Κορινθιακές διαδρομές - Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014 PDF Print E-mail

Τούτη η περιήγηση θέλησε να ακολουθήσει, για λίγο, τα χνάρια του 25ου Δ.Ρ.Α., που διεξήχθη τον Μάιο του '78. Τότε, ο αποκαλούμενος και μεγάλος Εθνικός μας αγώνας, γιόρτασε το αργυρό Ιωβηλαίο του.

Στις μέρες μας, ειδικά μετά τις τελευταίες εξελίξεις, το «Ακρόπολις», δεν έχει τίποτα να γιορτάσει, έχει όμως πολλά να νοσταλγήσει. Η αφοσίωση στο παρελθόν, όμως, τις περισσότερες φορές σημαίνει ότι οι προσδοκίες για το μέλλον είναι πολύ χαμηλές. Τούτο ισχύει απολύτως για το μελλούμενο 60ο «Ακρόπολις» το οποίο κανείς δεν ξέρει αν και πότε θα διοργανωθεί. Με αυτές τις προοπτικές, ξεκινήσαμε μια Παρασκευή με πρωτοφανή διαύγεια στην ατμόσφαιρα και έναν λαμπρό ήλιο.


Η τρίτη μέρα του αγώνα του ΄78, προέβλεπε εκκίνηση από τη Γλυφάδα, λίγο πριν σκοτεινιάσει και τα πληρώματα έπρεπε μέσα στη νύκτα να διασχίσουν μέχρι την Ολυμπία 429 χλμ. εκτελώντας 14 ε.δ. Με πρώτη ετάπ το κλασικό, τότε, ασφάλτινο Αλεποχώρι, για να ακολουθήσει το πανέμορφο, μέσα στα κωνοφόρα, Σχίνο και να περάσει ο αγώνας πάνω από το αυλάκι στην Πελοπόννησο.

Εκεί τα περίμενε κατ΄ αρχήν μια τριάδα ε.δ. με πρώτες τις ασφάλτινες Σούλι, Ζεμένο, και την επίσης κλασική χωμάτινη Εβρωστίνη. Από εκεί, ο αγώνας περνούσε μέσω Φενεού στο νομό Αχαΐας, στα Λυκούρια και κατευθυνόταν προς την Ολυμπία όπου λάμβανε χώρα η τελευταία ανασυγκρότηση.

Ακολουθήσαμε,

αυτή τη συγκεκριμένη τριάδα ειδικών διαδρομών με δύο σύγχρονα τετρακίνητα αυτοκίνητα, το Subaru Forester και το VW Passat Alltrack μένοντας, όσο μπορούσαμε, πιστοί στις σημάνσεις του road book. Το «όσο μπορούσαμε», έχει να κάνει με τις μεγάλες διαφοροποιήσεις που συναντούμε στο οδικό δίκτυο, αφού έχουν παρέλθει 35 χρόνια και έξι μήνες. Αντίστοιχες αλλαγές συναντήσαμε, στη χρήση της γης, στη διαμόρφωση των δασών από τις πυρκαγιές και ασφαλώς στην καλπάζουσα δόμηση. Από το Κιάτο προς Σούλι, μια διαδρομή όπου, στο τελευταίο της τμήμα διοργανώθηκε και ως ανάβαση η οποία προσμετρούσε στο αντίστοιχο πρωταθλήματος, τέσσερις φορές από το '70 έως το '76, ο δρόμος έχει τεράστια διαφορά, καθώς έχει διαπλατυνθεί, και έχουν τοποθετηθεί μπαριέρες. Το κομμάτι προς Ζεμενό μετά τη διασταύρωση είναι ίδιο, με αραιή κυκλοφορία και λίγο αργότερα βγαίνουμε, στα «μπαλκόνια» της Ζήριας πάνω από τον Κορινθιακό κόλπο.


