Υφίσταται άραγε αντικειμενική δημοσιογραφία, αντικειμενική ιστοριογραφία; Κι όσο τα χρόνια περνούν οι πιθανότητες της αντικειμενικότητας μειώνονται ή αυξάνονται;. Διότι μπορεί, οι καταγραφές, να είναι ακριβείς σε ότι αφορά την περιγραφή των γεγονότων, μπορεί να είναι ειλικρινείς σχετικά με τις προθέσεις εκείνων που αφηγούνται, αλλά πόσο αντικειμενικές είναι; Χωρίς αμφιβολία, όσο πιο έντονες είναι οι εποχές τόσο πιο δύσκολη αποστολή είναι η αντικειμενικότητα.
Κυρίως διότι όλοι οι αφηγούντες έχουν μια προέλευση, μια καταγωγή. Έχουν μια διαμόρφωση, ένα επαγγελματικό περιβάλλον, ένα πλαίσιο, μια ιδεολογία. Και είναι ανθρώπινο. Πέρα από ξεκάθαρες περιπτώσεις συντεταγμένων φερέφωνων που είναι εύκολα εντοπίσιμες και ευκολότερα απορριπτέες, υπάρχει ένα μεγάλο πλήθος ερευνητών, αφηγητών που μας μεταφέρουν σπουδαία ή λιγότερο γνωστά γεγονότα τα οποία ερμηνεύουν με βάση τα βιώματά τους και την ιδεολογία τους.
Μεγάλη εισαγωγή για ένα βιβλίο που τράβηξε την προσοχή ευθύς εκ πρώτης στιγμής. Για δυο κατ’ αρχάς λόγους. Πρώτα διότι αναφέρεται σε μια πολύ ιδιαίτερη, πρωτοφανή χρονική περίοδο που τάραξε τον τόπο και θα μπορούσε να έχει ακόμα μεγαλύτερο αντίκτυπο. Ακολούθως διότι οι καταγράφουσες βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων, έβλεπαν, άκουγαν τις εξελίξεις εν τη γεννέση τους και είχαν πρόσβαση σε πληροφορίες και επαφές που πολύ λίγοι είχαν.
«Η τελευταία μπλόφα» που συνέγραψαν η Ελένη Βαρβιτσιώτη και η Βικτωρία Δενδρινού, αναφέρεται «στο παρασκήνιο του 2015, στις συγκρούσεις και στο plan B». Είναι η πολύ κρίσιμη χρονική περίοδος, όπου στην Ελλάδα αναλαμβάνει την ευθύνη της κυβέρνησης το αταίριαστο ιδεολογικά σχήμα των ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ και ΑΝ.ΕΛ.
|
Read more...
|
Τι έχουμε εδώ; Την καταγραφή δεκάδων προσωπικών εμπειριών, ανθρώπων που με οποιοδήποτε τρόπο βρέθηκαν στην δίνη της καταστροφής του αντιδραστήρα νο 4 στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσέρνομπιλ, εκείνο τον Απρίλιο του 1986. Εν πρώτοις, ακούγεται μια εύκολη συγγραφική δουλειά.
Ξεκινώντας με μια ταπεινή προσωπική ιστορία, οφείλω να θυμηθώ μια από τις επισκέψεις που έκαμα για τον ίδιο λόγο αλλά με αφάνταστα πιο ελαφριά και στο φινάλε ευχάριστη ατζέντα. Ήταν σε άνθρωπο που με ήξερε από παιδί προσχολικής ηλικίας, ενώ βρισκόταν στην ακμή της ζωής του. Στο χρόνο της καταγραφής, ήταν πλέον μόνος και βαθιά στην τρίτη ηλικία.
Μετά από δίωρη συζήτηση έκανε ότι μπορούσε για να παρατείνει την κουβέντα και από την πλευρά μου ότι μπορούσα για να ανταποκριθώ. Υπήρξα, χωρίς να το θέλω, κάτι σαν εξομολογητής. Ήταν χειμώνας, έκανε κρύο, είχε σουρουπώσει κι όταν έφυγα, ένιωθα διαλυμένος.
