Η σπανιότης των δίπορτων Πλειάδων - Tρίτη 13 Μαίου 2014 |
![]() |
![]() |
![]() |
Η Subaru αποτελεί μια ειδική περίπτωση αυτοκινητοβιομηχανίας. Επεξεργαζόμαστε την ιδιαιτερότητά της, γνωρίζοντας δυο εκλεκτά παράγωγά της. Subaru λοιπόν. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '70 δεν ήταν ιδιαιτέρως γνωστά ως αυτοκίνητα αγώνων. Από τις πρώτες εμφανίσεις στους ημεδαπούς αγώνες ήταν το κίτρινο GFT, δίπορτο κι' αυτό που οδηγούσε ο Ευριπίδης Κορρές και στο τέλος της δεκαετίας ('78), το ασημένιο 1,6 που χειριζόταν ο Παύλος Βαλεντής με μερικές εντυπωσιακές εμφανίσεις. Το '90 μας έφθασε για πρώτη φορά το Legacy αλλά τόσο εκείνη τη χρονιά όσο και την επόμενη, η πείρα του Markku Alen δεν στάθηκε αρκετή να το φέρει στον τερματισμό. Το ΄92 όμως, μαζί με τη αξιοπιστία, κατέφθασε και ο Colin ο οποίος άμεσα έκλεψε τις καρδιές του Ελληνικού κοινού. Δυο χρόνια αργότερα ήρθαν και οι διακρίσεις. Με τα μπλε Impreza κατέκτησαν την νίκη το '92 (Carlos Sainz), το '96 & το '98 (Colin) για να σπάσει το διαδοχή των ζυγών ετών το '99 ο R. Burns και να κλείσει τον κύκλο των επιτυχιών στο «Ακρόπολις», ο Petter Solberg to '04. Πέρα όμως από εργαλείο κορυφαίων επαγγελματιών οδηγών έγινε και πολύ δημοφιλές σε χέρια σοβαρών ερασιτεχνών. Πρόχειρα να θυμίσω την πιο ξεχωριστή, ίσως, περίπτωση, εκείνη του Frederic Dor, που είχε τη δυνατότητα να τρέχει στο παγκόσμιο και μάλιστα στα ακριβότερα ράλι όπως στην Ν. Ζηλανδία, στην Αργεντινή ή στο Σαφάρι χωρίς χορηγό. Το Impreza στα χέρια του Γάλλου ήταν ολόλευκο!
Έχουν περάσει σχεδόν δυο χρόνια από τότε που το οδηγήσαμε ως GT 86 στην πίστα Castelloli της Ισπανίας μα και σε όλη τη διάρκεια του '12 όπου γράψαμε αρκετά χιλιόμετρα στον Μπράλο, στον Βαρνάβα, στην Επίδαυρο, και χαρήκαμε αυτή τη σπάνια, στις μέρες μας αυτοκινητική αίσθηση. Ζυγισμένο διότι, αν πληροίς τα βασικά του “κάτι παραπάνω”, σε βοηθά να πάρεις τεράστια ευχαρίστηση, χωρίς να σε τρομάζει, δίχως να το φοβάσαι. Όσο υψηλότερη κατάρτιση, με τόσο υψηλότερη ταχύτητα θα γλιστρήσεις, βασισμένος ακριβώς στο ζύγισμα Διόλου πομπώδες διότι, τηρουμένων των αναλογιών, δεν είναι πανάκριβο, δεν “φωνάζει” με τρελά ηλεκτρονικά, δεν επαίρεται για την καταγωγή του, δεν είναι απόμακρο. Ειλικρινές διότι, παρά το γεγονός ότι δεν έχει περιοχή ξεσπάσματος και πρέπει να φτάσεις ψηλά για να πάρεις τη δύναμη του, δεν θα σου λείψει η ισχύς. Ας θυμηθούμε τέλος πάντων πως ήταν η οδήγηση, η σπορ οδήγηση, πριν την έλευση των τούρμπο, Έντιμο διότι δεν υπόσχεται τίποτα που δεν έχει και έχει και σου προσφέρει όλα όσα σου υπόσχεται. Να