H νοσταλγική ιστορία του ΤL - 27 Μαίου 2013 PDF Print E-mail

Ψάχναμε, στο διαδίκτυο, την ιστορία ενός αυτοκινήτου και όλως τυχαίως εμφανίστηκε στην οθόνη, προς πώληση ένα Honda 125 TL. Κοίταξα την τιμή. Μου φάνηκε είτε λάθος, είτε απίστευτη. Δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ζητούσε από 2.300 έως 3.000 λίρες Αγγλίας.

Ο νους μου ταξίδεψε 38 χρόνια πίσω. Σε εκείνο το ασημένιο - κόκκινο 125 ΤL που μπορεί και δικαιούται να κατέχει τον τίτλο της πρώτης μοτοσικλέτας Μου. Είχαν προηγηθεί ένα CB 50, ένα Simson Mofa 1 – S, αλλά ήταν περιπτώσεις κοινοκτημοσύνης. Ήταν τα «μηχανάκια» του μαγαζιού. Εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του. Τα οδηγούσαν και άλλοι. Αντίθετα το TL, είχα το προνόμιο να το ορίζω απολύτως.

Φθινόπωρο του ’75 ήταν, όταν στα δαιδαλώδη ισόγεια του «Σαρακάκη», στη Λεωφόρο Αθηνών, έψαχνα το γραφείο του συμβολαιογράφου. Έτσι αποκτούνταν τότε τα οχήματα. Με συμβολαιογραφική πράξη. Στοίχιζε 31.500 Δρχ., σίγουρα έγινε κάτι “καλύτερο”, αφού είχαμε συνεργασία με τον όμιλο. Όχι και τόσο φτηνό, ειδικά αν συνυπολογίσεις ότι αγόραζες ένα δίτροχο χωρίς φώτα, χωρίς φλας, χωρίς όργανα. Ήταν Trial bike. Ενθουσιασμένος τότε με το συγκεκριμένο είδος, κατάφερα να πείσω τον πατέρα, ότι δεν ήταν ισχυρό (φυσικά και δεν ήταν), ότι δεν ήταν γρήγορο (ούτε γρήγορο ήταν) και οι κίνδυνοι ήταν ελάχιστοι (τω όντι). Έδωσε συγκατάθεση (και βοήθεια) και αποκτήθηκε.

Ιανουάριος του 1977. Ανεβαίνοντας την κοίτη ξεροπόταμου στις παρυφές των Γερανείων. Η φωτό είναι του Τάσου Αρωνίτη και χρησιμοποιήθηκε σε ανυπόγραφο κείμενο δοκιμής που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του ’77 στο περιοδικό «4Τροχοί» (τ.78, σ.82) με τίτλο: «Το απόλυτο παιχνίδι».

Πανάλαφρο, παιχνίδι αληθινό, στην πορεία αποδείχτηκε και άθραυστο. Ζήσαμε μαζί 30 μήνες, έως την άνοιξη του ‘78. Εξερεύνησα τα Γεράνεια, την Πεντέλη, τις δυτικές ακτές της Πελοποννήσου από την Κυπαρισσία έως τη Ζαχάρω. Αν εξαιρέσεις ένα ελαφρύ διάστρεμμα στο (δεξί) αστράγαλο δεν μπορώ να τη χρεώσω με κάτι άλλο. Πρέπει όμως, να την πιστώσω με εκατοντάδες καταπληκτικά χιλιόμετρα, με μια άνεση εκτός δρόμου πάνω στην οποία κτίστηκαν άλλες εμπειρίες, με ανατολές και δύσεις σε μέρη που ούτε φανταζόμουν ότι μπορούσα να φτάσω και με τη γνωριμία αγαπημένων μου σημείων. Την ταλαιπώρησα σε ρόλους που δεν προβλεπόταν να παίξει, όπως σε άσφαλτο ή ακόμα σε πίστες μότοκρος. Πλην όμως, ήταν το πρώτο δίτροχο διαβατήριό μου για μια πρωτόγνωρη αίσθηση ελευθερίας, σε μια εποχή πραγματικά ανέμελη.

Απρίλιος του ’77. Παραμονές Πάσχα. Συννεφιασμένος καιρός, σε λόφο πάνω από το Αη Γιαννάκη, στα δυτικά παράλια της Πελοποννήσου.

Δεν έβγαλε πινακίδες, δεν χρησιμοποιήθηκε ως όχημα μεταφοράς, ήταν απολύτως προσαρμοσμένη στον ψυχαγωγικό της ρόλο. Με 88 κιλά μάζα, μόλις 8 ίππους από τα 122 κ.εκ. και 8:1 συμπίεση δεν ήταν κάποια κορυφαία trial, αλλά μια ευχάριστη παρέα που για έναν «καινούργιο» στο χώμα ήταν μια χρήσιμη, όμορφη και καλή δασκάλα. Ήταν επίσης μόλις η δεύτερη τετράχρονη, τότε, trial μοτό μετά τις CCM.

Από τις πρώτες εικόνες της. Τελευταία Κυριακή του Ιανουαρίου του ’76, σε πετρώδες ανηφορικό έδαφος στα Γεράνεια.

Ατυχώς πουλήθηκε, ή καλύτερα δόθηκε ως ανταλλαγή για την απόκτηση της πρώτης μου Montesa. Δεν ήταν δυνατόν να κρατηθεί. Δεν υπήρχε ούτε το μυαλό, ούτε περίσσευαν τα χρήματα που απαιτούνταν ώστε να είναι ταυτόχρονα παρκαρισμένες στην αυλή και η TL και η Cota 247. Η Cota (πλαγιά στα ισπανικά), που τότε φάνταζε σαν κάτι εξωτικό. Διπλάσια κυβικά, πολύ πιο δυνατή, δίχρονη, με φώτα και με πινακίδες κυκλοφορίας. Για αυτήν όμως στο μέλλον.

Σεπτέμβριος του ’77. Πλυμένη, καθαρισμένη, αναπαύεται στην αυλή, υπομένοντας στωικά όλες τις ταλαιπωρίες. Λιτή, λεπτή, κομψή, σε ωραιότατο σχηματικό και χρωματικό συνδυασμό, εικόνα μονάκριβη μιας καθαρότερης και ανέμελης εποχής.

Ιδού και η αιτία αυτής της ανάρτησης. Μου ξύπνησε μνήμες, παλιές, ανέφελες, νοσταλγικές.