Για τον Γιώργο (07.05.2011) PDF Print E-mail

«Το κουράγιο είναι η σκάλα που μας ανεβάζει σε άλλες αρετές»
Clare Boothe Luce

Προκαταβολικά ζητώ συγνώμη για το πρώτο πρόσωπο που, αναγκαστικά αλλά και αποκλειστικά, θα χρησιμοποιήσω. Ήταν όμως αναπόφευκτο.

Η απώλεια του Γιώργου Μοσχού ενεργοποίησε την Μνήµη. Μια σειρά παραστάσεων ήρθαν απρόσκλητες, ζωντανές, έντονες. Σαν ψηφίδες, πήραν µόνες τη θέση τους πάνω στον λευκό καµβά και όταν η διαδικασία τελείωσε είχαν φιλοτεχνήσει, µέσα µου, το πορτρέτο του τεθνεώτος. Ένα μήνα μετά, τις παραθέτω αυτούσιες, αντί οποιοδήποτε άλλου επικήδειου, επιτάφιου ή µνηµόσυνου

Εικόνα πρώτη. Ανοιξη του ’66, λίγο µετά την ανάβαση Πάρνηθας, περνάµε µε τον πατέρα µου από το πατρικό των Μοσχούδων (Αγ. Κωνσταντίνου & Κηφισιάς). Ο Μιχάλης που υπηρετούσε τη θητεία του µε στολή εξόδου σµηνίτη, ο Γιώργος µε προσεγµένη  όπως πάντα, εμφάνιση. Χαµογελαστοί και φιλόξενοι ως συνήθως, µας παρέδωσαν ένα κουτάβι boxer που είχαν τάξει στον Σταύρο, εφ’ όσον κέρδιζε την ανάβαση. Ο πατέρας, είχε φτάσει στο 30ο χλμ του Αττικού βουνού, ταχύτερα απ’ όλους τους άλλους, εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό της της 3ης Απριλίου του ‘66 και τα επόµενα 9 χρόνια ο Ringo έμεινε μαζί µας, σαλιώνοντας τις παλάµες µας, γαβγίζοντας με την μπάσα διαμόρφωσή του.

2 Αυγούστου ’70. Τατόι. Ο Σταύρος µε το 3, ο Γιώργος µε το 9, στη δεύτερη µετά τη Ρόδο εµφάνισή του σε σιρκουί µε την µαυρόασπρη 2002 της Electronica. Καθώς ο Σταύρος γυρίζει χωρίς να απειλεί και να απειλείται στην έκτη θέση όλο το ενδιαφέρον µου έχει επικεντρωθεί στο αν θα αντέξει το πληγωµένο µοτέρ της B.M.W. στην επίθεση του Τζώνυ. Κρατούσα διαφορές γύρο µε το γύρο, προσέχοντας πώς διαχειρίζονται στο box του # 9 το θέµα. Εκαναν τις σωστές επιλογές, κράτησαν το Γιώργο στην πίστα γνωρίζοντας ότι μόνον έτσι είχαν πιθανότητες. Ηλιος ανελέητος, ζέστη, αγωνία έως τέλους και παρθενική νίκη κυριολεκτικά πάνω στο νήµα με ελάχιστα μέτρα διαφορά. Ηταν η αρχή µιας λαµπρής πορείας. Ηταν η πρώτη φορά που τον σήκωσαν στα χέρια οι θαυµαστές του. Το ίνδαλμα του Γιώργου είχε αρχίζει να ρολάρει στο μικρό αλλά θαυμαστό κόσμο των Ελληνικών αγώνων.

Κυριακή 2 Μαίου 1971: Εξαιρετική παράσταση. Μεγάλη επίδοση στη Ν. Σµύρνη όπου επεκράτησε, διαλύοντας τον ανταγωνισµό. Ο µικρός Μανώλης, στα γόνατα του Γιώργου, µάλλον βαριέται. Η Δέσποινα από κοντά.

