Ελλάδα, Τουρισμός, Οικονομία (07.09.2011) |
Στον Μεσαίωνα οι άνθρωποι ήταν τουρίστες, επειδή ήταν θρήσκοι. Σήμερα είναι τουρίστες, γιατί ο τουρισμός είναι η θρησκεία τους. Robert Runcie Το καλοκαίρι του 1966, υπήρχαν στην Αθήνα οκτώ ξενοδοχεία που εκείνη την εποχή χαρακτηρίζονταν ως ΑΑ. Σε σημερινή αντιστοιχία έχουμε την κατηγορία των πέντε αστέρων. Εκείνη την εποχή λοιπόν, το διπλό δωμάτιο σε τέτοια ξενοδοχεία, τουλάχιστον τρία από αυτά υπάρχουν και προσφέρουν τις υπηρεσίες τους ακόμα, χρεωνόταν με 227 δρχ. Δώδεκα χρόνια αργότερα, το ’78, στα ίδια ξενοδοχεία χρεωνόταν με 730 δρχ., ενώ στις μέρες μας, δωμάτιο σε αντίστοιχο ξενοδοχείο δύσκολα βρίσκεις κάτω από 227 €. Για να συνεχίσουμε όμως την κάπως άχαρη παράθεση δεδομένων να θυμηθούμε ότι το ακτοπλοϊκό ταξίδι από τον Πειραιά στην Αίγινα στοίχιζε τότε, το ’66, από 18 δρχ. που μοιραία στέκεται απέναντι στα σημερινά 9 € και είναι μια αύξηση με ενθαρρυντικά στοιχεία καθότι το εισιτήριο είναι μόνον 170 φορές ακριβότερο. Ακόμα πιο αισιόδοξα είναι τα νούμερα στις τιμές των υπεραστικών λεωφορείων. Το ’66 για τη διαδρομή Αθήνα – Άργος το κόστος ήταν 56 δρχ., το ’78, 135 και σήμερα 11,90 € (ή 4.055 δρχ.), μόλις 72 φορές ακριβότερα. Στο ερώτημα: Γιατί μέσα σε 45 χρόνια παρόμοιες υπηρεσίες ακρίβυναν από 72 έως 340 φορές; υπάρχουν απαντήσεις, αρκετές.
Προφανώς δεν βελτιώθηκε η ποιότητα της υπηρεσίας κατά 72 ή 340 φορές.
Ασφαλώς το κόστος της ενέργειας συνέτεινε πολύ σε αυτή τη πληθωριστική τάση. Οι αλλεπάλληλες –τεχνητές- ενεργειακές κρίσεις και η αντίστοιχη παγκόσμια σπέκουλα στις τιμές των υγρών καυσίμων συνετέλεσαν σε μεγάλο βαθμό. Να ήταν όμως μόνον αυτά, που έσπρωξαν βασικές τουριστικές υπηρεσίες σε ύψη δυσθεόρατα; Τα νούμερα δίνουν κάποιες ερμηνείες. Το 1960 επισκέφτηκαν την Ελλάδα 394.269 αλλοδαποί. Μετά από 18 χρόνια, το ’78, το αντίστοιχο νούμερο, ήταν 5.081.038, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως ενώ το ’73 ήταν 3.177.682, τα επόμενα δυο έτη σημειώθηκε σημαντική πτώση λόγω της Τουρκικής εισβολής στην Κύπρο και της έντασης στην ευρύτερη περιοχή. Ανάλογη αύξηση όμως, σημειώνεται και στα έσοδα από το τουριστικό συνάλλαγμα την ίδια χρονική περίοδο. Από τα 107 εκατομμύρια αμερικανικά δολάρια του ’60 στα 1.326 του ‘78. Φτάνοντας λοιπόν στο τέλος της δεκαετίας του ’70, τα σημάδια του τι θα γινόταν, ήταν περισσότερο έντονα από ποτέ. Ο Τουρισμός θα αποτελούσε έναν ισχυρό οικονομικό πυλώνα. Κάτω από συνθήκες, ίσως και αυτή, την ατμομηχανή της Ελληνικής οικονομίας. Συναινούσαν πολλοί παράγοντες για αυτό το συμπέρασμα. Κατ’ αρχήν ήταν μια εύκολη λύση, έτσι τουλάχιστον όπως το συνειδητοποιούσαν οι πρώτες γενιές επιτηδευματιών. Αντί για τη σκληρή και συχνά άκαρδη δουλειά στους αγρούς, στη θάλασσα, στα κοπάδια ή ακόμα και στις βιοτεχνικές – βιομηχανικές μονάδες της εποχής, το να «γκαρσονοποιηθείς» ή να μετατραπείς σε «ρουματζή» ήταν ένα χάδι. Ούτε ειδικές γνώσεις, μήτε σωματική εξουθένωση. Ήρθε επιπροσθέτως και η δεκαετία του ’80, η οποία κόμισε κάποιες νέες σταθερές. Όπως: Την μεταλλαγή της αγροτικής πολιτικής με τις επιδοτήσεις, τις αλλαγές των καλλιεργειών που μοιραία έβγαλαν τους αγρότες από το ρόγχο των δύσκολων χρόνων χωρίς όμως να τους προσφέρουν μια ισορροπημένη φιλοσοφία, μια ισχυρή συλλογιστική βάση. Επίσης το νέο ρεύμα ελευθεριότητας (όχι ελευθερίας) μέσω της οποίας, η Ελληνική επαρχία ξεπερνούσε με μεγάλη ταχύτητα συνάμα και αναίδεια την παραδοσιακή της συντηρητικότητα και εσωστρέφεια βουτώντας άτεχνα, άκομψα σε ένα περιβάλλον που όχι μόνον δεν ήταν συνηθισμένη, δηλαδή δεν είχε την εμπειρία, αλλά δεν είχε καν, τα εφόδια.
