Πηλίου σκέψεις (27.05.2011) PDF Print E-mail

Ήταν τέλος της δεκαετίας του ’70 όταν βρέθηκα, «αυτόνομα» πια, στον Πήλιο. Αν και στα είκοσι σου χρόνια, πολλά ξεφεύγουν από την προσοχή σου, η γοητεία που απλόχερα ανάβλυζε το βουνό δεν πέρασε απαρατήρητη. Τουναντίον μάλιστα.

Περισσότερο από τριάντα χρόνια αργότερα, εκείνο το πρώτο συναίσθημα, παραμένει ενεργό παρά τα πλήγματα αξιοποίησης που κατά συρροή δέχεται η ευρύτερη περιοχή.

Είχε, έχει ένα μύθο μέσα μου αυτός ο ορεινός όγκος, δομημένος κατ’ αρχήν από τις εξιστορήσεις του προπάτορα από τα επικά «Φθινοπωρινά ράλυ» των αρχών της δεκαετίας του ’60, και από τα αντίστοιχα «Ακρόπολις». Ήταν τόπος αναμέτρησης σε ένα σκηνικό οργιώδους, μαγευτικής αλλά και συχνά απειλητικής, για τα αγωνιστικά δρώμενα, φύσης.

Ήταν μια κατ’ εξοχήν εικόνα της μονάκριβης Ελλάδας που τόσο είχε υποτιμηθεί.

Η μυθολογία, στην ελληνική της έκδοση, το θέλει να αποτελεί τη θερινή κατοικία των θεών. Στο Πήλιο λοιπόν κατερχόταν το δωδεκάθεο κατά τη διάρκεια του θέρους, σύμφωνα με αυτή την τόσο ανθρώπινα αποδιδόμενη θειική υπόσταση, εκείνες τις εποχές που έμπαιναν οι βάσεις του δυτικού πολιτισμού σε αυτόν εδώ τον τόπο, από αυτούς εδώ τους κατοίκους. Τότε που στο Πήλιο αλώνιζαν οι Κένταυροι, παρουσίες συμβολικές των απεριόριστων και απρόβλεπτων ιδιοτήτων του φυσικού κόσμου.

Πέρασαν οι χιλιετίες και μαζί τους περάσαμε από την μυθολογία στην ιστορία, από το δωδεκάθεο στο μονοθεϊσμό. Έχασαν οι θεοί τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους, οι Διονυσιακές εορτές αντικαταστάθηκαν με νηστείες, ο κήπος του Επίκουρου έσβησε μέσα στη καμαρίλα του Βυζαντίου και μοιραία οι 12 θεοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη θερινή τους κατοικία.

Η ευλογία τους όμως παρέμεινε και το βουνό διατηρήθηκε καταπράσινο, κατάφυτο από οξιές, βαλανιδιές, πλατάνια και κωνοφόρα. Παρέμεινε εύφορο με τα λιόδενδρα και τις μηλιές στα χαμηλά, με τις δεκάδες πηγές που προσφέρουν τη βάση της ζωής, το νερό.

Δεν πρέπει να υπάρχει αμφιβολία ότι όσες παρεμβάσεις δέχτηκε το βουνό, στα τελευταία είκοσι – τριάντα χρόνια δεν τις είχε δεχτεί όλες τις προηγούμενες χιλιετίες. Όπως εξ’ άλλου και η υπόλοιπη Ελλάδα με τόπους όπου ξεπεράστηκε κάθε λογική σαν τον Παρνασσό ή την Μύκονο και άλλους όπου τα φαινόμενα ήταν πιο ήπια.

Στο ερώτημα ποιες είναι οι παρεμβάσεις που ανατρέπουν τις ισορροπίες η απάντηση έχει να κάνει με την μεγάλη οικοδόμηση και την πυκνή επισκεψιμότητα. Έτσι σε συνδυασμό με τις διανοίξεις νέων δρόμων ο «πολιτισμός» φθάνει παντού. Αυτό ενδεχομένως να ακούγεται σαν πολύ ελιτίστικη άποψη που έρχεται σε σύγκρουση με τις επιθυμίες των ντόπιων για την αξιοποίηση, εκμετάλλευση του τόπου τους. Πιθανόν μάλιστα να είναι και εχθρική άποψη, πάντα κατ’ αυτούς.

