Λίγο πριν τα έξι, λίγο μετά τα πενήντα έξι – Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013 PDF Print E-mail

Αμυδρά, τα θυμάμαι, πολύ αμυδρά και είναι βέβαιο πως αν δεν ήταν τόσο σημαντικές στιγμές στη ζωή ενός παιδιού θα ήταν ολότελα λησμονημένα. Πάσχα του 1963 στη Γαλήνη, στον Πόρο. Φιλοξενούμενοι της Έρας και του Στέφανου Ζάννου, ανάμεσα σε άλλους. Η μητέρα του Στέφανου, Άλεξ (το γένος Γιαννηκώστα), έχει στήσει ένα καταπληκτικό σκηνικό για τους μικρούς, κι ήμαστε αρκετοί. Ένα κυνήγι Θησαυρού. Παιδί ακόμα προσχολικής ηλικίας, είχα ενθουσιαστεί με την περιπέτεια να ψάχνεις στο υπερκείμενο της Γαλήνης πευκοδάσος, ώστε να βρεις μέσα από γρίφους πασχαλινά αυγά και παιχνιδάκια. Εξαιρετικά ευχάριστη ανάμνηση.

Λίγους μήνες αργότερα, θέρος της ίδιας χρονιάς, κινδύνευσα να πνιγώ, σε ένα από τα θαλασσινά παιχνίδια που σκαρφίζονται οι ζωηροί πιτσιρικάδες  και "σώθηκα" ολίγον τρομαγμένος και μπλε από τα χέρια φίλης της μητέρας μου που κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μολοντούτο και πάλι, η συνολική αποτίμηση ήταν άκρως θετική. Η δική μου “Γαλήνη” είχε αμετάκλητα κλείσει μέσα της ανεμελιά, περιπέτεια, εξερεύνηση σε ένα περιβάλλον ασυνήθιστο ευχάριστο για παιδί της πόλης.

Τα χρόνια περνούσαν, οι ζωές άλλαζαν και μόλις φέτος, η τύχη μ' έφερε εκεί, για μια σύντομη επίσκεψη, τέλος του Αυγούστου. Ευγενέστατο ως συνήθως το ζεύγος Ζάννου μας υποδέχτηκε και όταν αποχαιρετηθήκαμε, δόθηκε εκατέρωθεν υπόσχεση να τα λέγαμε εκτενέστερα το Φθινόπωρο.

Όπερ και εγένετο. Το καλοκαιρινό, από απόψεως καιρικών συνθηκών, τριήμερο της “28ης”, ανταμώσαμε πάλι εκεί μετά από 50 χρόνια.

Εννοείται ότι το χρονικό διάστημα είναι πολύ μεγάλο και οι απουσίες πολλές. Κάποιες από αυτές, σημαντικές. Αντίστοιχα και οι νέες παρουσίες. Αρκετές και σημαντικές. Το κρυφτούλι των γενεών μέσα στο χρονικό πλαίσιο μισού αιώνα.

Πρώτη ανατολή

Αυτά και άλλα πολλά, σκεπτόμουν καθισμένος, στη βεράντα της Γαλήνης με το πρώτο φως, της παραμονής της 28ης Οκτωβρίου. Λίγο νωρίτερα είχα ανέβει ψηλά, στις στέρνες και χάρηκα μια εντυπωσιακή ανατολή. Ατένιζα λοιπόν απέναντι, τη γη της Αργολίδας και παρακολουθούσα πως φωτίζονταν οι σκιερές πτυχές του ορεινού ανάγλυφου, καθώς υψωνόταν ο ήλιος. Δυο ομάδες από ανεμογεννήτριες σημαδεύουν την κορυφογραμμή προς τον νότο, 13 και 5 στο σύνολο δεκαεπτά, ενώ κι άλλες αντικρίζεις πάνω στην κορυφογραμμή της “Κοιμωμένης” προς Δυσμάς.


Νεφελώδης αυτή η οικολογική πινελιά, σε ότι αφορά τη χρησιμότητά της. Είθε να συμβάλει στην παραγωγή καθαρής και προσβάσιμης ενέργειας διότι αισθητικά είναι απειλή. Πάντως ας γραφτεί ότι παρά το αρυτίδωτο της θάλασσας, οι έλικες περιστρέφονταν, σημάδι ότι εκεί ψηλά φυσούσε, ένδειξη τουλάχιστον σωστής τοποθέτησης.