30 Αυγούστου ‘70. Κέρκυρα. Λίγο πριν από την εκκίνηση, κάτω από τον µουντό ουρανό, έρχεται η βροχή, για να κάνει τον λείο δρόµο ακόµα πιο γλιστερό. Καθόµαστε στα pit στη Σπιανάδα, µε εκείνη την αγωνία του τι θα γίνει και τι να «φορέσουµε». Δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές. Κάποια Dunlop racing και τα ίδια µε µια αυτοσχέδια χαρακιά στη µέση και μικρότερες πιέσεις. Πέρασε ο Γιώργος από µπροστά µας, χαµογελώντας και πιάνοντας µε τον δείκτη και τον αντίχειρά του το µάγουλό µου, είπε: «Ακόµα και ο Θεός δουλεύει για σας σήµερα Νικολάκη» υπονοώντας ότι σε περίπτωση βρεγµένου αγώνα το Cooper είχε ελπίδες για τη νίκη όπως και το ΄68. Ηξερα ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επαναληφθεί ότι έζησα τον Αύγουστο του ΄68 με τη νίκη του Σταύρου, καθώς τα δεδομένα ήταν ολότελα διαφορετικά, αλλά η χειρονοµία του, µε έκανε να νιώσω καλά. Δύο ώρες αργότερα ο Γιώργος είχε εγκαταλείψει από μηχανικά προβλήµατα, η νίκη είχε πάει στο Τζώνυ, και ο Σταύρος τερμάτιζε 5ος πίσω από τη GTA του Γιάννη σε έναν αγώνα που ήταν βρεγμένος μόνον στην αρχή του.

Χειµώνας ’76. Πεντέλη. Οικογενειακό δείπνο. Μοσχούδες από εδώ, Ζαλµάδες από εκεί. Σερβίρεται το γλυκό και προφασίζοµαι κάτι για να σηκωθώ από το τραπέζι, ώστε να βγω έξω να καπνίσω, διότι εκείνη την εποχή οι 19άρηδες δεν κάπνιζαν ενώπιον του πατρός. Οπότε ακούγεται ο Γιώργος: «Πού πας Νικολάκη;» Ψελλίζω κάτι ασυνάρτητο και ακλόνητος ακολουθεί στον ίδιο τόνο: «Έλα κάτσε κάτω τώρα. Πού να βγαίνεις στο κρύο» και κοιτώντας τον πατέρα μου ερώτησε «έτσι δεν είναι ρε Σταύρο;». Κούνησε συγκαταβατικά το κεφάλι του ο προπάτορας και την επόµενη χρονική στιγµή φυσούσα µπροστά τους, κατακόκκινος από ντροπή, τον καπνό ενός «Δελφοί» φίλτρο, από το πακέτο του Γιώργου με εκείνο το χαρακτηριστικό ανάγλυφο που είχαν.

Από εκδήλωση της «Μότορ Ελλάς» το χειμώνα του ’75. Γιώργος Μοσχούς & Σταύρος Ζαλμάς.

 

Σεπτέµβριος ’78. Φθάνω αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη και συναντώ τον Γιώργο ώστε να πάµε µαζί στην Κασσάνδρα για το Χαλκιδικής. Εκείνος διανύει την πρώτη του χρονιά με Datsun, εγώ γράφω στην «Καθημερινή». Οδηγεί µια GT Alfetta και τη 200αρίζει κατά βούληση. Καπνίζει και µε ρωτά µε νεύρο:

- «Ήταν ανάγκη να τουµπάρεις στον πρώτο σου αγώνα; Προσπαθούσα να πείσω το Σταύρο ένα χειµώνα να σε αφήσει να τρέξεις και εσύ ρε µαλακισµένο, πήγες και τουµπάρισες στην πρώτη ειδική του πρώτου σου αγώνα;»

- «Δεν ήταν ο πρώτος, ήταν ο δεύτερος αγώνας. Και δεν ήταν η πρώτη αλλά η δεύτερη ειδική. Στον πρώτο αγώνα, εγκατέλειψα Γιώργο, δυο ετάπ πριν από το τέλος, ενώ ήµουν άνετα πρώτος στην κλάση µου»

