H νέα 911 (κάτι παραπάνω από «καλό» αυτοκίνητο) (29.01.2012) PDF Print E-mail

Στην ευρύτερη περιοχή της Valencia, γνωριστήκαμε την νέα 911 Carrera. Κάτω από έναν ανοιξιάτικο ουρανό με θερμοκρασίες αρκετά υψηλότερες από τις Ελληνικές, παρουσίαστηκε η τελευταία γενιά του διαχρονικότερου κουπέ της αυτοκινητικής ιστορίας.

Η έβδομη γενιά λοιπόν της 911, γνωστή και ως 991, ήρθε κατάφορτη τεχνολογίας και έμφορτη σημαντικών εξελίξεων.

Έτσι επιγραμματικά, ας αναφερθεί το Porsche Dynamic Chassis Control, που αναδιαρθρώθηκε εκ βάθρων, το Porsche Torque Vectoring, που προσφέρεται σε δυο εκδόσεις, αλλά και οι βελτιώσεις στο PCM,  με τέσσερις νέους αισθητήρες.

Τώρα πως γίνεται και το εξακύλινδρο επίπεδο μοτέρ της, ενώ είναι μικρότερου κυβισμού (- 200 κ.εκ.), να παράγει περισσότερη ισχύ (+5 ίππους),να  δαπανά λιγότερο καύσιμο (-16%), ενώ  με 194 γρ./χλμ. CO2, να είναι το πρώτο σπορ αυτοκίνητο της Porsche που βρίσκεται κάτω από τα 200 γρ./χλμ. είναι κάτι που μπορούν να το απαντήσουν οι τεχνολόγοι του εργοστασίου.

Παραπλήσια απάντηση θα δοθεί και στο ερώτημα πως το νέο επανασχεδιασμένο (κατασκευασμένο από αλουμίνιο και χάλυβα) αμάξωμα, είναι κατά 45 κιλά ελαφρύτερο από το προηγούμενο, ενώ η ακαμψία του αυξήθηκε κατά 20%.

Οι απαντήσεις  είναι προφανείς. Μέσα από συνεχή έρευνα και εξέλιξη.

Να μην λησμονηθεί επίσης, ότι είναι το πρώτο όχημα μαζικής παραγωγής με επτατάχυτο μηχανικό κιβώτιο.

Λίγο ή πολύ βέβαια, όλα αυτά καθώς και πολλά άλλα τεχνικά χαρακτηριστικά είναι γνωστά από τον Σεπτέμβρη του 2011, οπότε και παρουσιάστηκε στο σαλόνι της Φρανκφούρτης.

Αυτό που αναμενόταν με ανυπομονησία ήταν η δια ζώσης επαφή με την 7η γενιά της 911, πράγμα που έλαβε χώρα, στους δρόμους γύρω από την Ισπανική πόλη.

Η πρώτη η γνωριμία

έγινε στον ελεγχόμενο χώρο μεγάλου parking στο λιμάνι. Εκεί έμπειροι οδηγοί του εργοστασίου έδειξαν το Launch Control και το σύνολο των ηλεκτρονικών πακέτων που φέρει το όχημα, σε μια πολύ στενή, κλειστή ενίοτε και επί τούτου βρεγμένη διαδρομή.

Η ουσιαστική γνωριμία όμως έγινε την επόμενη μέρα, σε ένα σύνολο σχεδόν 200 χιλιομέτρων που περιελάμβανε κάθε κάθε είδος δρόμου, από ανοικτό αυτοκινητόδρομο (Α-3 για Μαδρίτη), επίπεδους ήσυχους επαρχιακούς, αλλά και “στριφτερές” ιδιαίτερης ομορφιάς ορεινές διαδρομές (Serre del Caballon) όπου η νέα 911 ξεδίπλωσε το χαρακτήρα της.
Τίποτα όμως πιο αντιπροσωπευτικό, για το ύφος και το βάθος του οχήματος, από τα 60 περίπου χιλιόμετρα, του ορεινού περάσματος από το Macaste στο Alfrab  μια περιοχή σπάνιας, καθαρής ομορφιάς με Μεσογειακή χλωρίδα, “πνιγμένη” στα κωνοφόρα στα ψηλά, με λιόδενδρα στα χαμηλά, κείμενη στα νοτιανατολικά της Ισπανικής πόλης. Με δρόμους που παρουσιάζουν ελάχιστη κίνηση, έναν ασφαλτοτάπητα βγαλμένο από πίστα, εκείνο το τμήμα θα μπορούσε εύκολα να αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς ασφάλτινες ειδικές του παγκοσμίου.
Εκεί είχα την τύχη να χαρώ την τελευταία 911. Βγάζοντας εκτός λειτουργίας  τα ηλεκτρονικά βοηθήματα ελέγχου πρόσφυσης, τοποθετώντας τις πλέον σπορ ρυθμίσεις σε κινητήρα και αναρτήσεις. Προσεκτικά στην αρχή, διαβάζοντας τις παγίδες στα ανήλια βρεγμένα κομμάτια, επιθετικότερα στη συνέχεια και ανεβάζοντας όσο μπορούσα περισσότερο το επίπεδο της προσοχής, στα τελευταία κατηφορικά κομμάτια, όπου ήταν σαν ρολερκόστερ με συνεχείς καμπές, απότομες μετατοπίσεις και ελάχιστα, κατ' ουσίαν “μη αναγνώσιμα”, ευθύγραμμα τμήματα.


