του 150, ή κάτι παραπάνω, ένα δις σε τρέχουσες τιμές. Το κεντρί είχε επίσης κερδίσει επτά Όσκαρ.
Όπως και «Η λίστα του Σίντλερ» (Schindler's List), 30 χρόνια νωρίτερα, το 1993, άλλη μια παραγωγή με 7 χρυσά αγαλματίδια κερδισμένα, είχε κοστίσει 22 εκ., σημερινά περίπου τα διπλάσια, φέρνοντας 322 ή με σημερινές ισοτιμίες 644. Μαυρόασπρη βέβαια, που σημαίνει χαμηλότερο κοστολόγιο αλλά με διάρκεια περίπου 50% μεγαλύτερη από το σύνηθες των δυο ωρών.
Τεράστιο οικονομικό μέγεθος ο κινηματογράφος πλέον, βαρύτατη βιομηχανία με αποκλειστικό σκοπό και στόχο να γεννήσει συναίσθημα στον θεατή - πελάτη. Το καταφέρνει αυτό η Everything Everywhere All at Once; είναι το ερώτημα.
|
Read more...
|
|
|