Αν λοιπόν αυτές οι καταγραφές είναι πολλαπλάσιες, όπως αυτές της Σ.Α., έχουν αντικείμενο το μεγαλύτερο τεχνολογικό δυστύχημα που έχει γνωρίσει η ανθρωπότητα, και είναι όλες μα όλες βυθισμένες σε μαρτυρικούς θανάτους, σε ασύλληπτες καταστροφές και σε τρομακτικά μοναχικές πορείες, είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πόσο βαρύ, ασήκωτο φορτίο επωμίστηκε η συγγραφέας. Και αυτό μάλιστα εις διπλούν.
|
Read more...
|
Ο συγγραφέας, δεν έγραψε μια έκθεση ιδεών, πάνω σε ότι νόμιζε, ή σε αυτά που του είπαν. Το περιεχόμενο του βιβλίου είναι απότοκο σοβαρής, δύσκολης, επίπονης και μακροχρόνιας έρευνας. Αυτό είναι το πρώτο εύσημο. Το δεύτερο έρχεται με τον τρόπο που το παρουσιάζει. Με τον γραπτό του λόγο. Αποφεύγοντας συστηματικά το φτηνό εντυπωσιασμό, δημιουργεί ένα βαθύ, σκληρό και σπαραξικάρδιο κείμενο, μένοντας ταυτόχρονα πιστός σε μια όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική ιστορική προσέγγιση.
Το κάνει αριστοτεχνικά, χρησιμοποιώντας άπειρες πληροφορίες και ξετυλίγοντας τις τέμνουσες πορείες των ατόμων που ακολουθεί επί δεκαετίες. Και όταν συμβαίνει αυτό, όταν τέμνονται, συνήθως γίνεται κάτι αποτρόπαιο, κάτι βαθιά απεχθές που ενίοτε συνοδεύεται από κάτι εξόχως συγκινητικό. Η όλη συνθήκη, θυμώνει πολύ τον αναγνώστη, αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ λιγότερο απ’ ότι τον καταθλίβει.
Στην εξέλιξη της ανάγνωσης, νιώθει αλλεπάλληλα χτυπήματα, μέχρι την τελευταία παράγραφο, της τελευταίας σελίδας, της κάθε ενότητας, οπότε έρχεται το ισχυρότερο. Και στη επόμενη ενότητα ή κεφάλαιο, πάλι τα ίδια. Δεν μπορεί παρά να κερδίσει και τον πιο δύσκολο, πιο αδιάφορο, πιο μίζερο αναγνώστη.
Το αντικείμενό του, είναι οι διαβόητες «Ταραχές», η αδυσώπητη εκείνη τριακονταετής σύγκρουση από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 έως τη Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής του 1998. Με εθνικιστικό, πολιτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, η σύγκρουση κλιμακώθηκε σε μια αναμέτρηση χωρίς κανένα όριο, δίχως οποιοδήποτε κανόνα.
|
Read more...
|
Τούτες οι μέρες σαν να έρχονται ανάμεσα από τις αγωνίες των περισσότερων να μην ξεχάσουν να φανούν συνεπείς στα συνήθη ευχολόγια, μαζί με το επιβεβλημένο καταναλωτικό όργιο της εποχής, καθώς και την σχεδόn υποχρεωτική εορταστική διάθεση που ενισχύεται με κάθε μέσον που υφίσταται.
Σε ένα τόπο που παλεύει τα τελευταία δέκα χρόνια με, αποδεδειγμένα αποτυχημένα, Μνημόνια, και με μια Πανδημία που σοκάρει ολάκερο τον πλανήτη, είναι να απορείς πως μπορεί κάποιος να αμύνεται της κυβερνητικής εξουσίας που ασκεί και πως, ακόμα περισσότερο, κάποιοι άλλοι επιθυμούν διακαώς να τον διαδεχτούν στη θέση του. Όλο αυτό δε, με τους χειρότερους των τρόπων, αν υποτεθεί ότι σε αυτές τις διαδικασίες έχουν ποτέ υπάρξει και καλοί τρόποι. Φαντάζει ως ο ορισμός του παραλόγου.
Μολοντούτο έχουν υπάρξει, εδώ στην πατρίδα μας, πολύ – πολύ χειρότερα Χριστούγεννα. Το ’22, το ’44, και αρκετά άλλα που οι τυχερές γενιές μας δεν βίωσαν. Και δεν είναι απαραίτητη η μαζική καταστροφή ή το θανατικό για να απομακρύνουν τα Χριστούγεννα από το βασικό τους σενάριο.
