Mνημόσυνο (30.12.2012) |
Λίγες εικόνες που ήρθαν μόνες τους, κατανυκτικά συγκινητικές από ένα μνημόσυνο. Συνέβαλε σε αυτό και ο μικρός ναός, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα. Άγιοι Πάντες Αμπελοκήπων. Στο 39 της Τσόχα. Βρίσκεται εκεί χίλια, περίπου, χρόνια. Τον ανακάλυψα, στα 55 μου. Τον 20ο αιώνα, ήταν σε κατάσταση ερειπιώδη. Αναστηλώθηκε το 1957. Έχουμε έτσι κάτι κοινό. Το έτος αναστήλωσής του, συμπίπτει με το έτος γέννησής μου. Συναντηθήκαμε, συστηθήκαμε χθες. Για μερικές περιπτώσεις ισχύει τω όντι το:"Ποτέ δεν είναι αργά".
Σάββατο, οκτώ το πρωί και οι δρόμοι της πόλης είναι ακόμα άδειοι. Μέρα μουντή, βροχερή, χειμωνιάτικη, στενάχωρη. Σκηνικό ταιριαστό για τα "σαράντα". Το εσωτερικό του ναού, σκοτεινό. Ελάχιστο φως, από το γκρίζο του ουρανού, να τρυπώνει μέσα, από τα λίγα στενά, ψηλά του ανοίγματα. Καντήλια, κεριά προσφέρουν μικρές εστίες από ζεστές ανταύγειες. Ένα σώμα αντιστάσεων στον πέτρινο τοίχο σπάει την υγρασία, δίνοντας μια κόκκινη απόχρωση. Ενίοτε ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος του θυμιατού. Σχεδόν γεμάτος ο μικρός χώρος. Κεντρική φιγούρα η χήρα, η Ρηνιώ. Μικρόσωμη, με λευκά μαλλιά, γαλανούς οφθαλμούς, σοβαρή, θαλερή. Μπροστά της το ιερό, ο παπάς, οι κυρίες της εκκλησίας, παρουσίες άλλης εποχής με το βλέμμα κάτω, παραδομένες στο εκκλησιαστικό μυστήριο, συχνά γονυπετείς. Πίσω της, συγγενείς, φίλοι, όρθιοι, αμίλητοι. Ανάμεσα στα λιγοστά πρόσωπα, ένα δάκρυ στέκεται μετέωρο σε νεανικό θηλυκό μάγουλο, κάτω από ένα ζευγάρι ανοιχτόχρωμα μάτια, ανάμεσα από το φόντο της ξανθής κόμης, την ώρα που ακούγεται η ήπια φωνή του παπά, οι μακρόσυρτες συλλαβές του ψάλτη. Η τελετή ολοκληρώνεται και λίγοι, κυρίως γυναίκες, μεταλαμβάνουν. Ο ναίσκος αδειάζει, η ατμόσφαιρα καθαρίζει από το θυμίαμα, ο χώρος σαν να παγώνει, το φως λιγοστεύει ακόμα πιο πολύ, το θυμιατό σβηστό, βουβό, αναρτημένο στη βάση του. Οι κυρίες της εκκλησίας, εκεί, σταθερές, αμετακίνητες. Οι λιγοστοί που παραβρέθηκαν, κατευθύνονται στην απέναντι γωνία, στο παρακείμενο αρχονταρίκι για τα κόλλυβα και τον καφέ της παρηγοριάς. Πίσω τους, το μικρό εκκλησάκι βυθισμένο κυριολεκτικά και μεταφορικά στη σύγχρονη πόλη, μια κουκκίδα παρελθόντος και για κάποιους, ένα στήριγμα πίστης. Α! ρε Χρόνη, ακόμα και απών από τον στραβό κόσμο των ζωντανών, έχεις το χάρισμα να συγκινείς...
|