Περισσότερο από 20 χρόνια, “αποσπασμένος” αποκλειστικά, στα γράμματα, ο Δ. Χαριτόπουλος, επιστρέφει με το “μυθιστόρημα” εκ Πειραιώς”. Μετά από τέσσερα χρόνια εκδοτικής παύσης, επανέρχεται και καταγράφει τα παιδικά, τα εφηβικά του χρόνια μέχρι του σημείου που ολοκλήρωσε, με κάποια καθυστέρηση, τον κύκλο των εγκυκλίων του σπουδών.
Μας αποκαλύπτει την πατρίδα των παιδικών του χρόνων, από το '47 που γεννήθηκε ως το '67 που “τελείωσε την τελευταία τάξη σε ένα μικρό ιδιωτικό γυμνάσιο στο Πασαλιμάνι απέναντι από τον ανηφορικό κηπάκο που είναι και το Άγαλμα της Μητέρας.” όπως σημειώνει στην προτελευταία παράγραφο του πονήματός του.
Μας παρουσιάζει τον κόσμο που πρωτογνώρισε, έναν κόσμο απροκάλυπτα και συχνά, τουλάχιστον επιφανειακά, αδικαιολόγητα βίαιο, σε μια συνοικία του μεταπολεμικού Πειραιά όπου «όλα μπορείς να τα δεις και να τα κάνεις, όλα εκτός από ένα, να κάνεις το ζόρικο». Τα Μανιάτικα. Αυτές είναι οι πρώτες εικόνες του, τα πρώτα βιώματα. Ήρωάς του είναι «το παιδί». Πάνω του τρέχει το χρόνο, διηγείται τα συμβάντα, περιγράφει την άγρια πλευρά της ζωής και είναι βίαιη, είναι άγρια, είναι ζούγκλα, διότι δεν περισσεύει ούτε χώρος, ούτε χρόνος, ούτε χρήμα. Διότι είναι ένας αγώνας επιβίωσης.
Περιγράφει κατατοπιστικότα, την μορφή της κοινωνίας, υπερασπίζεται συνθήκες και ανθρώπους που πριν 40 χρόνια ήταν βαθιά κατηγορούμενοι και αμαρτωλοί, όπως οι ρεμπέτες, απαλλάσει τις πουτάνες, περνώντας μας την εικόνα της σχεδόν ευτυχισμένης πόρνης χωρίς να θυμίζει τη αντίστοιχη φιλμογραφία του Ντασέν. Παραθέτει εκατοντάδες ονόματα. Ονόματα εμπορικών και πολεμικών βαποριών, δρόμων, ρεμπετών, προσωπικοτήτων, συνοικιών, καλλιτεχνών. Στις παραγράφους του παρελαύνουν, πολιτικοί, μαγκίτες, φονιάδες, κουτσαβάκια, γνήσιοι και δήθεν, χασικλήδες, καμπαρετζούδες, ποδοσφαιριστές, στριπτιζούδες ντόπιες και αλλοδαπές, μαγαζάτορες της νύκτας, παρελαύνει ένα ολόκληρο λιμάνι για 20 χρόνια.
|
Read more...
|
|
Ο συγγραφέας, για να πλέξει το μύθο του, χρησιμοποιεί τον αφελή, πλην ειλικρινή και ακριβή λόγο της πρωταγωνίστριάς του. Εκκινεί από την προπολεμική Ελλάδα και φτάνει τον αναγνώστη περισσότερο από μισό αιώνα αργότερα.
Στις 254 σελίδες του, πέρα από την αδιαμφισβήτητη λογοτεχνική του δεινότητα, παραδίδει και μια σειρά μαθημάτων.
Κατ' αρχήν Ιστορικών. Δίνει πληροφορίες, ψάχνει και αμφισβητεί. Επαναλαμβάνει συχνά την έκφραση: “η λεγόμενη απελευθέρωση” υπονοώντας σχεδόν εμμονικά ότι απελευθέρωση δεν επήλθε, άποψη που την στηρίζει με όλα τα γεγονότα που παραθέτει. Παραμένει, δικαίως, επί μακρόν στην Κατοχή, όπου κυριολεκτικώς “ξεκοκκαλίζει” τους ήρωές του. Με πυλώνα την πείνα, στήνει μαεστρικά το ζοφερό σκηνικό του.