αντέταξα µε το απαραίτητο ειρωνικό πνεύµα. Τράβηξε µια ρουφηξιά, κούνησε το κεφάλι του, γύρισε με κοίταξε, πέρασε κάποιον σαν σταµατηµένο και φυσώντας τον καπνό, µου είπε χαµογελώντας, άλλο ένα µπινελίκι. Λίγα 24ωρα αργότερα, στο Γ’ Χαλκιδικής, εγκατέλειπε από φλάντζα. Όπως και ο «Ιαβέρης» με ένα προβληματικό Escort, ενώ ο «Σιρόκο» έχασε κατά κράτος από τον Tony Carello.  Οι τρείς τους πάντως τα είχαν πάει καλύτερα από το «Ακρόπολις» εκείνης της χρονιάς, το 25ο της Ιστορίας, όπου είχαν όλοι τουμπάρει. Ήταν και το τελευταίο «Ακρόπολις» του Σταύρου, είκοσι χρόνια μετά το πρώτο του. Είχε εγκαταλείψει και αυτός.

Άνοιξη ’84. Αρκετά µεσηµέρια ανέβαινα στη Μουσών, πλήρωνα αυτοκίνητα στον Αρη, έπαιρνα πιστοποιητικά τελωνείου, έλεγα µια «καλησπέρα» στον παππού Μανώλη, άκουγα τις νουθεσίες του, τις εξιστορήσεις από τις περιπέτειες του Νίκου στη Θεσσαλονίκη του ’50 μα και τις νουθεσίες του για τις «σκοτώστρες», τις μοτοσικλέτες δηλαδή που κυκλοφορούσα. Ο Γιώργος µιλούσε στα τηλέφωνα για δουλειές µε το γνωστό έντονο ύφος του, ενώ σκιτσάριζε και τα σχήµατά του στα χαρτιά που είχε µπροστά. Ηταν, ανάμεσα στα άλλα, η εποχή της αντιπαράθεσης για τη θλιβερή ιστορία της διεκδίκησης του πρωταθλήµατος στις αίθουσες των πολιτικών δικαστηρίων. Θυµάµαι πόσο άσχηµα ένιωθε, καθώς το θέµα τους σερνόταν στα εδώλια ανάµεσα σε σοβαρές υποθέσεις. Δεν µπορούσε όµως να κάνει κάτι. Προσπάθησε με τη γνωστή, γνήσια εξωστρέφεια του να δώσει μια λύση αλλά η «άλλη πλευρά» δεν είχε τα εχέγγυα να παρακολουθήσει, διότι αν τα είχε ευθύς εξ’ αρχής, δεν θα είχε δημιουργήσει και θέμα. Την είχε σπρώξει πολύ χαµηλά την ιστορία η altera pars. Ευτυχώς που η Ιστορία δεν καταφέρνει να προστατέψει τους μοχθηρούς, αλαζόνες και ατάλαντους.

 

Κυριακή 13 Μαρτίου ’77: Ο πατριάρχης Μανώλης, ασπάζεται το Γιώργο στο Καλαµάκι, στον τερµατισµό του Εαρινού.

 

Τέλη Σεπτεµβριου ’94. Στα πενήντα του, με την αγωνιστική εμπλοκή παρελθόν πια. Προχωρηµένο, γλυκό απόγευµα στο Αγκίστρι. Μοσχούδες και Ζαλµάδες µε προσθήκη τον αρχαιότερο εκπρόσωπο της τρίτης γενιάς, πάνω στο «Αλφαµος». Περαστικός µε τη «φούσκα», έτοιµος να αναχωρήσω πριν χαθεί ο ήλιος πίσω από την Πελοπόννησο. «Το άλλο Σαββατοκύριακο εδώ πάλι, έτσι;» ρωτάει διατάζοντας. «Οχι ρε Γιώργο, τρέχω στο Δωδώνης», απάντησα, για να εισπράξω κάποια καλοπροαίρετα ειρωνικά σχόλια από το σύνολο της οµήγυρης. Το επόµενο Σαββατοκύριακο, το πρώτο του Οκτώβρη, ο Σαρωνικός είχε έναν σπάνιας οµορφιάς καιρό, ο «Κορµπατσώφ» φλαντζάρισε στην πρώτη ετάπ και ο απογοητευµένος νους µου φτερούγιζε από τα κωνοφόρα της Ελάτης στα νερά της Δωρούσας, απέναντι από το Αγκίστρι.