Η παραμόρφωση μεγάλωσε ακόμα περισσότερο τη δεκαετία του ’90 στην οποία συνέβησαν γεγονότα που αλλοίωσαν έτι περαιτέρω την κοινωνία και την οικονομία της. Η αθρόα, φθηνή εργασία των αλλοδαπών. Αλβανοί, ή Βορειοηπειρώτες κατ’ αρχήν, που περνούσαν παράνομα και μαζικά τα σύνορα, στη συνέχεια λοιποί Βαλκάνιοι και πρώην «Ανατολικοί» θύματα και αυτοί ενός συστήματος που κατέρρεε και αργότερα κάθε φυλή του κόσμου. Όλοι τούτοι αποτέλεσαν την πρώτη ύλη απεμπλοκής του έλληνα από τις δύσκολες, σκληρές, «βρώμικες» δουλειές. Μαζί τους, όμως περνούσαν τα σύνορα, και έψαχναν τον τρόπο ένταξης, γυναίκες (πρώτη ύλη για μια νέα πορνεία), ναρκωτικά, (πρώτη ύλη για χρυσές δουλειές), όπλα (πρώτη ύλη για βίαιες δουλειές).
Αν στο τέλος του αιώνα, προσθέσεις και ολίγον από Χ.Α.Α. όπου τόσοι πολλοί χρηματοδότησαν με τόση χαρά τον πλουτισμό τόσων λίγων, αλλά και τις απαρχές του επόμενου αιώνα όπου τον ενταφιασμό της δραχμής διαδέχθηκε η ανατολή του ευρώ, και το «κατοστάρικο» μετατράπηκε εν μια νυκτί σε ένα €, το σύστημα έδειχνε ότι αργά ή γρήγορα θα έφτανε στα όριά του. Η πολιτική ασυδοσία, το τερατούργημα του Δημοσίου και αυθάδεια του απολίτιστου νεόπλουτου ήταν οι κύριοι συντελεστές. Η Ελλάδα που ξέραμε, έσβηνε. Μαζί της, έσβηνε και η μορφή του τουρισμού που πρέσβευε.
Η παραδοσιακή φιλοξενία μετατράπηκε σε συμφωνίες των tour operators, τα καφενεία και τα καπηλεία σε cafe και lounge, τα ταβερνάκια σε δήθεν διεθνείς, δήθεν γεύσεις, οι βόλτες σε πασαρέλα, οι ρακές, τα τσίπουρα και οι χύμα ρετσίνες, σε σκόνες, χάπια και «κομμένα» ενέσιμα και το κιμπαριλίκι σε μπραβιλίκι. Η βαθιά αλλοίωση του κοινωνικού ιστού και της λαογραφικής παράδοσης είχε συντελεστεί. Αν η μεταστροφή του επαρχιώτη επιτηδευματία σε «ρουματζή» ήταν πλήγμα, η μετακύλισή του, κάτω από αυτές τις συνθήκες, σε επιχειρηματία του τουρισμού ήταν όλεθρος. Κομμώτριες από το Leicester, ποδοσφαιρικοί αστέρες από τη Βραζιλία, τηλεοπτικές πριμαντόνες, ντόπιοι πιτσιρικάδες, διεθνή play boy και ανέναχτες «βίζιτες» συνωθούνται στα ίδια νησιά, κολυμπούν στα ίδια νερά και «φτιάχνονται» στα ίδια σοκάκια.
Αυτό να ήτ αν άραγε το είδος του τουρισμού, που πόθησαν όσοι ανακάλυπταν την Ελλάδα τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες;
δημοσιεύτηκε και στο car & driver τ. 261 Σεπτέμβριος 2011 |