Για την αυλαία του Mundial – Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014 PDF Print E-mail

Είναι σαφές ότι δίκαια κατέκτησε, αυτή, η Γερμανία το 20ο παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου.  Η καθαρά αγωνιστική αποτίμηση, λέει πως ξεκίνησε εμφατικά με μια τεσσάρα στην Πορτογαλία, δυσκολεύτηκε με την Γκάνα (2 – 2) και επικράτησε με το ισχνό 1 – 0 των Η.Π.Α., στους αγώνες των ομίλων. Χρειάστηκε όμως την παράταση ώστε να προσπεράσει τους πείσμωνες Αλγερινούς (2 -1) στη φάση των 16, ενώ με το επίσης φτωχό φτωχό 1 – 0 πέρασε τη Γαλλία στα προημιτελικά.

Στα ημιτελικά έκανε δυστυχισμένους 200 εκατομμύρια Βραζιλιάνων με εκείνο το ντροπιαστικό 7 – 1 ενώ στο μεγάλο τελικό ένα γκολ του μικρόσωμου Μάριο Γκέτσε, επτά λεπτά πριν το τέλος της παράτασης, της χάρισε το τέταρτο παγκόσμιο στέμμα, το πρώτο της ως ενοποιημένης. Κάπως έτσι περιγράφεται η ποδοσφαιρική επικαιρότητα.

Υποθέτω ότι αυτή η εξέλιξη, πέρα από τα 41 εκατομμύρια Αργεντίνων, δυσαρέστησε το  συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του Ευρωπαϊκού Νότου, τις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Βραζιλίας φυσικά εξαιρουμένης και όλους όσοι, τέλος πάντων, δεν ήθελαν επικράτηση της Γερμανίας.
Η ειδησεογραφία φέρνει στην επιφάνεια τα απόνερα της ήττας. Κατά πως μας τα λένε τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, επεισόδια ξέσπασαν στο Μπουένος Άϊρες με συλλήψεις, τραυματισμούς και ζημιές σε προθήκες καταστημάτων. Στον αντίποδα όμως της οργής του λαϊκού αισθήματος για την ήττα, υπήρξαν και ομάδες πολιτών που παρά το αποτέλεσμα  χειροκρότησαν την ομάδα της πατρίδας τους και την καλωσόρισαν, την επευφήμησαν στην επιστροφή της.

Ο Ντιέγο πάντα ανήσυχος και εκτός πλαισίων ποστάρισε πως: «24 χρόνια πριν ήταν ο Κοντεσάλ... σήμερα ο Ριτσόλι», εννοώντας το ιδιαίτερα αμφισβητήσιμο πέναλτυ που είχε σφυρίξει ο Μεξικανός Κοντεσάλ στο τελικό του ’90, πέντε λεπτά πριν το τέλος, με το οποίο η Δυτική (τότε) Γερμανία κέρδισε τον τίτλο απέναντι στην Αργεντινή. Στην κρίση του Πίμπο ντ’ όρο εξίσου καθοριστική ήταν και η διαιτησία του Ιταλού Ριτσόλι στον φετινό τελικό.



Έντονα επίσης σχολιάστηκαν και οι δηλώσεις του Τόμας Μίλερ με αρκετές αποδόσεις των λεγομένων του. Ακόμα και αν οι κουβέντες του δεν ήταν υβριστικές αλλά απλώς απρεπείς, εννοείται ότι ο τρόπος που απευθύνθηκε στην Κολομβιανή ρεπόρτερ ήταν αγενέστατος όπως και ο τρόπος που αποχώρησε, ενώ σε μια εξεζητημένη επίδειξη εθνικισμού δήλωσε ότι  δέχεται ερωτήσεις μόνον στα Βαυαρικά και όχι σε άλλη γλώσσα! Κάποιοι το ερμήνευσαν σαν χιούμορ. Ιστορικά πάντως, οφείλουμε να ερευνήσουμε το βάθος  και την λεπτότητα του Βαυαρικού χιούμορ. Παράλληλα, θα ήταν, ίσως, γενικότερα αποδεκτές οι απόψεις του Μίλερ αν την Γερμανική ομάδα δεν στελέχωναν, Πολωνοί, Τούρκοι, Τυνήσιοι και Γκανέζοι.



