Άχνα μην βγάλεις - Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013. PDF Print E-mail

Την Μάνα μου την βάφτισαν Ζωή. Γιορτάζει της Ζωοδόχου Πηγής, την πρώτη Παρασκευή μετά το Πάσχα. Μολοντούτο ποτέ δεν την φώναξαν Ζωή. Είναι από εκείνες τις περιπτώσεις όπου το παιδί βαφτίζεται σύμφωνα με τα έθιμα, με το όνομα του παππού ή της γιαγιάς, αλλά σε όλη τη ζωή του το ακολουθεί κάποιο άλλο όνομα.

Έτσι λοιπόν η Μάνα μου ήταν Τζούλια. Προς τιμήν της Ιουλίας, αδελφής της μητέρας της Μάνας μου (και γιαγιάς μου). Η Ιουλία που είχε πεθάνει από φυματίωση, δεν ήταν η μόνη απώλεια που είχε βιώσει η γιαγιά μου, η Μαρίνα, αφού μέχρι να γεννηθεί η Μάνα μου, είχε θάψει τρία παιδιά. Ένα αγόρι, τον Κώστα, από φυματίωση και ένα ζευγάρι διδύμων πάνω στη γέννα. Τα γράφω όλα τούτα για να υπενθυμίσω ότι στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ελλάδα, οι ζωές των ανθρώπων έκρυβαν πολύ θάνατο και αντίστοιχο πόνο.

Οι γονείς της μάνας μου, ο παππούς μου ο Ανδρέας (που δεν γνώρισα καθότι πέθανε το ’49, στα 49 του χρόνια, καρκίνο του στομάχου, είπαν οι γιατροί) και η γιαγιά μου η Μαρίνα, την  οποία την έζησα μέχρι τα 27 μου, διατηρούσαν παντοπωλείο απέναντι από το λόφο της Σικελίας, έναν μεγάλο βράχο που υπάρχει ακόμα ανάμεσα στο Κουκάκι και στη Χαροκόπου. Σήμερα λέγεται και «Ελ Πάσο», εκεί βρίσκεται η έδρα της ποδοσφαιρικής ομάδας της Καλλιθέας. Τότε η περιοχή είχε το όχι και τόσο σαγηνευτικό όνομα: Παλαιά σφαγεία.

Καλλιθέα, δεκαετία του '30.

Πίσω από το μπακάλικο και το σπίτι τους, έρεε ο Ιλισός και στην απέναντι όχθη βρισκόταν ο Συνοικισμός. Άλλη μια εστία ξεριζωμένων Μικρασιατών, που είχαν αφήσει τα πάντα στην ανατολική ακτή του Αιγαίου και ήρθαν πένητες και επαίτες στην «πατρίδα» για έναν σκληρό, αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης. Ζούσαν εκεί πεταμένοι στην παραγκούπολη, στις φαβέλες του Ελληνικού μεσοπολέμου.

Ο παππούς και η γιαγιά μου, δεν είχαν ούτε προοδευτικές ρίζες, ούτε ηρωϊκές προδιαγραφές. Ένα απολύτως συνηθισμένο, καθημερινό ζευγάρι βιοπαλαιστών ήταν, που προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην. Έτσι τους βρήκε ο Απρίλης του ’41 και η Γερμανική κατοχή.


Γερμανοί οπλίτες κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Καλλιθέα. (εικόνες από το esperos.com)

Πως τώρα αυτοί οι φιλήσυχοι, απολιτικοί, φτωχοί άνθρωποι, βρήκαν κίνητρο και κουράγιο να κρύψουν ξεχασμένους Άγγλους φαντάρους μέχρι να διαφύγουν, Εβραίους κυνηγημένους, Αρμένιους κατατρεγμένους και Έλληνες χαρακτηρισμένους κομμουνιστές; είναι ένα ερώτημα. Το ότι έβρισκε όλη γειτονιά καταφύγιο στην υπόγειό τους, στη διάρκεια των βομβαρδισμών δεν ήταν και τόσο σημαντικό. Ανθρώπινο ήταν.

Κάπως έτσι έφτασε εκείνη η Δευτέρα 28 Αυγούστου του ’44.