Μιλώντας για ενέργεια, είναι αδύνατον να μην ενοχληθείς από τις γραμμές του ηλεκτρικού που σαρώνουν το οπτικό πεδίο μπροστά στη βεράντα. Στην ανατολική γωνιά δεσπόζει και ο τσιμεντένιος στύλος. Συμβουλεύτηκα τις φωτογραφίες εποχής. Πενήντα χρόνια νωρίτερα δεν υπήρχε. Όπως δεν υπήρχε και παροχή 220 V που ήρθε το '64, τριάντα εννέα χρόνια μετά την πρώτη ηλεκτροδότηση με ρεύμα τάσης 120 V.

Στο μεταξύ στο λιμάνι του Πόρου, η κίνηση ήταν μεγάλη. Ποστάλια, “δελφίνια”, νερουλάδικα και βέβαια κάθε μισή ώρα τα δρομολόγια του ferry που διεκπεραιώνει την επικοινωνία ανάμεσα στη Σφαιρία και το Γαλατά.

Δεύτερη ανατολή


Αξημέρωτα, έξω μόνος. Είχα ανέβει ψηλά, στις στέρνες και χάρηκα μια εντυπωσιακή ανατολή. Με λίγη υγρασία που γρήγορα ανέλαβε ο ανερχόμενος ήλιος να εξατμίσει. Ανήμερα 28η Οκτωβρίου, εβδομήντα τρία χρόνια μετά από εκείνο το: « Alors, c ' est la guerre» του Μεταξά στον Ιταλό πρέσβη Emanuele Grazzi και την αρχή της μεγάλης περιπέτειας αυτού του τόπου, κάθομαι στη βεράντα της Γαλήνης, τυχερός όπως και όλη η γενιά μου που δεν βίωσε το ζόφο της δεκαετίας του '40.

Αφουγκράζομαι μόνος, μέσα στο ήσυχο πρωινό, προσέχοντας ψαλμωδίες, λόγια και μουσικές που έφερνε και έπαιρνε ο αέρας, ανολοκλήρωτα, από απέναντι. Δοξολογία, κατάθεση στεφάνων, μαθητική παρέλαση, ότι προβλέπει το πρωτόκολλο αυτή την μέρα. Από το “μετά πάντων των Αγίων μνημονεύσαντες”, έως τα εμβατήρια. Είναι περίεργο πως έχει συνδέσει ο καθένας μας τέτοια ακούσματα. Το συζητήσαμε αργότερα με τον Στέφανο. Διατύπωσα την άποψη ότι όλα αυτά μου θυμίζουν δυσάρεστες καταστάσεις.

Επταετία, πραξικόπημα, ταρατατζούμ, αντιδραστικότητα και στρεβλός εθνικισμός σε δόσεις άρρωστες. Το έχει εκφράσει τόσο εύλογα, εύστοχα και σπαραξικάρδια ο Θάνος Φιλικός (τον Μάρτιο του 1971, στο περιοδικό «Δημιουργίες» τ. 11 – 12): μιλώντας για το ΄21 και τις αντίρροπες δυνάμεις, αλλά ταιριάζει απόλυτα και για το ’67, «…άδειασαν την πατρίδα και την ελευθερία της τόσο, που καμιά φορά, Θεός συγχωρέσει μας, μισούσαμε και την πατρίδα και την ελευθερία.» Αντίθετα στο Στέφανο θύμιζε ευχάριστα πράγματα. Απελευθέρωση, ανάταση, αισιοδοξία. Η κάθε γενιά με τα ακούσματα, με τις παραστάσεις της. Απίστευτα γλυκό, ζεστό πρωινό, που αν θυμάμαι καλά έκλεισε με ένα πολύ συγκινητικό τρόπο. Μια φωνή κοριτσίστικη, χαριτωμένη απήγγειλε ένα ποίημα. Ο αέρας μου στέρησε την κατανόηση του. Συλλαβές έρχονταν μόνον, ελεύθερες ανερμήνευτες και χάνονταν ακατανόητες. Αμέσως μετά ο εθνικός ύμνος. Αυλαία.

Τα απογεύματα


Καθόμασταν μέχρι αργά, σχεδόν μέχρι το τελευταίο φως, έξω στη βεράντα και συζητούσαμε. Άκουγα τον Στέφανο να μου διηγείται για την πρώτη φορά που κατέφθασε εποχούμενος στο νησί. Το ‘55 με Labretta και παρέα τον μέχρι σήμερα καλό του, επιστήθιο φίλο Μιχάλη. Από το Ναύπλιο, στο Αδάμι, στην Τραχιά, στην Αγ. Ελένη και από εκεί στο Ανω Φανάρι, όπου τέλειωνε ο δρόμος.