Υφίσταται μια παράνοια σε αυτό σχήμα. Από την μια πλευρά υπάρχει, ή τουλάχιστον υπήρχε μια ισχυρή αστική τάξη γεμάτη επιθυμίες που σάρωνε αγοράζοντας οτιδήποτε στο διάβα της και από την άλλη ή ίδια, ή έστω τμήμα της, διαμαρτύρεται για τις χαμένες ισορροπίες που εκείνη διατάραξε.

Πολύ μας αρέσει να χτίσουμε στο βουνό, ή να αναπαλαιώσουμε ένα ακίνητο του 19ου αιώνα αλλά ταυτόχρονα θέλουμε και οπτικές ίνες για γρήγορο διαδύκτιο, δορυφορικές κεραίες για τα συνδρομητικά κανάλια. Παράλληλα διαμαρτυρόμαστε για το πλήθος των λεωφορείων που καταφθάνουν στα χωριά και το μεγαλύτερο πλήθος των επισκεπτών που γεμίζουν τις πλατείες τους. Ταυτόχρονα εκφράζοντας μια νοσταλγία, μας ενοχλεί που τα ταβερνεία της νιότης μας είτε πνίγηκαν από τα απόνερα των νέων επιχειρηματιών είτε δεν σερβίρουν πια κολοκυθοκορφάδες και τα γλυκά του κουταλιού δεν είναι «όπως τότε». Δεν είναι μόνον μια απλοϊκή αντίφαση, είναι μια βαθύτερη αδυναμία αντίληψης των κανόνων του παιχνιδιού.

Μεταφέροντας την προσωπική εμπειρία από την πρώτη επίσκεψη στην παραλία Ξουρήχτι, προσφάτως μετανομασθείσα σε «Λημνιώνα», εκείνο το μακρινό θέρος του ’79 ήταν το ίδιο συναίσθημα που κόμισα ως θεατής του «the Beach» χωρίς την υγρασία και τη καταδεικνυώμενη βρωμιά της άπω Ανατολής, χωρίς την υποβόσκουσα απειλή που εξελίχθηκε σε δράμα.

Ήταν όλα παρθένα, όλα καθαρά, είτε βαμμένα μπλέ από το Αιγαίο, είτε βαμμένα πράσινα από την οργιώδη βλάστηση που έφτανε έως τη θάλασσα, η οποία άλλοτε γαλήνια και άλλοτε φουρτουνιασμένη έβρεχε τα λευκά λεπτά βότσαλα της μοναδικής αυτής παραλίας.

Ήταν περιπέτεια τότε η κάθοδος. Αργότερα φάρδυνε ο δρόμος, άρχισαν να φτάνουν οι πρώτες κούτες από το εργοστάσιο της Datsun στο Βόλου, που χρησιμοποιήθηκαν σαν παραπήγματα. Άρχισαν να έρχονται περισσότεροι επισκέπτες, χτίστηκε ένα υποστατικό που επεκτάθηκε σε «καφέ μπαρ», έφθασε το ρεύμα, κατέβηκαν τρέυλερ, βάρκες, δημιουργήθηκαν ντουζιέρες, σηκώθηκαν σκελετοί από οπλισμένο σκυρόδεμα, και game over.

Το παιχνίδι τέλειωσε, χάθηκε, με την έννοια ότι έφυγε, αποσυντέθηκε η πρώτη εικόνα, η πρώτη αίσθηση. Με την έννοια ότι αυτό που τόσο σε αναστάτωσε, μεταλλάχτηκε σε κάτι που δεν σου ταιριάζει.

Παρέμεινε όμως η ίδια βουή της φουρτούνας. Το διαπίστωσα στις αρχές του περσινού Ιουλίου. Νωρίς το πρωί, πριν κατέβει οποιοδήποτε άλλος.

Παρέμειναν και οι μυρουδιές. Της υγρασίας, της βλάστησης, των πλατανιών. Το επισήμανα πριν λίγες μέρες όταν οι γυμνές πατούσες μου πάτησαν για τελευταία (μέχρι στιγμής) φορά τα μικρά χαλίκια ατενίζοντας το Αρχιπέλαγος αφύσικα, σχεδόν, αρυτίδιαστο.


Είναι μυστήρια συνθήκη, οι εικόνες του παρελθόντος που συντηρείς.

Είναι ένας πλούτος και όπως κάθε άδολος πλούτος είναι μη αξιοποιήσιμος και ωσαύτως μη ρευστοποιήσιμος.