Ένεκα οι μέρες, ξανάπεσε στα χέρια μου το μικρό διήγημα του Jack London, Χριστούγεννα στο Κλοντάικ. Αφορά την εξιστόρηση των Χριστουγέννων δυο αδελφών, σε ένα περιβάλλον αδιανόητα σκληρό και θανατερά παγωμένο, στα βορειοδυτικά εδάφη των εκβολών του ποταμού Στιούαρτ, στα τέλη του 19ου αιώνα, πάνω στον πυρετό της εξόρυξης χρυσού.
Η μέρα δεν αναμένεται ούτε ιδιαίτερα εορταστική, ούτε ιδιαίτερα πλούσια, όσο κι αν θέλουν τα αδέλφια να δημιουργήσουν ένα τεχνητό κλίμα, ως προς τούτο. Κι όμως από μια αλληλουχία συμπτώσεων γεννιέται, για τα μέτρα της εποχής και των συνθηκών, μια ευχάριστη, ανθρώπινη, ζεστή ατμόσφαιρα όπου τον πρώτο λόγο έχουν η απροσδόκητη εμφάνιση καλοπροαίρετων προσώπων και ενός πλούσιου χριστουγεννιάτικου τραπεζιού.
|
Read more...
|
Στην προηγούμενη ανάρτηση με την αφορμή της έκδοσης «Ένα σκοτεινό δωμάτιο», έγινε λόγος για δυο Αμερικανούς διπλωμάτες που υπηρέτησαν στην Αθήνα ως πρέσβεις. Για τον J. E. Peurifoy που ηγήθηκε της διπλωματικής αποστολής από τις 25 Σεπτεμβρίου του 1950 έως τις 9 Αυγούστου του 1953 και τον H. J. Tasca που ανέλαβε στις 20 Δεκεμβρίου του 1969 και παρέδωσε στις 16 Σεπτεμβρίου του 1974. Και οι δύο υπηρέτησαν σε δύσκολες εποχές για τον τόπο μας, αν υποτεθεί ότι υπήρξαν και εύκολες στο χρονικό διάστημα από το τέλος του Εμφυλίου έως την Μεταπολίτευση. Από ένα άσχημο παιχνίδι της τύχης, και οι δύο είχαν κοινό τέλος.

Θύματα τροχαίων δυστυχημάτων. Ο πρώτος το ‘55 στην Ταϊλάνδη όταν το Thundebird που οδηγούσε συγκρούστηκε με φορτηγό. Ο δεύτερος το '79 στη Λοζάνη όταν συγκρούστηκε σε διασταύρωση με άλλο όχημα. Και στις δυο περιπτώσεις μέσα στα αυτοκίνητα βρίσκονταν οι γιοί τους. Ο εννιάχρονος γιος του Peurifoy, Daniel έχασε τη ζωή του επί τόπου. Ο μεγαλύτερος γιος του, ο 14ετής Clinton που ήταν σπαστικός, επέζησε. Ο γιος του Τasca, John, τραυματίστηκε αλλά επίσης επέζησε. Οκτώ χρόνια αργότερα κατηγόρησε ευθέως τον Dr. H. Kissinger για τον θάνατο του πατέρα του. Και τα δυο δυστυχήματα συνέβησαν μήνα Αύγουστο. Στις 12 του Peurifoy στις 22 του Tasca.
Στο μεσοδιάστημα, στις 7 Ιανουαρίου του 1957, το περιοδικό Time στην ενότητα «Θρησκεία» και τίτλο «Ο καλύτερος μαθητής», δημοσιεύει μια ιστορία από την εποχή που η οικογένεια των Peurifoys βρισκόταν στην Ελλάδα. Να τεθεί υπόψη ότι μεγάλος γιος o Clinton, που είχε και το πρόβλημα ήταν συνομήλικος με τον Κωνσταντίνο, γεννημένοι και οι δυο το 1940, και συχνά βρίσκονταν με τον τότε διάδοχο, στα ανάκτορα. Το άρθρο στο Time είχε ως εξής:
|
Read more...
|
Κάνοντας μια πολυετή και σε βάθος έρευνα, σε αποχαρακτηρισμένα αρχεία, συνομιλώντας και με αρκετούς από εκείνους που είχαν ρόλους μέσα στη ροή των γεγονότων, ο Α.Π. συγκροτεί μια τεκμηριωμένη άποψη για τα γεγονότα που χάραξαν τις τύχες Ελλάδας, Κύπρου και Τουρκίας το μοιραίο καλοκαίρι του 1974.