Δεν μπορώ να θυμηθώ άλλο βιβλίο που να περιέγραψε τόσο έντονα και καθόλου μελοδραματικά την απόγνωση του λιμού, αν ίσως εξαιρεθεί “Η πείνα” του Κνουτ Χάμσουν. Βέβαια, ο Δανός νομπελίστας καταπιάστηκε με το αντικείμενο το 1890, ενώ ο λιμός στην Ελλάδα δημιουργείται τεχνητά, μισό αιώνα αργότερα, από τις Κατοχικές δυνάμεις. Είναι η πείνα, λοιπόν, η ανέχεια που επιβάλει το δράμα και δεν είναι ο θάνατος ο τελικός τρόμος, η απώτατη τιμωρία. Είναι η ζωή χωρίς αξιοπρέπεια.
Εκεί πάνω ο Μάτεσις μεγαλουργεί. Αποφεύγει, όπως προείπαμε το μελόδραμα και με τον αφελή μεν, αλλά ανελέητο δε, λόγο – ρόλο της Ραραούς αποκαλύπτει το έρεβος. Καταπιάνεται με όλα τα θέματα ταμπού. Το κάνει με μέτρο , ψύχραιμα, αναλυτικά και τελικά εξαίσια. Παρακολουθεί, όμως χιουμοριστικά, διακριτικά, αλλά και δηκτικά και τα φαινόμενα της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Τα βιβλιάρια των που ψηφίζουν μόνα τους, τις συντάξεις, τα ρουσφέτια, όλο το πλέγμα της συναλλαγής. Έχει το χάρισμα να βάζει χρονικά σκόρπια στοιχεία και γεγονότα, τα οποία όμως αν ο προσεκτικός αναγνώστης τα ευθυγραμμίσει φθάνει σε συμπεράσματα συμπαγή και κυρίως φθάνει ήσυχα χωρίς υστερίες και κορώνες. Για να συμβεί αυτό βεβαίως προϋποθέτεται και μια μίνιμουμ ιστορική βάση.
Αν όμως το ένα μάθημα είναι ιστορικό, τα υπόλοιπα μαθήματα είναι κοινωνιολογικά, καλλιτεχνικά, πολιτιστικά, λαογραφικά. Η γραφίδα του ακουμπά με χιούμορ, με ρεαλισμό, άλλοτε δραματολογικά, άλλοτε με σκληρό ρεαλισμό ενίοτε και σουρεαλιστικά μέσα από τα μονοπάτια των ονείρων, σχεδόν όλες τις πτυχές αυτού του τόπου στο χρονικό διάστημα που πραγματεύεται.
|
Read more...
|
Το χάος και η βία της Κατοχής είχε περάσει, ο Οκτώβριος του '44 έφερε ελπίδες αλλά δυο μήνες αργότερα η Αθήνα πνιγόταν σε ανελέητο ποτάμι μίσους. Η “Βάρκιζα” τον Φεβρουάριο του '45, δεν απέφερε τίποτα το ουσιαστικό και ο τόπος όδευε σε μεγαλύτερες, σε πιο αιματηρές περιπέτειες.
Σε εκείνες τις τόσο ταραγμένες εποχές, γεννήθηκε η ευαισθησία για τη διάσωση όσων περισσότερων εκπροσώπων της αναδυόμενης γενιάς. Κι΄ όταν μιλάμε για διάσωση εννοούμε κατ' αρχήν σαν φυσικά πρόσωπα. Να μην καταλήξουν είτε από αδέσποτα βλήματα, είτε από τις κακουχίες. Έπειτα να καλλιεργήσουν τις δεξιότητές τους, να μορφωθούν και να αποτελέσουν χρήσιμες μονάδες στην μελλοντική προσπάθεια του τόπου για επανόρθωση.