προσθέσουμε εδώ, τις τελευταίες προσλαμβάνουσες καθώς το οδηγήσαμε σε άλλες συνθήκες, στη ετάπ των Σκούρτων, την οποία οι παλαιότεροι θυμούνται ως χωμάτινη και δεν αναφέρομαι σε αυτή των «Ακρόπολις» της προηγούμενης και προπροηγούμενης δεκαετίας. Μόνο που τα χρόνια περνούν, ο οδικός άξονας άνοιξε στο σύνολό του και δεκάδες νταλίκες, βαριά οχήματα ανεβαίνουν τα υψώματα για να περάσουν από τα Οινόφυτα στη Μάνδρα, βγάζοντας εκτός χάρτη τις ασφάλτινες ετάπ του Αγίου Θωμά των Σκούρτων και της Στεφάνης. Το κομμάτι από την μοναστήρι της Ανάληψης μέχρι την τελευταία αριστερή φουρκέτα και πίσω είναι γρήγορο, απαιτητικό και αναγκάζει το χειριστή να είναι ακριβής. Η καλή άσφαλτος δεν αποτελεί σύμμαχο στην ευκολία της χαράς, καθώς απαιτεί από το χειριστή να κρατά πάντα ψηλά τις στροφές του κινητήρα εκεί που αποδίδει το μέγιστο της ισχύος του, διότι το άριστο πλαίσιο και οι αναρτήσεις δεν το αφήνουν να γλιστρήσει. Αν το επιδιώξεις θα πρέπει να μην το φοβηθείς.
Ο Δημήτρης λοιπόν (κάποτε και: Δημητράκη παιδί μου αυτά δεν είναι χίλιατριακόσα, θα βγούμε και θα σκοτωθώ, όπως έχει χαρακτηριστικά εκφραστεί ο μέγιστος Γιώργος Μοσχούς) έχει μεγάλη, βαθιά και σημαντική πορεία στο Ελληνικό μότοσπορ. Έχει διανύσει πολύ χιλιόμετρο, έχει οδηγήσει, έχει πολεμήσει, έχει πληγωθεί, ενώ τον διακρίνει και μια διαχρονικότητα. Μάλλον δεν είναι ο άρχων της επιμελητείας, αλλά ποιός είναι τέλειος στις μέρες μας; Στο αντικείμενο τώρα. Αυτό το δίπορτο Impreza είναι φτιαγμένο εξ' ολοκλήρου στην prodrive πριν από 15 χρόνια. Πρωτοβρέθηκε στην Ελλάδα στα χέρια του Θ. Πεταλίδη και τον έκανε πρωταθλητή κατηγορίας Ν, στην πρώτη κιόλας χρονιά εμπλοκής του σε χωμάτινους αγώνες. Μου το είχε εμπιστευθεί τον Σεπτέμβρη του 2000, ο Θοδωρής λίγες μέρες πριν το Χαλκιδικής και λιγότερες πριν το Φθινοπώρου, βαμμένο με τα χρώματα της avin και ήταν άλλη μια ένδειξη στο γενικό συλλογισμό ότι: Ένα καλό τετρακίνητο αγωνιστικό κατηγορίας Ν, είναι μια χρυσή τομή ανάμεσα σε ένα ήσυχο ερασιτέχνη – ερασιτέχνη που μπορεί να κινηθεί αξιοπρεπώς και σε έναν λυσσάρη ερασιτέχνη που έχει τα εχέγγυα να του πιεί το αίμα.
Τόσα χρόνια αργότερα παραμένει όχι μόνο ζωντανό, όμορφο, ευχάριστο αλλά κρατά απόλυτα τον αγωνιστικό του χαρακτήρα κι' αν δεν είχε μεσολαβήσει η ύφεση που προφανώς εμπόδισε τον Δημήτρη σε λιγότερη χρήση και ακολούθως συντήρηση θα ήταν ακόμα καλύτερο. Το χαρακτηρίζει η εύκολη αλλαγή τροχιάς, το καλό κιβώτιο, οι επιλογές του διαφορικού που προσαρμόζονται σε κάθε συνθήκη και το ηλεκτρονικό χειρόφρενο που διευκολύνει στις κλειστές φουρκέτες.
|