Σε όσους είχαν ασχοληθεί μελετώντας αυτή την πτυχή της ιστορίας, τα γεγονότα είναι αρκετά γνωστά. Αυτό που κομίζει η έκδοση είναι ένα μεγάλο πλήθος από λεπτομέρειες, συζητήσεις, διαπραγματεύσεις, αντεγκλήσεις και κυρίως το χαώδες κλίμα που επικρατούσε. Καθώς και η έλλειψη προσωπικοτήτων που θα μπορούσαν να βγάλουν τον τόπο από την κρίση με πολύ μικρότερες απώλειες.
Στην ελληνική πλευρά η εξουσία που ασκούσε ο Ιωαννίδης ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Πιθανότατα παρασυρμένος από εξωδιπλωματικά κανάλια είχε τη βεβαιότητα ότι θα ανέτρεπε τον Μακάριο, θα πετύχαινε την πολυπόθητη για μερίδα Ελλήνων Ένωση και οι Τούρκοι δεν θα αντιδρούσαν. Ο τρόπος όμως που διαφέντευε την Ελλάδα, δεν θα μπορούσε να είχε καμιά τύχη σε διεθνές επίπεδο.
Στην Αμερική ο πρόεδρος ήταν απών, ολότελα αφοσιωμένος στο πως θα διαφύγει αλώβητος μετά το σκάνδαλο Watergate. Δεν βρισκόταν καν στην Ουάσινγκτον, αλλά στην Καλιφόρνια. Αναγκάστηκε σε παραίτηση 20 μόλις μέρες μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ουσιαστικά, την πολιτική ασκούσε ο Dr. Η. Kissinger με τον αέρα και το ύφος της απόλυτης ισχύος, συχνά με έναν περιττό κυνισμό και με το αντίστοιχο χιούμορ.
|
Read more...
|
Από τότε που άκουσα την πρώτη νότα του, δεν τον είχα καταχωρήσει στους καλλιτέχνες που έκαναν τη καρδιά μου να χτυπά πιο δυνατά. Για να παραμείνω ευθύς, ήμουν ξένος στο είδος της μουσικής που κόμιζε, δεν είχα καν κατανοήσει τι εκπροσωπούσε. Εννοείται ότι μου άρεσε η γλυκιά μελαγχολία του «Blowin' in the wind», με θύμωνε η σκληρή καταγγελία του «Hurricane», με συγκινούσε το σπαραξικάρδιο «Knockin' On Heaven's Door», και μου άρεσε το «Lay, Lady, Lay». Αλλά έως εκεί.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι στα μέσα της δεκαετίας του ’70 φίλος μου, γνώριζε, εκτιμούσε, έπαιζε και τραγουδούσε κομμάτια του. Ακόμα και σαράντα χρόνια αργότερα όταν ο μπροστινός μου στα πορτοκαλιά κουτιά του «Πήγασου», ήταν κάτι σαν τον Έλληνα βιογράφο του, με αστείρευτες γνώσεις για το έργο και το βίο του, δεν κατάφερα τίποτα περισσότερο παρά να ειρωνευόμουν (τον μπροστινό) στο πλαίσιο της ευρύτερης καθημερινής καζούρας που αφορούσε οτιδήποτε, και εν προκειμένω τις μουσικές προτιμήσεις του για: «εκείνον τον τύπο, που έκανε πως τραγουδάει».