Καταπληκτική θέα και από το τέλος του χωριού ξεκινούσε η ομώνυμη ε.δ. που τελείωνε λίγο πριν το Ξυλόκαστρο. Εξαιρετικά επικίνδυνη με πολύ γρήγορα κομμάτια, στενής ασφάλτου που καταλήγουν σε κλειστές στροφές όπου παραμονεύει χάος αμέτρητων γκρεμών. Χωρίς μπαριέρες, απαιτεί ύψιστα αποθέματα θάρρους και μάλλον βόλευε που η τέλεσή της γινόταν το βράδυ. Μπορώ να θυμηθώ εκείνη τη νύκτα του αγώνα, να περιμένουμε τις διελεύσεις των πληρωμάτων στην τελευταία δεξιά φουρκέτα όπου είχαμε εντυπωσιασθεί από το πόσο κόκκινα ήταν τα δισκόφρενα των πρωτοπόρων Rohrl και Allen που κατέβηκαν μέσα στα 131 τους, με γρήγορο τέμπο.

Στη συνέχεια,

το δρομολόγιο του αγώνα, κατέβαζε τα αυτοκίνητα στη παλιά Εθνική οδό στο Ξυλόκαστρο, όπου ακόμα ήταν αναρτημένη αφίσα του φετινού «Ακρόπολις», έξι μήνες μετά την τέλεσή του. Ακολουθώντας για 22 περίπου χλμ. την ακτογραμμή, η οποία στην εποχή μας είναι σχεδόν στο σύνολό της οικοδομημένο, περνώντας από Λυκοποριά, Στόμιο, Λυγιά και Δερβένι όπου στρίβουμε στο νότο και ανεβαίνουμε για Ροζενά. Μοναδική εικόνα μέσα στο Δερβένι, όπου ηλικιωμένος κύριος μόνο με το μαγιό του, ανυπόδητος κρατώντας τα βατραχοπέδιλά του βημάτιζε μετά το πρωινό μπάνιο του. Μέσα Νοεμβρίου με τον ήλιο να ζεσταίνει και τον Κορινθιακό να λάμπει. Καμία σχέση με αυτό που συμβαίνει στην , στο Αμβούργο ή στη Βρέμη....

Από τα 33 εκείνα πανέμορφα χιλιόμετρα της ετάπ της Εβρωστίνης μόνον κάποια δέκα υπάρχουν ακόμα ως χωματόδρομος μέσα στο ελατόδασος και μάλιστα καλής ποιότητας, για να θυμίζουν το παρελθόν.

Στο Φενεό όσοι συμμετείχαν στους αγώνες των τελών της δεκαετίας του '70 θυμούνται το περίφημο υδάτινο κώλυμα, που για την ασφαλή διεκπεραίωση του αγώνα, η οργάνωση είχε διαθέσει ένα Land Rover που έσπρωχνε όσα αυτοκίνητα έμεναν μέσα στο ποτάμι από ηλεκτρικά, ώστε να μην κλείσει το στενό πέρασμα για όσους ακολουθούσαν. Κι όλα αυτά νύχτα βέβαια, πολύ σφιχτά από χρονική άποψη, τόσο ώστε οι πιο αδύναμες συμμετοχές δεν μπορούσαν να καλύψουν, ενώ ακόμα και οι ισχυρότερες, είχαν λόγους να ανησυχούν.

Για το συγκεκριμένο τμήμα του «Ακρόπολις» θυμίζω τη γραφή του Τάκη Πιρπιρή πριν από 41 χρόνια, όταν για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκε στο σύνολό του στον αγώνα.

«... το νέο κομμάτι στην αρχή της τρομερής φέτος νυκτερινής Πελοποννήσου από τα Ροζενά μέχρι τα Καλύβια Φενεού και από εκεί στην Κλειτορία, ποιό άλλο ράλλυ σ’ αυτόν τον κόσμο εκτός από το Ακρόπολις θα μπορούσε να δώσει;»

«... πετώντας χαμηλά στην ανάβαση για τα Λικούρια, που οι άνθρωποι ανά τον κόσμο πιστεύουν ότι υπάρχουν σε ράλυ μόνον όταν τα βλέπουν!»

Κρατώντας αρκετή γοητεία από τότε, αλλά με πλατύτερο ασφαλτόστρωμα, με τοποθετημένες μπαριέρες, είναι πια μια «καθώς πρέπει» διαδρομή.