Δεκέµβριος ‘99. Λίγες εβδοµάδες αργότερα από τη µέρα που έχασα τον Σταύρο, συζητάµε στη κουζίνα της κατοικίας του στην αυτοκράτορος Ηρακλείου, πάντα στο Μαρούσι. Είναι έξαλλος, έχουν φουσκώσει οι φλέβες του λαιµού του και καταφέρεται µε µανία ενάντια στο πρόσωπο που και οι δύο μας θεωρούµε ως µοναδικό υπαίτιο της απώλειας. Τον γνωρίζει καλά, από παλιά. Ακόµα καλύτερα από το '83. Είναι πολύ ενοχληµένος. Χειρονοµεί µε ένταση, εκφράζεται ανάλογα. Γιώργος, εκατό τοις εκατό.

Πάσχα ‘01. Χαλάνε οι σχέσεις µας. Αιτία, τι άλλο; Οι «δουλειές». Πάντως δεν παρασυρθήκαµε, έτσι δεν αλλάξαµε ούτε µια βαριά κουβέντα αναµεταξύ µας. Εννοείται ότι στεναχώρησε πολύ ο ένας τον άλλον και επίσης εννοείται ότι και οι δυο πιστεύαµε ότι έχουµε τα δίκια όλου του κόσµου. Η συνεργασία τέλειωσε και η σχέση πάγωσε για έξι χρόνια. Στο διάστηµα αυτό δεν επικοινωνήσαµε, αν εξαιρεθεί η παρουσίαση του πρώτου βιβλίου µου, που τον κάλεσα, που ήρθε, που µε έπιασε δυνατά από τον ώµο και ρώτησε κοιτώντας µε επίµονα στα µάτια: «Είσαι καλά;» Την είχα χαρεί τη στιγµή, αλλά ο εγωισµός µου δεν µε άφησε να κάνω κάτι άλλο, να τη χαρώ περισσότερο. Το ίδιο και ο δικός του, υποθέτω.

Εφημερίδα «Σημερινά» Τετάρτη 5 Μαΐου 197. Στην εικόνα από το σιρκούί της Ν. Σμύρνης, Κυριακή 2 Μαΐου του ’71, διακρίνονται από αριστερά: Σταύρος Ζαλμάς, Γιάννης «Μαύρος» Μεϊμαρίδης, Γιώργος Μοσχούς, Νικόλας Ζαλμάς.

Απρίλιος ‘07. Στα 60ά γενέθλιά του ο Περικλής Φωτιάδης µας έχει καλέσει στο «Μπέρδεµα» και µας βάζει να καθίσουµε αντικριστά στο ίδιο τραπέζι. Αν δεν θυμάμαι λάθος μαζί μας και το ζεύγος Λουμίδη. Αναμενόμενος ο λίγος πάγος στην αρχή, η αµηχανία του τύπου: «καλά;» και τα παρεμφερή. Καθώς κυλά ο χρόνος βοηθούντος και του οίνου που ρέει , οι γλώσσες λύνονται. Λέγονται πράγµατα, ήρθε απρόσκλητη η αναψηλάφηση του παρελθόντος, ήρθαν και οι εξοµολογήσεις.\ «Εγώ τα χω σβήσει όλα» µου είπε κάποια στιγµή. «Κι εγώ ντρέποµαι που κάποτε τα είχα σηµειώσει» του απάντησα. Ηταν συγκινητικές στιγµές και θαρρώ ότι δεν το είχα κρύψει. Το ίδιο και εκείνος.