Σχεδόν με τα χέρια στο μονοπάτι των τριών - τεσσάρων χιλιομέτρων μέχρι το Κάτω Φανάρι και από εκεί στο Γαλατά όπου, περίπου, τους έτυχε υποδοχή ηρώων. Εννοείται ότι η Labretta επέστρεψε με το «Καλαμάρα», το ποστάλι της γραμμής στον Πειραιά αφού ήταν αδύνατον να ανέβει το μονοπάτι που είχε κατέβει. Τρία μόλις χρόνια αργότερα, το ’58, αφού είχε διανοιχθεί δρόμος, κατέβασε «αεροπορικώς» στο νησί, με ένα D.K.W. την μητέρα του Άλεξ, σε τρεισήμισι ώρες, η οποία μάλιστα δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ο οδηγός της γειτόνισά τους, της κας Έλζας, χρειαζόταν πέντε ώρες για την ίδια απόσταση.

Τα βράδυα


Είπαμε καιρός καλοκαιρινός, αλλά δεν έπαυε να είναι τέλος Οκτωβρίου και το «μέσα» τις βραδυνές ώρες ήταν θαλπωρή. Θυμηθήκαμε τα παλιότερα χρόνια της δικής του νεότητας. Μου εξιστόρησε τη συμμετοχή του στο «Ακρόπολις» του ’54, στα 15 του χρόνια, ως επιβάτης, στον Berdard Tuvenin ο οποίος δεν ήξερε Ελληνικά, ενώ ο συνοδηγός – μηχανικός του δεν καταλάβαινε Γαλλικά. Στην πίσω θέση λοιπόν ο 15ετης τότε Στέφανος πέρα από τα μεταφραστικά καθήκοντα, καθότι γνώριζε άριστα τη Γαλλική, ανέλαβε και τα πλοηγικά.

Του εξομολογήθηκα τις τόσο ευχάριστες «παιδικές» αναμνήσεις μου από τη «Γαλήνη», θυμηθήκαμε το καλοκαίρι του ’63, τις παρουσίες εκεί, τόσων αγωνιζομένων, του Γερμανού Wolfgang Levy νικητή στο Δ.Ρ.Α. του ’61, του πρωταθλητή Άλκη Μίχου, του τόσο άτυχου Πέτρου Κουβάτσου, που του έμελλαν λίγες μόνον εβδομάδες ζωής πριν το οδυνηρότατο περιστατικό στη Φιλέρημο της Ρόδου, αλλά και των παιδιών τους, την επόμενη γενιά, των σχεδόν συνομηλίκων μου, την Τατιάνα, την Λύντια, τον Δημήτρη, την Νάνσυ, θυγατέρα του Ανδρέα Κασιμάτη.

Οι βουτιές


Θα ήταν κρίμα αν με τέτοιους καιρούς αψηφούσαμε τη θάλασσα. Μοναστήρι, Ασκέλι, Βαγωνιά, φιλοξένησαν τις βουτιές μας, τολμώ να γράψω σαφώς ποιοτικότερες των καλοκαιρινών, με καθαρότερα, δροσερότερα νερά, ελάχιστο κόσμο, όσο και αν αυτό ακούγεται ολίγον ξεδιάντροπα ελιτίστικο. Παρ’ όλα αυτά, ήταν διασκεδαστικά γοητευτικό, όσο και εξερευνητικό καθότι τη Βαγιωνιά ούτε στο χάρτη δεν την είχα εντοπίσει. Ατυχώς η άπνοια μας στέρησε τη βόλτα με το «πανάκι», μια αρχαία βαρκούλα με πανί ονόματι ΓιωΛεΔηΜα, ευγενική προσφορά των γειτόνων του, που φροντίζει ο Στέφανος να συντηρεί.

Η Γαλήνη


Δεν είναι συνηθισμένο να φιλοξενείσαι σε ένα σπίτι που κατασκευάστηκε τον προπροηγούμενο αιώνα. Γίνεται ακόμα πιο ασυνήθιστο όταν στα υπνοδωμάτιά του έχουν κοιμηθεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Καραγάτσης, ο Henry Miller, τόσοι άλλοι επώνυμοι αλλά και ακόμα περισσότεροι ανώνυμοι.