Θέμα δημιουργήθηκε και από τα ποσταρίσματα του, νεόνυμφου, Σωκράτη Παπασταθόπουλου με αντικείμενο τα συγχαρητήρια του στην Nationalmannschaft και τους συμπαίκτες του στην Dortmund. Αρκετοί συμπατριώτες μας, του άσκησαν δριμεία κριτική και άλλοι τόσοι τον υπερασπίστηκαν. Παρόμοιο πρόβλημα εμφανίστηκε και με την, υποτιθέμενη, φιλογερμανική περιγραφή του Σπυρόπουλου κατά τη διάρκεια του τελικού με πολλά ποσταρίσματα κριτικής. Είναι ανεξέλεγκτο το διαδίκτυο, συχνά και άδικο.

Ας μου επιτραπεί πάντως η άποψη, ότι αρκετοί  Έλληνες ταλαντούχοι και ως εκ τούτου καλοπληρωμένοι ποδοσφαιριστές, ειδικά όσοι έχουν την τύχη να εργάζονται στο εξωτερικό έχουν ένα κοινό σημείο με τους Έλληνες πολιτικούς. Έχουν χάσει την επαφή με τη βάση. Αδυνατούν να αντιληφθούν  τις αγωνίες, τα προβλήματα και τη ζοφερή πραγματικότητα στην οποία καλείται να επιβιώσει ο μέσος Έλληνας τούτη την εποχή. Ως εκ τούτου έχουν μιαν άλλη αντιμετώπιση.
Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τη συλλογική διαφοροποίηση της συμπεριφοράς των ποδοσφαιριστών και αθλητών εν γένει, είναι και η μαζική προτίμησή τους, ως προορισμό θερινών  διακοπών, την Μύκονο.

Δεν θυμάμαι τη δεκαετία του ’70 να συνέβαινε τούτο το φαινόμενο. Ο επιτυχημένος αθλητής δεν είναι πια ένα άλογο κούρσας, γνωστή, επί του θέματος, η φιλονικία μεταξύ Άγγελου Μεσάρη και Απόστολου Νικολαϊδη από το  μεσοπόλεμο,  αλλά σχεδόν ένα ισότιμο μέλος αυτής της ολοένα και  πιο διευρυνόμενης λαμπερής γενιάς των νέων, ωραίων, πετυχημένων και οικονομικά αποκατεστημένων επαγγελματιών.

Ο Άγγελος Μεσσάρης το 1930                                                       Ο Απόστολος Νικολαϊδης το 1921

Από τη στιγμή που πρόεδροι των κυβερνήσεων κάθονται στα επίσημα των γηπέδων, το ποδόσφαιρο έχει αναμφίβολα ανέβει αρκετά σκαλοπάτια των κοινωνικών βαθμίδων. Είναι μια παγκόσμια θρησκεία, η οποία λειτουργεί με τους ίδιους κανόνες, σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη. Το πόσο …οπιούχος είναι, κατά τη σύγχρονη μαρξιστική απόδοση, έχει να κάνει με το επίπεδο των ανθρώπων που την διοικούν, την διακονούν και φυσικά την λατρεύουν ως θεατές.
Όπως και να έχει, το 20ο Παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου είναι παρελθόν, ο κύκλος εργασιών σε ημεδαπές  πιτσαρίες, καφετέριες, μπυραρίες και καταστήματα που πουλούν τηλεοπτικές συσκευές θα επανέλθει σε φυσιολογικά επίπεδα.

Τα ευχάριστα ξενύχτια με παρέα, μπαλίτσα, μπυρίτσα και πίτσες είναι παρελθόν κι όταν σε λίγες μέρες αρχίζουν να καταφθάνουν τα εκκαθαριστικά σημειώματα της αξιοτίμου και εντίμου  κυβερνήσεως μας, η διάθεση θα αλλάξει.
Η επόμενη διοργάνωση έχει προγραμματισθεί στα γήπεδα της Ρωσίας, που ποιος ξέρει τι σταυρό θα κουβαλάει το 2018!