Κύριος εκφραστής αυτής της προσπάθειας, ήταν ο Διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Οκτάβιος Μερλιέ συνεπικουρούμενος από την Ελληνίδα σύζυγό του Μέλπω και τον γενικό γραμματέα του Ινστιτούτου Ροζέ Μιλλιέξ. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα τον Ιούνιο του '45, μετά τον εκτοπισμό μου από τις Γερμανικές δυνάμεις κατοχής, βάζει σε κίνηση ένα πολύπλοκο, παράτολμο και δύσκολο σχέδιο. Να διώξει στο ασφαλές Παρίσι όσους περισσότερους νέους και υποσχόμενους ανθρώπους μπορούσε, να διασώσει όσο περισσότερο ελληνικό ανθό.
|
Read more...
|
Δεν μπορώ να θυμηθώ επακριβώς, θαρρώ όμως ότι οι παραστάσεις δίδονταν σε έναν ισόγειο χώρο της ΧΕΝ, επί της οδού Αμερικής και οι αναμνήσεις μου είναι πολύ μακρινές, θολές μα τρυφερές και ευχάριστες. Ο λόγος για τις παραστάσεις του μπάρμπα Μυτούση, του Κλούβιου και της Σουβλίτσας στις αρχές τις δεκαετίας του '60 όταν η μητέρα μου με πήγαινε εκεί, σε ηλικία προσχολική.
Δεν είχα συγκρατήσει άλλα, πολύ περισσότερο δε, το όνομα του δημιουργού εκείνου του κουκλοθέατρου. Μέχρι που το καλοκαίρι που μας πέρασε, μισό αιώνα αργότερα συνέβη, όλως τυχαίως, η συνάντηση και η συνέντευξη με την Ελένη Γλύκατζη Ahrweiler. Τότε κατέφθασε και στο δικό μου φως, "η αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα" .
Συνδετικός κρίκος του μπάρμπα Μυτούση και της αρραβωνιαστικιάς είναι η δημιουργός τους, η Άλκη Ζέη. Είναι το μοναδικό πόνημα της συγγραφέως που δεν απευθύνεται σε παιδιά, αφήνει ένα σημαντικό στίγμα στην εμφυλιακή και δικτατορική λογοτεχνική καταγραφή των γεγονότων. Το έγραψε ένα τέταρτο του αιώνα μετά τις παραστάσεις του μπάμπα Μυτούση και χρειάστηκα άλλο τόσο να το ανακαλύψω. Παρα ποτέ, κάπως καλύτερα.
Είναι μια συρραφή εικόνων, από ένα αδιάκοπο πηγαινέλα ανάμεσα στις δύο ιστορικές περιόδους που αφαίρεσαν τη ζωή πολλών και άλλαξαν τη ζωή αν όχι όλων, των περισσότερων Ελλήνων και φυσικά την μορφή του τόπου. Τον εμφύλιο και ότι ακολούθησε και την δικτατορία. Γεγονότα που η συγγραφέας έζησε και τη ζήσανε.
|
Read more...
|
Μετρ της αφήγησης, ιδιαίτερα παρατηρητικός, συχνά προφητικός και τελικά αριστουργηματικός είναι ο John Steinbeck, στο Travels with Charley in search of America.
Ο συγγραφέας πραγματοποίησε την περιπλάνησή του μέσα στο 1960, όταν ήταν 58 ετών, επί προεδρίας D. Eisenhower. Ξεκίνησε μετά την Labor day, που σηματοδοτεί το τέλος της καλοκαιρινής περιόδου από το σπίτι στο Sag Harbor, στο Long Island της Ν. Υόρκης. Επέστρεψε μετά από 80 περίπου μέρες, αφού διέσχισε δυο φορές τον κορμό των Πολιτειών έως τη δυτική ακτή στη γενέτειρά του Salinas στην Καλιφόρνια και πίσω.
Στο ταξίδι του είχε δύο συνοδοιπόρους. Αν ξεκινήσουμε από τον έμψυχο, ήταν τετράποδος. Αφήνω την παρουσίαση στον ίδιο.
“... το όνομά του είναι Charles le Chien, γεννήθηκε στο Μπερσύ, στα περίχωρα του Παρισιού και εκπαιδεύτηκε στη Γαλλία. Παρότι ξέρει λίγα σκυλίσια αγγλικά προστάγματα ανταποκρίνεται γρήγορα μόνον σε γαλλικά προστάγματα. Είναι ένα πολύ μεγαλόσωμο κανίς, σε χρώμα μελανί που το λένε bleu και που πράγματι φαίνεται μπλε αν είναι καθαρό.”
