Κινηματογράφοι της μνήμης – Κυριακή 12 Οκτωβρίου 2014 PDF Print E-mail

Οδηγώντας σε δρόμους και λεωφόρους του λεκανοπέδιου, δεν πολυσκέφτεσαι τις αλλαγές που συμβαίνουν ή τέλος πάντων στην δύνη της καθημερινότητας, δεν σε απασχολούν ιδιαίτερα.
Όταν για κάποιο λόγο σκεφτείς το παρελθόν,  διαπιστώνεις το μέγεθος, ενίοτε και τη ταχύτητα των αλλαγών.
Γράφω όλα τούτα, διότι, καθώς το καλοκαίρι που πέρασε με έφερε με μια σχετική άνεση χρόνου σε τρεις οδικές αρτηρίες του λεκανοπεδίου, συνειδητοποίησα, αντίστοιχα, τρεις απώλειες.

Με τη λέξη απώλειες περιγράφω το κλείσιμο μιας κινηματογραφικής αίθουσας. Διότι πως αλλιώς, με ποια άλλη λέξη μπορείς να περιγράψεις την μετατροπή ενός χώρου από κινηματογράφο σε κάτι άλλο;.

Έπειτα, είναι και  κάτι επιπλέον που υπογραμμίζει την σημασία της λέξης «απώλεια». Οι αλλαγές στο εμπορικό κομμάτι. Τα συγκροτήματα με τις πολλές αίθουσες, οι αριθμημένες θέσεις, η απουσία ζωγραφιστής αφίσας στη μαρκίζα. Αυτό το νεοτεριζέ που είναι τόσο απρόσωπο, τόσο αδιάφορο. Φιλοδοξώ να επανέλθω κάποτε ξεχωριστά και αναλυτικά σε αυτό.

Προς το παρόν, διάλεξα τρεις αίθουσες που με συντρόφεψαν σε τρεις διαφορετικές δεκαετίες. Είχαν μάλιστα ένα σημαντικό κοινό στοιχείο. Λειτουργούσαν τόσο το χειμώνα όσο και το καλοκαίρι.

Χρονολογικά λοιπόν, προηγείται το

«ΤΡΟΠΙΚΑΛ», χαμηλά στη λεωφόρο Θησέως. Κάποιο απόγευμα Κυριακής της άνοιξης του ’69 έβαλε η μητέρα μου αναρίθμητους συμμαθητές μου σε ένα Austin 1100 και μας άδειασε μπροστά στο ταμείο του. The Green berets, (Τα πράσινα μπερέ) ήταν το «έργο», με τον John Wayne! Βαθιά προπαγανδιστικό αλλά λίγο μετά τα 11 δεν τα πιάνεις αυτά.

Μια πενταετία αργότερα το ρεπερτόριο είχε αλλάξεi. «Φράουλες και αίμα» (The Strawberry Statement). Ήταν καταγραφή των γεγονότων που συνέβησαν στο φημισμένο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης Columbia, την περίοδο 1966-68. Σε μας ήταν Οκτώβριος του ’74, η Μεταπολίτευση είχε έρθει με φούρια και υπήρχαν πολλά, που πολλοί είχαν χάσει. Καλλιτεχνικώς εννοώ  εδώ. Ταυτόχρονα ενισχυόταν και η δική μας τάση για αμφισβήτηση.
Το «Τροπικάλ» λοιπόν με ταξίδεψε, μαζί με άλλες αίθουσες, κυρίως τη δεκαετία του ’70. Το χειμώνα στην ισόγεια αίθουσα, το καλοκαίρι στην ταράτσα.
Στις μέρες μας, δεν ταξιδεύει κανέναν. Ο χώρος του εξυπηρετεί τις ανάγκες αλυσίδας super market.