Μέχρι πριν λίγες εβδομάδες όλα αυτά, όπου συνέβησαν όλως τυχαίως δυο πράγματα σχεδόν σιμουλτανέ. Έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο που αποτελεί την αυτοβιογραφία του με τίτλο «η ζωή μου» και είδα το ντοκυμαντέρ: Rolling Thunder Revue: A Bob Dylan Story by Martin Scorsese του 2019, μια σύγχρονη και περίεργη ακροβασία ανάμεσα στο αληθινό και το φανταστικό
Εκείνη η περιοδεία, όπως την ένιωσα μέσα από το υλικό, έγινε σε μια εποχή όπου στις Η.Π.Α. ζούσε η ταπείνωση από την ήττα στον πόλεμο της Ινδοκίνας, η ντροπή από την πρώτη παραίτηση, στην ουσία καθαίρεση προέδρου. Ήταν μια χώρα διχασμένη και αυστηρή, μα ταυτόχρονα υπήρχε ο χώρος για να αφήσει την αμφισβήτηση, τη διαμαρτυρία και τελικά την ελπίδα να εκφραστεί. Ένα περίεργο και συχνά εκρηκτικό μείγμα όπου ο Dylan όργωνε την Αμερική και τον Καναδά από τον Οκτώβριο του ’75 έως τον Μάιο του ’76 δίνοντας 48 παραστάσεις με εκείνη την διαφορετική, ατίθαση σύνθεση της μπάντας του.
|
Read more...
|
Ήταν από εκείνα τα τηλέφωνα που έρχονται χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, να γεμίσουν ώρες μουντής πανδημικής Κυριακής. Περί ανέμων και υδάτων η κουβέντα, όπου κάποια στιγμή γύρισε στα βιβλία και ο συνομιλητής μου εξέφρασε την άποψη ότι δεν μπορεί να διαβάζει ταυτόχρονα περισσότερα του ενός. Απάντησα ότι δεν καταλάβαινα τη λογική του, προτάσσοντας μάλιστα το επιχείρημα ότι στο σχολείο σχεδόν κάθε μέρα έπρεπε να διαβάζουμε τα λεγόμενα δευτερεύοντα, ήγουν Ιστορία, Γεωγραφία, Αγωγή του Πολίτη, Ηθική, Λογική και δεν θυμάμαι τι άλλο υπήρχε τότε, που τα ηνία της ηγεσίας του Τόπου κρατούσαν ένστολοι, που πέραν των άλλων, ήταν κατεξοχήν εχθροί της γνώσης.

Δεν το είχα σκεφτεί, απάντησε και επειδή θεώρησε ότι τον βοήθησα, βρεθήκαμε κλεφτά σε πρώην κοσμική πλατεία, μασκοφόροι, υγιείς και οδοιπόροι δικυκλιστές και μου ενεχυρίασε έκδοση τινά μετά αφιερώσεως. Κι επειδή είχα ψυλλιαστεί την κίνηση, ήμουν προετοιμασμένος, προσφέροντας και ΄γω το κάτι τις μου, έντυπο εννοείται. Για να είμαι ειλικρινής πάντως, δεν μπόρεσα, παρότι κατέβαλα τις δέουσες προσπάθειες, να διαβάσω το περιεχόμενο, πέραν της εισαγωγής, της ευγενικής χειρονομίας του. Το όνομα του Francois Villon, μου ήταν ολότελα άγνωστο και το αντικείμενό του, η Γαλλική ποίηση του Ύστερου Μεσαίωνα δεν περιλαμβάνεται, ακόμα, στα θέματα που με συγκινούν. Για να μην εκτεθώ δε μελλοντικά, κατέθεσα την αδυναμία μου ευθέως και ευθαρσώς προς τον ενεχυριάσαντα.
Την επόμενη μέρα δέχτηκα από έτερο Καππαδόκη, ερώτημα φιλικά περιπαιχτικό: «Τι έγινε, τo κόψαμε;» Αναφερόταν στην ανάγνωση βιβλίων, καθώς παρατήρησε ότι είχαν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες χωρίς ανάρτηση με σχόλια για κάποια έκδοση που διάβασα. Όχι, δεν «τo κόψαμε», αλλά δεν βρέθηκε ούτε ο χρόνος και πολύ περισσότερο ούτε η συγκέντρωση για μια αναλυτική παρουσίαση. Ούτως εχόντων των πραγμάτων προχωρώ σε μια σύντομη αναφορά, σε όσες εκδόσεις βρήκα θαλπωρή στις σελίδες τους, στο τελευταίο τετράμηνο.
|
Read more...
|
Πέρασε αρκετός καιρός χωρίς να σημειωθούν εντυπώσεις για βιβλία που διαβάστηκαν και άξιζαν αναφορά.

Ιδού λοιπόν τρεις εκδόσεις.
|
Read more...
|
|
|