Ο έτερος συνοδοιπόρος ήταν τετράτροχος και σύνθετος. Ήταν από τα πρώτα αυτοκινούμενα τροχόσπιτα. Ένα ημιφορτηγό διαμορφωμένο να κοιμίσει, να σιτίσει, να κρατήσει ζεστό έναν άνθρωπο και ένα σκύλο. Το ονόμασε Ροσινάντε, όπως είχε ονομάσει ο Θερβάντες το άλογο του Δον Κιχώτη.
Από την μεριά του ο Steinbeck δεν κυνηγούσε ανεμόμυλους, αλλά έψαχνε τη δική του ψυχή μέσα στην ψυχή της μεγάλης, της ευρύτερης πατρίδας του. Εννοείται ότι οι δύο συνοδοιπόροι του μπορεί να μην μιλούν, να μην γράφουν αλλά η επικοινωνία τους με τον ταξιδευτή είναι δεδομένη. Ο Αμερικανός συγγραφέας δίνει ζωή στον Ροσινάντε, μιλιά στο Τσάρλυ και πορεύεται μαζί τους.
|
Read more...
|

Η ζωή του συγγραφέα Αντώνη Σουρούνη ήταν περιπετειώδης, ή έστω αντισυμβατική, διαφορετική. Το γράψιμο του αληθινό, ανθρώπινο και από ένα σημείο και μετά γλαφυρά αναμενόμενο.
Λίγα λόγια για το “βιβλίο του “Μισό αιώνα άνθρωπος”.
Ήταν το δεύτερο μετά το “Γκας ο γκάνγκστερ” που διάβασα πράγμα που δεν μου δίνει και πολλά δικαιώματα να χαρακτηριστώ ως ειδικός “Σουρουνολόγος”, μολοντούτο θα προχωρήσω στο μικρό, ακόλουθο σημείωμα. Πρόκειται για μια συλλογή 20 αφηγημάτων αφιερωμένη στους γονείς του συγγραφέα.
Πρωτοεκδόθηκε το 1996, και ήταν σαν ένας μικρός απολογισμός των πενήντα χρόνων της ζωής. Γεννημένος μέσα στην Κατοχή ('42), ο συγγραφέας, αναδεύει κατ' αρχήν τις παιδικές, νεανικές μνήμες, τις εικόνες από την μεταπολεμική, φτωχική Θεσσαλονίκη. Γειτονιά, συνθήκες, άνθρωποι, συγγενείς, έρχονται απρόσκλητοι συνθέτοντας τις πρώτες εμπειρίες της ζωής.
Κι' όταν το παιδί μεγαλώνει και απομακρύνεται έρχονται εξ' ίσου απρόσκλητα τα δύο στοιχεία που κατά πως φαίνεται στοίχειωσαν την ενήλικη ζωή του. Θηλυκά και τα δύο. Η γυναίκα και η ρουλέτα. Φιλτραρισμένα από το στενάχωρο της μετανάστευσης, από το περιπετειώδες των καραβιών, το επικίνδυνο του μπάρκου, αποκτούν άλλες διαστάσεις στην αφηγηματική πλοκή.
|
Read more...
|
Η αυτοβιογραφία είναι ένα εύκολο είδος γραφής. Συχνά γλιστρά και σε ένα είδος αγιογραφίας του αφηγούμενου. Άλλο τόσο συχνά όμως, παρέχει στον αναγνώστη πληθώρα πληροφοριών για πράγματα είτε άγνωστα είτε ξεχασμένα. Η αυτοβιογραφία του Χάρη Κυνηγού με τίτλο: “Σαν μυθιστόρημα” και υπότιτλο: “50 χρόνια ζωής με την ΕΛΙΝΟΙΛ”, δεν κινδυνεύει από το πρώτο, ενώ παρέχει άφθονα το δεύτερο.