Τα «ΑΣΤΕΡΙΑ» ψηλά στην Κηφισίας, στην Ν. Ερυθραία, τα ανακάλυψα ακριβώς στο μέσον της δεκαετίας του ’80, διότι εκείνη την περίοδο κατοικούσα πολύ κοντά τους. Τα πέτυχα πριν την ανακαίνιση που έκανε πιθανότατα κάποια εταιρεία του Μηχαιλιδη και σύμφωνα με την τρέχουσα ταπεινή μου γνώμη, σημειολογικά, ήταν πιο ενδιαφέροντα.
Κυρίαρχη φιγούρα ήταν ένας ηλικιωμένος, υποθέτω ιδιοκτήτης που κατοικούσε ίσως στον πάνω όροφο και οφείλω να πω ότι, είχα προσέξει μια σειρά από μαυρόασπρες εικόνες από μια πρεμιέρα, που βρίσκονταν αναρτημένες δίπλα στο ταμείο. Ήταν από «Τα κανόνια του Ναβαρόνε», γύρω στο ’62, με τον κόσμο να περιμένει ουρά στα εκδοτήρια και αν θυμάμαι καλά αποτύπωνε ένα βροχερό, τότε, απόγευμα. Αναμφίβολα λαμπρότερες, κινηματογραφικά, μέρες από την ισχνή εποχή του '80 όπου τα video club είχαν την τιμητική τους.

Αυτό που πρόσεξα αργότερα ήταν τα στρογγυλά γυρίσματα στα μπαλκόνια, μια αρχιτεκτονική άποψη που όσο περνά ο χρόνος με συγκινεί περισσότερο
Η αίθουσα, είχε μεγάλα ανοίγματα δεξιά και αριστερά τα οποία στις θερινές παραστάσεις άνοιγαν, φέρνοντας τη δροσιά και τις μυρωδιές από τα γιασεμιά στο εσωτερικό.
Μπορώ να θυμηθώ ότι τελευταία ταινία που παρακολούθησα εκεί, το '09, ήταν το «The Reader».
Στις μέρες μας μεταβλήθηκε σε άλλο ένα ευγενικά απρόσωπο κατάστημα ηλεκτρικών ηλεκτρονικών ντυμένο σε ένα αδόκιμο πράσινο χρώμα. 


Το «ΠΑΛΛΑΣ» στην Ελευσίνα το ανακάλυψα αρχές δεκαετίας του ’90. Θεωρούσα  περίπου υποχρέωσή μου να πηγαίνω τα καλοκαίρια, είτε διακόπτοντας δίτροχα νυκτερινά  ταξίδια, είτε αλλάζοντας επί τούτου το όποιο πρόγραμμα.
Τη χειμερινή του αίθουσα δεν θυμάμαι να την έχω διαβεί, η ταράτσα όμως τα βράδια είχε κάτι ιδιαίτερο.
Η Ελευσίνα ήταν, είναι, μια πόλη που γενικώς έχει γλυτώσει από την μάστιγα των πολυόροφων πολυκατοικιών. Έτσι, από τα στηθαία της ψηλής ταράτσας του «Παλλάς» έβλεπες προς βορά ένα μεγάλο τμήμα του Θριάσιου πεδίου, ενώ στα ανατολικά, μέσα στο βράδυ, δέσποζαν οι πολύχρωμα φωτισμένοι υψικάμινοι της Χαλυβουργικής.

Σε παραστάσεις με λίγο κόσμο, είχαμε ανταλλάξει μερικές κουβέντες με τον κύριο Γιώργο ένα άνθρωπο που τότε τουλάχιστον είχε την ευθύνη και λίγο πολύ τα έκανε όλα.
Δυσκολεύομαι να ξεχάσω το «Τhe Last of the Moicans», καλοκαιράκι του '93, σε μια προβολή 21.00 με 23.00 και το ταξίδι που ακολούθησε έως το ξημέρωμα μέχρι την Ηγουμενίτσα πάνω σε μια Africa, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν μπορούσα να ξεφύγω από την κινηματογραφική πλοκή.
Στις μέρες μας, ο ισόγειος χώρος είναι φούρνος.




credits:

Η φωτό εποχής του «Τροπικάλ» είναι από το oneman.gr, η αντίστοιχη του «Παλάς» από το cineanamnisi.blogspot.gr και των «Αστεριών» αλιευμένο από το google.com.