Μερικές εικόνες με το Crosstourer DCT - Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013 PDF Print E-mail

Εικόνα πρώτη:

Παρασκευή αργά το μεσημέρι. Ανοίγει το τριήμερο του Αγ. Πνεύματος. Η “εθνική” από την Καβάλας μέχρι τη Φιλαδέλφεια πηγμένη, η θερμοκρασία κοντά στους 35 και 'γω πάνω σε ένα δίτροχο 1.237 κ.εκ., 127 ίππων και 285 κιλών χωρίς συμπλέκτη, χωρίς επιλογέα ταχυτήτων, με χειρόφρενο. Κι όλα τούτα για πρώτη φορά στα 40τόσα χρόνια που βρίσκομαι στις ράχες διτρόχων.

Μέτρησα αλλεπάλληλες αποτυχημένες απόπειρες, κάποιες από αυτές υπό το κράτος του πανικού, να βρω με τα δάκτυλα του αριστερού χεριού την μανέτα και αντίστοιχες με το αριστερό μετατάρσιο ώστε να βρω το ποδοστήριο του επιλογέα, για να κατεβάσω.

Άκουγα τις αλλαγές του TCT και ανησυχούσα για όσα συνέβαιναν εκεί κάτω για μένα χωρίς εμένα. Προσπαθούσα, έχοντας υπ’ όψιν ότι είχα προσαρμοσμένες και τις βαλίτσες, να το βολέψω ανάμεσα στο ζεστό, ελάχιστα κινούμενο μεταλλικό ποτάμι των τετράτροχων που πλημμύριζε όλες τις λωρίδες της εθνικής. Δεν αισθανόμουν άνετα.

 

Εικόνα δεύτερη

Λίγο πριν το μεσονύκτιο, κι ενώ είναι σε εξέλιξη η πιο μικρή νύχτα του χρόνου, θερινό ηλιοστάσιο μας το είπαν στο σχολείο, παρατηρούσα υπό το ψυχρό φως του φθορίου της αυλής την μοτοσικλέτα. Σχεδίαση της τρέχουσας αισθητικής με αυτές τις επιθετικές «γερακίσιες» γωνίες, να ξεχωρίζουν στο προφίλ. Ολοκληρωτικά ψηφιακό κεντρικό όργανο, απλό στη χρήση του με τα λεντ του στροφόμετρου να βυθίζονται στο κόκκινο πριν τις 9 (χιλιάδες), ενδείξεις για την ώρα, την κατανάλωση, την περιεκτικότητα της δεξαμενής καυσίμων, την θερμοκρασία και βέβαια χιλιομετροδείκτη με ολικό και δυο μερικούς καταμετρητές.


Πίσω από το upside down πιρούνι των 43mm, ξεχωρίζει ένα τοξοειδές μεγάλο ψυγείο και μπροστά του, οι δυο δίσκοι των 310 mm με τις τριπίστονες Nissin δαγκάνες .

Kάτω από ένα στιβαρό δυο δοκών αλουμινένιο σκελετό, δεσπόζει ο τετρακύλινδρος, υγρόψυκτος, δεκαεξαβάλβιδος, σε διάταξη V (76 μοιρών) κινητήρας, που από την δεξιά του μεριά ξεχωρίζει η επιγραφή dual clutch transmission, όπερ μεθερμινευόμενον μετάδοση διπλού συμπλέκτη.

Στην ουρά πίσω από το επιβλητικό αλουμινένιο ψαλίδι, διακρίνεται το σύστημα μετάδοσης, όχι μια απλή, κοινή αλυσίαδα, αλλά ένας άξονας, μεγάλος, ογκώδης στην όψη και μια 276 mm δισκόπλακα την οποία την ακινητοποιεί μια τριπίστονη δαγκάνα.

Στο αριστερό γκριπ ξεχωρίζει το χειριστήριο του χειροφρένου, και τα μπουτόν αλλαγών ταχυτήτων, πράγματα ολότελα ασυνήθιστα για μοτοσυκλέτα.

Εντυπωσιακό σύνολο δίχως αμφιβολία που γίνεται εντυπωσιακότερο με τις τρείς βαλίτσες του.


Εικόνα τρίτη.

Η ώρα που έφευγε το τελευταίο φως του Σαββάτου, με βρήκε πάνω στο βουνό, διπλοκάβαλο σε αποστολή μεταφοράς. Με τις βαλίτσες σχεδόν γεμάτες από τις αποσκευές του μεταφερομένου. Ο ισχυρός πουνέντης είχε καθαρίσει το λεκανοπέδιο και άφηνε να δούμε μέχρι τη χερσόνησο των Μεθάνων προς το Νότο και πέρα από την Εύβοια προς τα βορειονατολικά. Το φεγγάρι παρά μια μέρα γεμάτο και εγώ να παλεύω με θεούς, χειριστήρια και δαίμονες. Να μπερδεύω το σινιάλο, με τις ταχύτητες, το κλαξον με τα φλας, τα πλην με τα συν και για τα πέντε - έξι πρώτα χιλιόμετρα να απλώνω την αριστερή παλάμη για να βρώ την μανέτα που δεν υπήρχε και να κατεβάζω το λεβιέ των ταχυτήτων που επίσης δεν υπήρχε. Περιγράφεται και ως δύναμη της συνήθειας.