Διαπιστώσεις:
Είναι τόσο καλοστημένη από πλευράς σασί και αναρτήσεων ώστε δεν καταλαβαίνεις πόσο δυνατή είναι. Μόλις έρθουν όλα στις σωστές θερμοκρασίες λειτουργίας και ταυτόχρονα αποκτήσεις την ακριβή αίσθηση, των διαστάσεων, των χειριστηρίων, καταλαβαίνεις γιατί είναι τόσο ποθητό αυτοκίνητο. Πέρα από το “μυθικό” της σχεδόν 50χρονης παρουσίας στα αυτοκινητικά δρώμενα, τολμώ να γράψω, ότι τούτη η 911, τουλάχιστον στο τερέν που την χειρίστηκα, δεν είναι δύσκολο όχημα. Μέχρι ένα αξιοπρεπές επίπεδο επιδόσεων δεν χρειάζεται να σε λένε Larousse, Elford, Rohrl, ακόμα και “Αστερίξ” για να θυμηθούμε έναν θυελλώδη Έλληνα “Πορσίστα”. Σε αντίθεση με τα  911 των παλαιότερων δεκαετιών που ήταν δύστροπα, που απαιτούσαν από τον οδηγό να δεσμεύει το δεξί του καρπό πάνω από το επιλογέα ώστε να συγκρατεί την ταχύτητα στις γεμάτες “μπαμπς” καμπές της “πίστας” του Τατοίου, προσέχοντας ταυτόχρονα μην χάσει το “μπροστινό”!. Ε!  δεν είναι το ευκολότερο πράγμα του κόσμου να είσαι σε μια RSR και να διορθώνεις με το αριστερό όταν χοροπηδάει το σύμπαν γύρω σου με 140 + στα γεφύρια της “τροφού” των ελληνικών αγώνων ταχύτητας, στο αεροδρόμιο της Δεκέλειας, με τα πεύκα να παραμονεύουν στα τρία μέτρα από το δρόμο.


Αυτά όμως, είναι μακρινό παρελθόν. Στο παρόν, επιστρατεύθηκε όλη η τρέχουσα, καλπάζουσα τεχνολογία και η 911 πέρασε σιγά αλλά σταθερά από την όχθη του απλησίαστου, ακραίου, δύσκολου οχήματος σε εκείνη του “προσιτά οδηγήσιμου”, που σχετικά λίγες αλλά “καθαρές” γνώσεις μπορούν να το οδηγήσουν αξιοπρεπώς και ασφαλώς. Αυτό δεν σημαίνει ότι η 911 σε “κάνει” χειριστή. Οχι βέβαια. Σημαίνει ότι σου δίνει το περιθώριο να χαρείς χωρίς να κινδυνεύεις. Αυτό, στις μέρες μας, ίσως να αποτελεί και τον ορισμό του επιτυχημένου σπορ αυτοκινήτου.


Αν και η 911 δεν έχει ανάγκη από ορισμούς, περιορισμούς και εποχές. Αποτελεί μια συνεχώς εξελισσόμενη ιδέα. Βέβαια ακούγεται προκλητικό, στην Ελλάδα του σήμερα, να διατεθούν 152.000€ για την πιο «οικονομική» Carrera. Εξεταζόμενο από άλλη οπτική αποτελεί μια ακόμα απόδειξη της αποτυχίας του φορολογικού συστήματος του τόπου. Ανίκανη η δημόσια μηχανή να σχεδιάσει, να εφαρμόσει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα νομοθετεί με πανικό και αδικία. Κοντά σε αυτό, κάθε φορά που βρισκόμαστε σε αποστολή στο εξωτερικό είμαστε, εκ των πραγμάτων, υποχρεωμένοι, να αναλαμβάνουμε  και το ρόλο του αυτόκλητου υπερασπιστή των τεκταινομένων στην Ελλάδα. Αντε τώρα, να κάνεις μια σύντομη αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν, να μιλήσεις με νούμερα, με συνιστώσες, για το ιστορικό προτσές (sic), και να φθάσεις στο σήμερα δικαιολογώντας, δικαιώνοντας τον μέσο Έλληνα.