Το διαβόητο μπλόκο της Καλλιθέας. Μόλις έντεκα μέρες μετά το μακελειό στο μπλόκο της Κοκκινιάς, όπου εκτελέστηκαν 148 άοπλοι πολίτες και μερικές χιλιάδες μεταφέρθηκαν στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου, οι Γερμανικές δυνάμεις κατοχής μπλόκαραν και την Καλλιθέα. Λαϊκή συνοικία, με έντονο αντιστασιακό ρεύμα, δυναμική παρουσία κομμουνιστών, ήταν στόχος. Είχαν προηγηθεί τον προηγούμενο μήνα, μάχες κανονικές, οδομαχίες και το ηρωϊκό, επικό τέλος δέκα Επονιτών στο σπίτι της οδού Μπιζανίου 10, όπου μετά από πεντάωρη πολιορκία, φύλαξαν, oι πολιορκημένοι, το τελευταίο βλήμα για τον κρόταφο τους

Με τη συνηθισμένη τους τακτική, οι Γερμανοί περικύκλωσαν από τα ξημερώματα όλη τη συνοικία και με τη συνδρομή των Ελλήνων ταγματασφαλιτών, απαίτησαν με τα χωνιά από όλους τους άρρενες από 15 χρονών και πάνω να συγκεντρωθούν στο γήπεδο.

Για όσους κρύβονταν και τους ανακάλυπταν οι Γερμανικές δυνάμεις, η ποινή ήταν μια. Αδιαπραμάτευτη. Εκτέλεση επί τόπου. Η γιαγιά μου άνοιξε την κρύπτη κάτω από τα κεραμίδια και με την εξουσία της Mάνας, της Συζύγου και της Αδελφής, με την εξουσία της Γυναίκας δηλαδή, ανάγκασε τα αδέλφια της Θανάση (πατέρα έξι παιδιών), τον άκληρο Γιώργο και το σύζυγό της Ανδρέα, να κρυφτούν. Τα χωνιά από κάτω συνέχιζαν να απειλούν και να τρομοκρατούν. Στη σκηνή ήταν παρούσα και η Μάνα μου. Όταν έκλεισε η κρύπτη, η γιαγιά μου, 46 χρονών γυναίκα τότε, με τρία παιδιά  και μια αδελφή χαμένα και, λόγω Κατοχής,περισσότερα από τρία χρόνια πείνας και κακουχίας στράφηκε στη θυγατέρα της και με ένταση, με προτεταμένο το δείκτη και βλέμμα πύρινο της είπε: “Άχνα μην βγάλεις. Άχνα! τα ακούς;”.

Αρκετές ώρες αργότερα, οι κουκουλοφόροι βάδιζαν ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος και δείχνοντας, μοίραζαν θανατικές ποινές. Εικοσιδύο άνδρες εκτελέστηκαν Δοϊράνης και Μαντζαγριωτάκη γωνία. Άλλοι οκτώ σε διάφορα, αλλά σημεία. Σύνολο τριάντα. Ο όλεθρος ολοκληρώθηκε με πλιάτσικο και εμπρησμούς.

Καλλιθέα. Δημόσια συσσίτια για τα παιδιά της Κατοχής.

Η Κατοχή παρέλαβε την Μάνα μου χρονών πέντε. Την άφησε ετών εννέα, 45 μόλις μέρες μετά το μπλόκο της Καλλιθέας. Τα ξαναθυμηθήκαμε όλα αυτά, μαζί με άλλα, πριν λίγες μέρες και τα γράφω τώρα, εν όψει της αυριανής επισκέψεως του Γερμανού υπουργού των Οικονομικών, Wolfgang Schäuble. Tα γράφω σήμερα, ανήμερα της Αγίας Μαρίνας της Μεγαλομάρτυρος έτσι και λίγο εις μνήμην της Γιαγιάς μου, που έχει εγκαταλείψει τα εγκόσμια από τον Μάρτιο του '85, διότι τώρα πια μπορώ έστω και λίγο, να νιώσω την πίεσή της να "τρώω το φαγητό μου". Τρεισήμισι χρόνια πείνας, τρόμου, εξευτελισμών δεν φεύγουν από τη ψυχή, όσο δοκιμασμένος και να είσαι.

Τα γράφω, τέλος, με το θυμό και την πίκρα ενός πολίτη για ότι έχει γίνει, για ότι γίνεται και ακόμα, για ότι θα γίνει.

Ματζαγριωτάκη και Δοϊράνης γωνία. Το μνημείο των εκτελεσθέντων. Σμιλευμένα πάνω του 22 ονόματα:

Γ. Πολυκανδριώτης, Ν. Σκοπελίτης, Π. Σαλονικίδης, Στ. Μιχαλάς, Φ. Κυρήκος, Ν. Δεπάστας, Π. Φόρας, Εμ. Μπιζάκης, Α. Γεωργίου, Κ. Σαραντόπουλος, Γ. Μιχαλάς, Δ. Αραξος, Φ. Κουνέλης, Ν. Γκαβέας, Δ. Μαυρίδης, Αρ. Παπαχρήστος, Ι. Πετρογιάννης, Μ. Κασωτάκης, Αρ. Παπαχρήστος, Α.Τοκατιάν, Μ. Κασωτάκης, Δ. Σαραντόπουλος.