Στο γυρισμό, μόνος πια, με το κράνος του συνεπιβάτη να χωρά άνετα στην πίσω βαλίτσα, με το σκοτάδι να έχει επικρατήσει και με το γλιστερό κομμάτι να είναι ανηφορικό, γνωριστήκαμε καλύτερα, παίξαμε με όλα τα προγράμματα, επικοινωνήσαμε με μεγαλύτερη άνεση. Έχει δύναμη, που βγαίνει χωρίς να τρομάζει. Δεν σπινάρει, δεν γυρίζει όπως η CBF, ο ανεμοθώρακας προστατεύει, φρενάρει εκπληκτικά. Το όργανο της στιγμιαίας κατανάλωσης ανταποκρίνεται με κάποια καθυστέρηση, ενώ πρέπει να συνηθίσεις στον τρόπο που κατεβάζει, στην περίπτωση που θες να κινηθείς κάπως πιο σβέλτα από «βόλτα.


Εικόνα τέταρτη

Την επόμενη μέρα, η ίδια διαδρομή, λίγο νωρίτερα, λίγο διαφορετικά. Μόνος κατέβηκα, διπλός ανέβηκα. Αποστολή παραλαβής γαρ. Στην επιστροφή, μια παράκαμψη και ένα χιλιόμετρο εκτός δρόμου πάνω σε ένα χωμάτινο μονοπάτι προς ένα λόφο μας χάρισε μια μοναδική άποψη της ανατολής της Πανσέληνου. Οι ειδήμονες έλεγαν ότι λόγω της απόστασης ανάμεσα στη Γη και την Σελήνη, θα αντικρύζαμε το μεγαλύτερο φεγγάρι του έτους. Μερικές φωτογραφίες θα αιχμαλώτιζαν για πάντα την ομορφιά εκείνης της βραδιάς. Η ανταύγεια του δορυφόρου ασήμιζε τον νότιο Ευβοϊκό, ενώ η διαύγεια που συνεχιζόταν από την προηγούμενη μέρα, παρά κάποια λεπτή νέφωση προς τη Δύση, μας άφηνε να δούμε προς ανατολάς, τα φώτα από τη βορειοδυτική πλευρά της Άνδρου, ενώ πριν φύγει το απόγευμα ήταν ορατή και η Τήνος. Καθώς ανέτειλε το φεγγάρι, όντως πελώριο και χλωμό στην αρχή, ενώ λίγο αργότερα καθώς δυνάμωνε το φως του, έδινε τις πρώτες σκιές. Το αποκαλούμενο και «μονοπάτι του έρωτα», η ασημένια ανταύγεια της σελήνης πάνω στη θάλασσα σημάδευε τα ήρεμα, σκοτεινά νερά σε ένα μεγάλο πλάτος.


Η νύκτα, έκρυβε το χάος της «αξιοποίησης» και της δόμησης, της ανατολικής Αττικής και αποκάλυπτε μια παραμυθένια διάσταση. Η καλοκαιρινή διάθεση θα επιτεινόταν από την έντονη μυρωδιά του θυμαριού που θα μας συνόδευε έως το επόμενο πρωινό, εγκατεστημένη απρόσκλητα αλλά γοητευτικά πάνω στα υποδήματά μας.


 