Πρόκειται για την πορεία ενός ανθρώπου ο οποίος γεννήθηκε το 1937 και μόλις 21 χρόνια αργότερα προσελήφθη σε μια εταιρεία εισαγωγών. Βρισκόμαστε στο 1958, η Ελλάδα προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματα της από τις δοκιμασίες που έχει περάσει και πολλοί νέοι άνθρωποι σκέφτονται την μετανάστευση σαν μονόδρομο για την προκοπή. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Χ. Κυνηγός που ένα τέχνασμα της οικογένειάς του τον κράτησε στον τόπο του. Τότε έκανε και τα πρώτα του βήματα στο στίβο της ζωής κερδίζοντας τα πρώτα του χρήματα ως υπάλληλος σε εταιρεία εισαγωγών στην οποία ο πατέρας του διατηρούσε ένα μικρό μερίδιο.
Στην ίδια αυτή εταιρεία, που με το ρίσκο της υποθήκευσης του σπιτιού τους, ο πατέρας του και οι συνεταίροι του, την μετέτρεψαν σιγά – σιγά σε πετρελαϊκή, πέρασε όλα τα επαγγελματικά του χρόνια. Βρέθηκε στην κορφή της, την “έτρεξε”, την έζησε και τον έζησε. Ακριβώς επειδή ξεκίνησε μικρός, χωρίς εμπειρίες, διήλθε όλα τις κλίμακες, γνώρισε κάθε πτυχή, συναλλαγή, κάθε πρόβλημα και με εργατικότητα, επινοητικότητα, προσαρμοστικότητα την είδε να μεγαλώνει, να ισχυροποιείται, κρατώντας όμως κάποιες αρχές.
|
Read more...
|
Με τον υπότιτλο βιωματική βιογραφία, η συγγραφέας δίνει αμέσως το στίγμα της προσπάθειάς της. Είναι μια επιμελημένη έκδοση, στο επίπεδο που μας έχει συνηθίσει η «Εστία». Αν όμως το ένα χαρακτηριστικό της είναι η επιμέλεια, το άλλο είναι ο πλούτος.
Υπάρχει λοιπόν, μια πληθώρα στοιχείων που αναδύονται μέσα από αρχεία και παρατίθενται. Παρομοίως συναντάμε πλήθος ομολογιών από σύγχρονους με τον Π.Κ. ανθρώπους, αλλά και ντοκουμέντα όπως έγγραφα, εικόνες μα και αποσπάσματα από τις σημειώσεις, τα ημερολόγια του Κόκκαλη.
Τo βιβλίο παρακολουθεί την πορεία του ανθρώπου, του ιατρού, του δημόσιου πρόσωπου, από τα πολύ πρώτα του βήματα ως το θάνατό του, αλλά και το αντίκτυπο, το αποτύπωμα που άφησε στην πορεία του χρόνου.Αποκαλύπτει έναν πολυπράγμωνα άνδρα:
Έναν χειρούργο με μαγικές σχεδόν ιδιότητες που χρησιμοποιούσε και τα δύο του χέρια με την ίδια δεξιότητα, ένα σοφό παθολόγο και έναν άριστο ανατόμο. Δεκάδες είναι οι ομολογίες ασθενών, αλλά και συγγενών που καταθέτουν τις εμπειρίες τους για τις ιατρικές γνώσεις και τις πρωτοποριακές του μεθόδους. Το επιστημονικό του προφίλ αποκτά μια μυθική διάσταση διότι πέρα από τις ικανότητές του, αποκαλύπτεται η ανυστεροβουλία του και η διάθεσή του να χειρουργεί κάθε κοινωνικής τάξης ασθενείς, δωρεάν.
Αντίστοιχα στοιχεία, παραθέτονται για το πόσο σημαντική ήταν η προσφορά του ως ακαδημαϊκός. Για το σεβασμό που ενέπνεε στους φοιτητητές του, για το κύρος και για το ουσιαστικό έργο που άφησε στο Πανεπιστήμιο.
|
Read more...
|

Το πόνημα των δυο συγγραφέων φέρνει στη επιφάνεια, μια σειρά από σκέψεις, από διαπιστώσεις για: “το πως, γιατί και από πότε άρχισε να στραβώνει η υπόθεση του σοσιαλισμού και ο Υπαρκτός να γίνεται όλο και πιο ανύπαρκτος.” όπως καταθέτει και ένας εκ των δημιουργών στο προλόγισμα του.
Το πετυχαίνει με γενναιότητα, με χιούμορ, με λεπτότητα, με χάρη.