Ανεξάρτητα από όλα τούτα, η νέα 911 είναι κάτι παραπάνω από ένα «καλό» αυτοκίνητο. Είναι ένα σύμβολο, που οδεύει στο μισό αιώνα αδιάλειπτης παρουσίας στο παγκόσμιο αυτοκινητικό γίγνεσθαι. Σε ένα τόσο σκληρά ανταγωνιστικό κόσμο, αυτό, μόνον τυχαίο δεν είναι.


Ολίγα περί Valencia

Στην έκταση της Αθήνας και με τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης, η Valencia αποτελεί μια ολότελα διαφορετική πρόταση από τις δυο ελληνικές πόλεις. Δεν πρόκειται να πέσω στην παγίδα της σύγκρισης. Είναι λανθασμένο να συγκρίνουμε οτιδήποτε Ελληνικό με οτιδήποτε Ισπανικό. Τα μόνα κοινά στοιχεία είναι, σήμερα, το νόμισμα και η ανεργία, καθώς ένας στους πέντε Έλληνες και Ισπανούς δεν έχουν απασχόληση. Για τους Ίβηρες που ακόμα δεν έχουν νοιώσει τις έντονες πιέσεις, τους εκβιασμούς των «αγορών», του Δ.Ν.Τ. και που ταυτόχρονα έχουν βαθιά βιομηχανική παράδοση, μεγαλύτερο πληθυσμό και μια τεράστια αγορά που μιλά τη γλώσσα τους η ανάκαμψη ίσως να είναι πιο εύκολη.

Όπως και να έχει το θέμα, η Valencia είναι μια ανοικτή πόλη. Οι λίγες ώρες που βρέθηκα εκεί, δεν μου δίνουν το δικαίωμα ούτε να την  γνωρίσω ούτε πολύ περισσότερο να την κρίνω, μιλώ μόνον για μια πρώτη εικόνα. Έτσι μετά τον απέραντα βίαιο και τραγικό εμφύλιο που βίωσε η χώρα στον μεσοπόλεμο, η πόλη βρέθηκε σε ιδιαίτερα δεινή θέση. Η τοπική διάλεκτος απαγορεύτηκε να ομιλείται και να διδάσκεται, καθώς το καθεστώς του Καουντίγιο δεν είχε ευαισθησίες, ειδικά στους δημοκρατικούς θύλακες όπως ήταν και η Valencia. Αντίθετα στις μέρες μας η διδασκαλία της Valencian είναι υποχρεωτική. Το ’57 η πόλη βίωσε μια τρομερή πλημμύρα, που ανάγκασε τις αρχές σε μια σειρά μεγάλων έργων προκειμένου να μην επαναληφθούν οι ίδιες καταστάσεις.

Στις μέρες μας η Valencia προφανώς βιώνει την λαμπρότερη περίοδό της. Με δήμαρχο από το 1991(!) τη  Rita Barberá, φιλοξενεί τόσο τον παγκοσμίως φημισμένο ιστιοπλοϊκό αγώνα Americas cup όπως και το Ευρωπαϊκό αγώνα Grand Prix της F1 . Η πόλη που γέννησε τον Santiago Calatrava φέρει έντονα την υπογραφή του, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί το χρώμα του παρελθόντος. Στην ευρύτερη περιοχή, βρίθουν οι πορτοκαλεώνες, εκτεταμένοι, καλοσυντηρημένοι, με τα δένδρα κατάφορτα από καρπούς, δώρο αληθινό της φύσης που οι ντόπιοι το αξιοποιούν στο έπακρο.


Μια μικρή, αλλά εξαίρετη γεύση από το παρελθόν, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, είχα από την επίσκεψη στο παλιό τμήμα της πόλης όπου βρίσκεται η  παραδοσιακή ταβέρνα «Casa Montana» που σε 24 χρόνια θα κλείσει δύο αιώνες(!) λειτουργίας. Εκεί βρέθηκα εξ αιτίας της τυχαίας γνωριμίας με δυο Θεσσαλονικείς που ζούν και εργάζονται εκεί. Της Κατερίνας και του Πάνου (γνωστού και με το παρονόμι «Δόκιμος»), και είχα τη τύχη τόσο της συναναστροφής μαζί τους όσο και ενός γεύματος. Ας είναι καλά ο φίλος τους, έτερος (γνωστός) Θεσσαλονικεύς, ονόματι Χάρης, που συνταξιδεύαμε και μας σύστησε.