Ένα εξαιρετικό κείμενο για την ιστορία της Γαλήνης αλλά και για την πορεία των ανθρώπων, των οικογενειών, των γενεών, που τη δημιούργησαν, την έζησαν, τη συντήρησαν έχει γράψει από τον Δεκέμβρη του ’87, η Άλεξ Ζάννου. Εύκολο, πια, να εντοπισθεί  στο διαδίκτυο, περιγράφει, ζωντανά, γλαφυρά, με ακρίβεια μέσα από την ιστορία της «Γαλήνης» έναν ολόκληρο αιώνα, αλλά και την απίστευτη περιπέτεια του χρηματοδότη της ανέγερσης της Γαλήνης, Νικόλαου Πασπάτη, που ξεκινά από την σφαγή της Χίου το 1822.

Είναι μια πολυεπίπεδη ιστορία. Το συνειδητοποίησα ένα απόγευμα που καθόμαστε με το Στέφανο στο πρώην λεμβοστάσιο, όπου μου εξηγούσε τον τρόπο λειτουργίας μιας αντλίας και την ανακαίνιση ενός αρχαίου τζετ σκι. Αιφνιδίως σταματά έξω ένα αυτοκίνητο, Κατεβαίνει κυρία γύρω στα σαράντα, καλησπερίζει και ρωτά για το «Galini club». «Εδώ ήταν, έχει σταματήσει από το 2005» της απαντά ο Στέφανος. Ενθουσιάστηκε η κυρία, καθώς εκεί είχε μάθει σκι πριν από 20τόσα χρόνια, την εποχή της νιότης της. Πολύ το χάρηκε, μάζεψε και τα δυο παιδιά της που στο μεταξύ είχαν κατέβει και έφυγε.

«Πέρασαν περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι από τη σχολή. Έχουμε υπολογίσει ότι μάθαμε σκι σε 20.000 μαθητές.» σχολίασε ο Στέφανος. Όσοι έχουν σελίδα στο facebook, ας αναζητήσουν τον αντίστοιχο λογαριασμό, και ίσως ανάμεσα στον Τριαντάφυλλο Τσόγκα, τον Βαγγέλη Βίκο, τους υπόλοιπους εκπαιδευτές, αλλά και τον τετράποδο (Springer Spaniel) Βρετανό Fonzie, την Ελληνίδα ημίαιμη Lacky, τον ημιίαιμο Ποριώτη Λούη, θα δούν, θα θυμηθούν, πρόσωπα αγαπημένα, στιγμές ευχάριστες,  καλοκαιρινές, νεανικές. 

Είναι μακρά, περιπετειώδης, ιστορική, η πορεία της Γαλήνης. Αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την ιστορία όλου του τόπου. Με στιγμές λαμπρές, με εποχές καταθλιπτικές. Είναι κρίμα που το βιβλίο επισκεπτών, αλλά και των paying guests, την μικρή χρονική περίοδο που λειτούργησε και ως ξενοδοχείο, υψηλού επιπέδου, βρίσκεται σε χέρια αλλότρια. Είναι απογοητευτικό επίσης, που ο ιατρός που το κατέχει δεν καταδέχεται να προσφέρει ούτε καν αντίγραφα στους ιδιοκτήτες της. ....Είπαμε αντανακλά την ιστορία του τόπου.

Μπορώ να θυμηθώ, μια πρέσα που πρεσσάριζε το λογότυπο τους σπιτιού: «Γαλήνη Πόρος» σε επιστολόχαρτα και φωτογραφίες. Οι λιγοστές φωτογραφίες που υπάρχουν στην κατοχή μου, από τις πρώτες, προ ημίσεος αιώνος επισκέψεις, φέρουν χτυπημένο πάνω τους αυτό το λογότυπο. Κλάπηκε και αυτή μαζί με άλλα πράγματα, συναισθηματικής αξίας, κομμάτια άλλων εποχών. ...Είπαμε αντανακλά την ιστορία του τόπου.

Λίγο πριν τα έξι, παιδί προσχολικής ηλικίας βρέθηκα εκεί, δίχως να ξέρω να διαβάζω, να γράφω, προστατευμένος από τα οικογενειακά τείχη, αντλώντας μόνον χαρά. Λίγο μετά τα πενήντα έξι μου ξαναβρέθηκα εκεί, γνωρίζοντας πλέον καλά, ότι αυτά που δεν θα μάθω, θα είναι πάντα απείρως περισσότερα, από αυτά που νομίζω πως ξέρω.

Αυτό όμως που κάποια στιγμή μαθαίνεις, είναι η μοναδικότητα των στιγμών. Το σκεφτόμουν καθώς το ferry έπλεε αργά προς το Γαλατά, ολοένα απομακρυνόμενο από το είδωλο της Γαλήνης, ολοένα ξεμακραίνοντας από το τότε μα και το τώρα