Αν η πρώτη απόπειρα εξωτερίκευσης, αλλά και ομολογίας απομυθοποίησης των “γιγάντων”, της προσπάθειας του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στην πατρίδα μας είχε πατέρα τον Χρόνη Μίσσιο στα μέσα της δεκαετίας του '80, τελευταία μέχρι στιγμής, είναι τούτη η έκδοση.Το ιδιαίτερο της υπόθεσης είναι ότι οι δημιουργοί όχι μόνον δεν έχουν περάσει απέναντι, αλλά δεν έχουν καν απομακρυνθεί από την ιδεολογία τους.
Για αυτό και ο λόγος τους έχει μεγαλύτερη βαρύτητα. Έχει επίσης περισσότερη αξία διότι όλα τα αφηγούμενα δεν είναι μόνον θεωρητικές προσεγγίσεις, αλλά και βιωματικές εμπειρίες.
Ένα άλλο συγκινητικό στοιχείο σε αυτή την τόσο ενδιαφέρουσα ιστορική καταγραφή είναι το γεγονός ότι δυο σημαντικές φυσιογνωμίες του αριστερού χώρου, θέλησαν να μιλήσουν μετά το θάνατό τους. Τόσο η Έλλη Παππά με το βιβλίο της (Μαρτυρίες μιας διαδρομής), όσο και ο Λεωνίδας Κύρκος με την τηλεοπτική του συνέντευξη που προβλήθηκε σχεδόν ένα χρόνο μετά το φυσικό του τέλος.
Το αίσθημα της μοναξιάς, της απώλειας, της απόγνωσης ίσως να έλαβε τις μεγαλύτερες τιμές του όχι μόνον σε όσους ιδεολόγους έφυγαν βίαια από τη ζωή, υπερασπιζόμενοι την ιδεολογία τους, αλλά και σε όσους έζησαν και βίωσαν έως τέλους την αποτυχία, την προδοσία.
|
Read more...
|
Ο συγγραφέας Jerome Charyn, πέρα από τα τριάντα βιβλία που έχει γράψει, τη διδασκαλία του σε Αμερικάνικο πανεπιστήμιο στο Παρίσι και μια πλήρη ζωή, συνέθεσε πριν δέκα χρόνια το πόνημα του, “Πινγκ Πονγκ” με υπότιτλο: “καυτά κοψίματα και διαβολεμένα φάλτσα”.
Πέρσι, δέκα χρόνια μετά την πρωτότυπη έκδοση, κυκλοφόρησε και στα Ελληνικά.
Ας ξεκινήσουμε από μια παραδοχή. Ο Αμερικάνος την κατέχει την τέχνη. Την τέχνη να μιλά με σαγηνευτικά νοήματα, να χρησιμοποιεί όμορφες λέξεις, να τις βάζει στη σωστή σειρά και να κρατά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, χωρίς να «εκβιάζει», δίχως να είναι υπερβολικός.
Κι’ όλα τούτα για το πίνγκ πόνγκ. Δεν επιχειρώ να υποτιμήσω το παιχνίδι. Τουναντίον. Υποθέτω όμως ότι άπειροι άνθρωποι έζησαν, ένιωσαν, ευτύχησαν ή δυστύχησαν χωρίς να έχουν ιδέα ότι υπάρχει ως άθλημα.
Βεβαίως ο συγγραφέας συχνά το περιεργάζεται προσχηματικά. Πατάει πάνω του και αφηγείται σωρεία πραγμάτων. Και το κάνει καλά. Αποτελεί όμως, τον κυρίαρχο άξονα της αφηγηματικής του. Δεν το περιφρονεί, δεν το χρησιμοποιεί, δεν το θεοποιεί.
Ο Charyn είναι πολίτης του κόσμου. Έχει διανύσει «πολύ μίλι». Καθώς αφηγείται την γνωριμία του με το άθλημα ξετυλίγει το μίτο της ζωής του, τις σχέσεις με την οικογένειά του, τον άτυχο γάμο του, τις κάθε είδους περιπλανήσεις αφήνοντας, τις σκέψεις του, τις αιχμές του, το ίχνος του.
Κάνει πολιτική, περνάει μηνύματα, παρουσιάζει γεγονότα και το κάνει κομψά, χαριτωμένα, διασκεδαστικά.
|
Read more...
|
|
|