Ο ήλιος, κρύφτηκε γρήγορα στις βουνοκορφές πίσω από τα Λυκούρια, το φως χάθηκε και το βράδυ μας βρήκε να επιστρέφουμε μέσω Καστανιάς και λίμνης Στυμφαλίας προς Εθνική οδό. Θα ήταν καλύτερα να συνεχίζαμε προς Λάμπεια και Ολυμπία. Την επόμενη φορά! Θα ήταν επίσης πολύ καλύτερα να είχαμε έναν αγώνα πιο κοντά σε εκείνους, εκείνων, των περασμένων χρόνων. Εδώ δεν χωρά το: Την επόμενη χρονιά! Η μήπως χωρά;

Τα οχήματα

Τα δύο αυτοκίνητα, το ιαπωνικό Forester και το γερμανικό Alltrack τα χωρίζουν μερικές χιλιάδες χιλιομέτρων όμως με το οικουμενικό πια marketing είναι συγγενικής φιλοσοφίας, με παραπλήσιους στόχους αλλά με άλλη εξειδίκευση. Ως κοινά χαρακτηριστικά, ασφαλώς η τετρακίνηση, τα μηχανικά εξατάχυτα κιβώτια, αλλά και οι πετρελαιοκινητήρες με ίδιο μάλιστα κυβισμό, 1.998 κ.εκ, τεχνολογία common rail και άμεσο ψεκασμό. Με επτά ίππους περισσότερους το Forester, 147 έναντι 140 του Passat, δεν μπορεί να αποτελέσει αρκετή δικαιολογία για την διαφορά κατανάλωσης, όπου το Passat αποδεικνύεται πιο οικονομικό με διαφορές ανάμεσα στα 0,3 έως 1,1 λίτρο, ανάλογα το ρυθμό που οδηγούνται και το βαθμό πίεσης που τους ασκείται ιδιαίτερα στις ανηφόρες. Μιλώντας για καταναλώσεις το πιο οικονομικό άγγιζε και τα 4λτ/100 χλμ. σε ευνοούμενες λόγω κατηφοριάς διαδρομές, ενώ δύσκολα ακουμπούσε διψήφια νούμερα σε ανηφορικά απαιτητικά κομμάτια. Από την άλλη, το Forester, είναι πιο σβέλτο και ανταποκρίνεται με μεγάλη άνεση σε κίνηση εκτός ασφαλτοστρωμένων δρόμων. Δείχνει να έχει μεγαλύτερες διαδρομές αναρτήσεων με πιο μαλακή λειτουργία που σε συνδυασμό με την μεγαλύτερη απόσταση από το έδαφος συνεργάζονται πολύ αρμονικά στους χωματόδρομους. Έχει όμως να ζηλέψει λίγο από τη λειτουργία του κιβωτίου ταχυτήτων του Passat, που είναι πιο ακριβές. Θα λέγαμε επίσης ότι το Passat είναι λιγότερο συμβατό με τους Ελληνικούς επαρχιακούς δρόμους, η ποιότητα των οποίων επιθυμεί οχήματα με λιγότερο σφιχτή ανάρτηση. Στο εσωτερικό, το μέγεθος της οθόνης του Passat, κερδίζει τα εύσημα όπως και η συνολικότερη αισθητική και λειτουργική.


Αν οι παραδοσιακοί φίλοι της Subaru ξεχάσουν την απώλεια του χαρακτηριστικού ήχου ενός βενζινοκινητήρα boxer (παρά την ύπαρξη ενός πετρελαιοκινητήρα...boxer), θα έχουν τη χαρά να οδηγήσουν ένα φιλικό, ευχάριστο, σύνολο, σαφώς οικονομικότερο από τον βενζινοκίνητο ξάδελφό του. Αντίστοιχα, οι λάτρεις της Γερμανικής σχολής θα έχουν την ευκαιρία να χαρούν ένα αξιόπιστο, ποιοτικό όχημα και με δυνατότητα τετρακίνησης, με πολλά ηλεκτρονικά βοηθήματα που θα χρειαστούν οι περιπετειώδεις χρήστες.