Στην Ελευσίνα (14.04.2012) PDF Print E-mail

Με μια νέφωση λεπτή και ενιαία, συχνό χαρακτηριστικό για Μεγάλη Παρασκευή, περάσαμε την είσοδο του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας. Ένας ήσυχος Σορόκος, μόλις που ανακάτευε τη θάλασσα και έσπρωχνε τη γαλανόλευκη ψηλά στο ρολόι - καμπαναριό του λόφου σε ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, από την τελευταία φορά που είχαμε βρεθεί εκεί.

Ανάμεσα στα κτίσματα 25 αιώνων, κόκκινες πινελιές από παπαρούνες σηματοδοτούσαν μια ακόμα άνοδο της Περσεφόνης από το σκοτεινό κόσμο του καταθλιπτικού αλλά αναπόφευκτου Άδη. Στα πιο ανοικτά κομμάτια, κίτρινες μαργαρίτες χάριζαν την περιστασιακή τους ομορφιά στο τοπίο.

Ένα χαλί ησυχίας κάλυπτε το λόφο, που διακοπτόταν επίμονα μα διακριτικά από τον πένθιμο ήχο της καμπάνας της παρακείμενης εκκλησιάς του Αγ. Γεωργίου. Αναρωτιέμαι πιο άλλο σημείο της οικουμένης μπορεί να συνδυάσει ένα ιστορικό βάθος τριών χιλιάδων ετών, με αναμεμειγμένη μυθολολογία και ιστορία, με ανακατεμένα το δωδεκάθεο και την ορθοδοξία, με τις ανερμήνευτες τελετές των Ελευσινίων μυστηρίων και την επιβλητική παρουσία του μονοθεϊσμού.

Αναρωτιέμαι καθώς από την μια αντικρίζω το παρελθόν, στο Kαλλίχωρον φρέαρ, στο Tελεστήριο και από την άλλη το παρόν στο μοιχό του κόλπου με τις τσιμινιέρες από τα τσιμεντάδικα και τα βαπόρια.

Στο μουσείο, κεντρική φιγούρα η Καρυάτιδα, δεσπόζει με την λεπτότητα της. Τριγύρω της εκατοντάδες κομψοτεχνήματα από το παρελθόν αφηγούνται βουβά ένα ξεχωριστό παρελθόν. Αν αυτό το παρελθόν είναι ο πρόλογος, μήπως γεννηθήκαμε στη λάθος πλευρά της ιστορίας; Οι απαραίτητες, για ΜεγαλοΠαρασκευή ψιχάλες, σημαδεύουν τα μάρμαρα και τις ξύλινες κατασκευές του αρχαιολογικού χώρου, καθώς πέφτουν μαλακά, ειρηνικά.

 

Λίγες στιγμές αργότερα καθισμένοι σε ένα παγκάκι στην Ηρώων Πολυτεχνείου, χαζεύουμε την κίνηση, ανάμεσα από τους υπερπλήρεις κάδους απορριμάτων . Ο θόρυβος της πόλης σβήνει τις καμπάνες του Αη Γιώργη. Ένα ζευγάρι νέων παιδιών περπατά και χαιρετά ένα άλλο εποχούμενο ζευγάρι, που λόγω της κίνησης είναι σχεδόν ακινητοποιημένο. Ανταλλάσονται λόγια βιαστικά, χαρμόσυνα, γελαστά και φωναχτά. Την ώρα που ένας μαύρος ημίαιμος σκύλος γαυγίζει εν μέση οδώ, μια ολίγον κακοποιημένη και επίσης μαύρη GTV, ακούγεται η τελευταία πρόταση της στιχομυθίας, να ξεχωρίζει αρκετά στο πολύβουο σκηνικό: «Σε αγαπώ ρε!»

Τελικά ίσως να μην γεννηθήκαμε στη λάθος πλευρά της Ιστορίας.