Εικόνα πέμπτη

Την επόμενη μέρα, λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι, το πολυόργανο έδειχνε 30 βαθμούς,. Όταν κάποια λεπτά αργότερα «ανεβαίναμε» την Εθνική προς Λαμία, είχε ξεπεράσει τους 33. Φορτωμένο και «δικάβαλο» το Crosstourer στις 4.000 σ.α.λ. έγραφε 132 – 134 χλμ/ώρα και έκαιγε από 5 έως 6 λίτρα τα 100 χιλιόμετρα ανάλογα με την μορφολογία του δρόμου. Εγκαταλείποντας την Εθνική στη διασταύρωση του Κάστρου η θερμοκρασία είχε σταθεροποιηθεί ανάμεσα στους 41 - 42 και κρατήθηκε επίμονα εκεί. Εξουθενωτικά ζεστή ατμόσφαιρα, που κουράζει, σπρώχνει τον οργανισμό στην αφυδάτωση και παρά τα ανοικτόχρωμα ρούχα που κάλυπταν κάθε σπιθαμή του δέρματος, κουράζει. Στο Πολύδροσο, μας έκανε τη χάρη να κατέβει στους 38. Σε συνδυασμό με το αεράκι, τις σκιές από τα πλατάνια και αρκετό δροσερό νερό, το μυαλό άρχιζε σιγά – σιγά να ξαναλειτουργεί . Ετσι καθώς ανεβαίναμε το στενό, ανάμεσα από τα έλατα, δρόμο προς Σουβάλα και Φτερόλακκα, κάθε υψομετρικό σκαλοπάτι δρόσιζε την ατμόσφαιρα. Όταν έφθασε τους 26, δηλαδή τουλάχιστον δεκαπέντε βαθμούς λιγότερους από τον κάμπο ένοιωθα ότι κρύωνα! Δυσκολευόμουν κάπως να στρίψω στις αλλεπάλληλες στενές φουρκέτες ακολουθώντας τις εντολές του DCT. Έτσι πέρασα στο μάνιουαλ, αλλάζοντας ταχύτητες από τα χειριστηρία, σύντομα όμως βαρέθηκα και του παρέδωσα πάλι τις πρωτοβουλίες. Όσο το βολεύτηκα στα ανοικτά κομμάτια, τόσο δυσκολεύτηκα στα κλειστά. Λογικό. Δεν έχουμε μάθει να οδηγούμε με τόσο χαμηλές στροφές σε τόσο αργό, ανηφορικό δρόμο.


Εικόνα έκτη

Λίγες ώρες αργότερα, το φως λιγόστευε γρήγορα στις κορφές του Παρνασσού, χαρίζοντας γλυκές αποχρώσεις και μακριές σκιές. Με τη θερμοκρασία να έχει πέσει κάτω από τους 20, τα καλοκαιρινά μπουφάν που αναπαύονταν μέσα στις βαλίτσες, αποδείχτηκαν περισσότερο από απαραίτητα. Όλο το οδικό δίκτυο από τη διασταύρωση μετά το λιβάδι έως στη Φτερόλακκα ήταν άδειο. Το δάσος με τα κωνοφόρα μοσχοβόλαγε, η δροσιά κυριαρχούσε και μια σπουδαία αίσθηση ευφορίας μας κυρίευε.


 

Εικόνα έβδομη & τελευταία.

Την επόμενη μέρα το πρωί, η πορεία ήταν αντίστροφη. Από τα ψηλά στα χαμηλά και από τα δροσερά στα ζεστά. Ξεκινώντας από τους 26 στο βουνό, λίγο μετά τη Λειβαδιά είχαν γίνει 36 και πριν το Λεκανοπέδιο 38. Ο ρυθμός του γυρισμού ήταν αρκετά γρηγορότερος, καθώς οι υποχρεώσεις περίμεναν. Έτσι οι 4.000 σ.α.λ. με την τελική σχέση και τα 131 – 133 χλμ/ώρα έγιναν 4.900 με 170 – 174 χλμ./ώρα. Μοιραία ανέβηκαν οι καταναλώσεις τουλάχιστον δύο λίτρα φτάνοντας ή ξεπερνώντας τα 8 λτ/100 χλμ. πάντα σε σχέση με το ανάγλυφο του εδάφους ή τη κατεύθυνση του, ενίοτε, ισχυρού ανέμου. Επιστρέφοντας αρκετά γρήγορα και πολύ ξεκούραστα στην πόλη, καθώς οι ταχύτητες έγιναν αστικές, άκουγα πάλι τις αλλαγές που συνέβαιναν εκεί κάτω ερήμην εμού, ένοιωθα την τραχιά, γεμάτη ισχύ λειτουργία του κινητήρα και αναλογιζόμουν την τύχη μας, που με την Crosstourer περάσαμε μια ξεχωριστή μέρα.

Σκεφτόμουν επίσης, ότι μόλις θα την άφηνα, ανεβαίνοντας σε κάποιο συνηθισμένο μάνιουαλ δίκυκλο, στο πρώτο φανάρι θα μου έσβηνε σκορτσάροντας, επειδή θα είχα ξεχάσει να αμπραγιάρω ενώ θα πάλευα να αλλάξω ταχύτητες από χειριστήρια που δεν υπήρχαν, αγνοώντας μανέτα και λεβιέ ταχυτήτων που υπήρχαν. Πως το είπαμε πιο πάνω; Η δύναμη της συνήθειας.

Ωραία περίπτωση αυτή η τεχνολόγια. Ακόμα και κι αν σε μπερδεύει. Μπορώ να ρισκάρω μια πρόβλεψη; Σε κάποια χρόνια, μόνον κάποιοι μεσόκοποι θα προτιμούν μάνιουαλ κιβώτια στα «μηχανάκια». Ελπίζω να οδηγώ ακόμα και να είμαι ένας από αυτούς…