Αργά τη νύχτα, µετά από πολλές κουβέντες, φύγαµε από το µαγαζί. Είχε κλείσει µια πληγή που ήθελα και έπρεπε να κλείσω. Ατυχώς στη ζωή υπάρχουν κι άλλες, που ούτε θέλω ούτε πρέπει να κλείσουν, οπότε έρχεται ο πολιτισµός να σε προφυλάξει από καµιά τρέλα. O πολιτισµός άραγε προστατεύει τα κτήνη; (προσφιλής του λέξη, η τελευταία). Το θετικό, το πολύ ανθρώπινο εκείνης της στιγμής ήταν, πως ότι έγινε, δεν έγινε για κάποιο σκοπό, για να ξανακάνουμε «δουλειές», ή ακόμα για να βρισκόμαστε πιο συχνά. Δεν είχε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Έγινε ολότελα ανυστερόβουλα, πηγαία και αυθόρμητα. Για αυτό είχε αξία και ανθρωπιά.

Κάποια στιγµή το ‘09. Εχω µάθει τις περιπέτειές του. Τηλεφωνώ µε το µάγκωµα εκείνου που δεν ξέρει πώς να πει, αυτό που έχει να πει, χωρίς να είναι και σίγουρος για το τι έχει να πεί. Ο Γιώργος περνά µεγάλο ζόρι. Μπορώ να το καταλάβω. Εχουµε συζητήσει τις περιπτώσεις µας και το γνωρίζω το θέµα. Ο Γιώργος είναι πολύ στριµωγµένος. Η τεράστια συζήτηση για το κατά πόσο είναι υπεύθυνος ο ίδιος για αυτό το στρίμωγμα δεν έχει χώρο εδώ. Είναι ασέβεια στο πρόσωπο και το χαρακτήρα του. Τα όποια επιχειρηματικά ή ενδεχομένως διαχειριστικά σφάλματα έκανε, ήταν απείρως μικρότερα από την αλητεία, την πειρατεία και τον αμοραλισμό όλων όσων τον έσπρωξαν στην άβυσσο.

Εικόνες τελευταίες. Χειµώνας ‘10 - ‘11. H πίκρα, το παράπονο και η αδικία έχουν κάνει τη δουλειά τους. Ο Γιώργος νοσεί βαριά. Για τα στερνά δεν θέλω να γράψω. Μόνον τούτο. Όταν την τελευταία φορά έφυγα από το «Υγεία», λίγες μέρες πριν παραδώσει το καρνέ της ζωής του, θυµήθηκα την πρώτη µας συνάντηση πριν από 45 χρόνια. Λίγες εκατοντάδες µέτρα παραπάνω, στο πατρικό του, τότε που στα 22 του εκείνος στα 9 μου εγώ, τον πρωτογνώρισα και μας έδωσε τον Ringo. Ο κύκλος του έκλεινε. Εκλεινε όµως νωρίς, πονεµένα, άδικα και άχαρα. Δεν κατάφερα να κρατηθώ, με πήραν τα «ζουµιά».

Οσοι βρέθηκαν κοντά στα στερνά του, και δεν ήταν λίγοι, αποδείχτηκαν άξιοι συµπαραστάτες. Τον ασήκωτο Σταυρό του Τέλους όµως, τον κουβαλούσε μόνος εκείνος. Το ήξερε. Το περίµενε. Δεν λύγισε. Το ίδιο παλικαρίσια αντιµετώπισε το θέµα η Δέσποινα που έβλεπε τον άνθρωπό της να λιώνει καθηµερινά και του στάθηκε µε µια αφάνταστη δύναµη µε µια απερίγραπτη αξιοπρέπεια και µια σπάνια καλοσύνη. Πού το έκρυβε τούτο το κορίτσι τόσο σθένος;

Στο τελικό ερώτηµα: Τι ήταν ο Γιώργος; απαντώ: Βαθιά συναισθηµατικός, ακραία παρορµητικός, φωνακλάς και γκρινιάρης. Θαρραλέος, εγωιστής, εξωστρεφής αλλά και συνεσταλµένος στα όρια του ντροπαλού. Άνθρωπος µε πάθη. Αρσενικό µε Aξίες, Τιµή και µε κάτι ακόµα πιο σπάνιο: Γνησιότητα. Αν υπάρχει Θεός, κάπου το έχει ξεχάσει αυτό το καλούπι…

 

Δημοσιεύτηκε και στο Car & Driver τ.257. Μάιος 2011.   Αναρτήθηκε και στο wmotors.gr