MGA. Very British. (14.04.2011) |
Αυτή είναι η πρώτη αίσθηση που αποκομίζεις από το MGA. Αυτή είναι και η τελευταία. Ανάμεσα τους, παρελαύνει όλο το λαμπρό παρελθόν της Βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Η ιστορία της Βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας είναι παράλληλη με εκείνη του Ηνωμένου Βασιλείου. Από την άνθηση του μεσοπόλεμου, όταν ποτέ δεν έδυε ο ήλιος στις κτήσεις της αυτού Μεγαλειότητας, στη δοκιμασία του δεύτερου μεγάλου πόλεμου, στη συρρίκνωση, στη τελευταία αναλαμπή της δεκαετίας του ’60 και στο σβήσιμο με το γύρισμα του 21ου αιώνα.
Πανομοιότυπη ήταν και η πορεία της MG. Με σήμα το οκτάγωνο η Morris Garages ξεκίνησε τη διαδρομή της το 1924 και με συνεχείς επεκτάσεις και αυξήσεις παραγωγής έφτασε και επέζησε της λαίλαπας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, άνθησε πάλι τη δεκαετία του ’60 και μετά από μια αμφιλεγόμενη απόπειρα με το MGF χάθηκε.
Το μοντέλο που σηματοδότησε το πέρασμά της από το μεσοπόλεμο, στην μεταπολεμική περίοδο ήταν το MGA. Διαδέχτηκε όλη τη σειρά Τ η οποία παραγόταν από το 1936 έως το ’55, με διακοπή βέβαια κατά τη διάρκεια του πολέμου, από ’40 ΄ως το ’45. Η σειρά Τ κόμισε πέντε διαφορετικά μοντέλα με σύνολο παραγωγής, 53.000 περίπου τεμάχια. Σχεδιαστικά είχε ξεπεραστεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’50 και ο διάδοχος έπρεπε απαραίτητα να φέρει ριζικές αλλαγές ώστε να παραμείνει στο εμπορικό προσκήνιο.
Η αλλαγή αυτή συνέβη, όχι ιδιαιτέρως εύκολα, το ’55. Όταν παρουσιάστηκε το πρωτότυπο στον επικεφαλής της British Motor Corporation (καθώς η MG είχε ενσωματωθεί από το ’52 στην B.M.C.) λόρδο Leonard Percy πρώτο βαρόνο του Lambury, απερρίφθη, διότι μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα είχε υπογράψει συνεργασία με τον Donald Healy για την παραγωγή των Austin Healy. Οι πτώσεις όμως των πωλήσεων των MG ανάγκασαν τον λόρδο να αλλάξει άποψη και τελικά να εγκρίνει την παραγωγή του ΜGA με το Α ως πρώτο γράμμα της αλφαβήτου να σηματοδοτεί το πρώτο μοντέλο μιας νέας σειράς. Στο ευρύ κοινό παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο σαλόνι της Φρανκφούρτης το ’55. Στα επτά χρόνια της παραγωγής του, μέχρι το καλοκαίρι του ’62, παρήχθησαν 101.081 κομμάτια. Μόλις 5.869 από αυτά, διατέθηκαν στο Νησί. Ήταν και παραμένει το μοντέλο με το μεγαλύτερο ποσοστό εξαγωγής στην ιστορία της Βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Τον Ιούνιο του ’55 τρία πρωτότυπα συμμετείχαν στον 24ωρο Le Mans και δύο από αυτά κατόρθωσαν να τερματίσουν στη 12η και 17η θέση, με το τρίτο να εγκαταλείπει από έξοδο. Στο Ελληνικό αγωνιστικό προσκήνιο εμφανίζονται στους αγώνες του πρώτου θεσμοθετημένου Πανελλήνιου τίτλου, το 1956. Για την ακρίβεια τον πρώτο αγώνα του πρωταθλήματος, την «Δεξιοτεχνία μεγάλης αναπτύξεως» που διοργανώθηκε την πρώτη Απριλίου στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Δεκέλειας, κέρδισε ο Πέτρος Παπαδόπουλος με MGA. Στον επόμενο αγώνα, που δεν ήταν άλλος από το Δ’ Δ.Ρ.Α, ο ίδιος οδηγός αναφέρεται στην πρώτη επίσημη κατάταξη στη δεύτερη θέση της γενικής, πίσω από την εξωτική 300 SL του νικητή W. Shock. Δυο μήνες αργότερα όμως, μετά από ένσταση που κατατέθηκε και τη έγγραφη γνώμη της Διεθνούς Αθλητικής Ομοσπονδίας προστέθηκαν στον έλληνα οδηγό 169 βαθμοί ποινής και κατρακύλησε στην 27η θέση. Ο Παπαδόπουλος ήταν σαν πρόδρομος του Naser Al Attiyah, αφού πέρα από τις διακρίσεις του στους αγώνες του αυτοκινήτου, είχε συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες του ’48 στο Λονδίνο και το ’52 στο Ελσίνκι μέλος της Ελληνικής σκοπευτικής ομάδας. Στο τέλος του ΄56 πάντα στο τιμόνι του MGA θα κέρδιζε και το Φθινοπωρινό ράλυ. Την επόμενη χρονιά πολλαπλασιάστηκαν οι συμμετέχοντες με MGA. Ο Παπαδόπουλος θα τερματίσει 5ος στο Δ.Ρ.Α., ο Γιάννης Κανάρογλου με τον Πωλ Γιαννικώστα 21οι και ο Δ. Νομικός 37ος. Ο Τάκης Περατικός, τον Ιούνιο του ’57,3ος στην κλάση του στον πρώτο αγώνα ταχύτητας στο Τατόι, ο Αλέξανδρος Βασιλειάδης 2ος στην κλάση 6 στην ανάβαση Ριτσώνας, και ο Γιάννης Χρονίδης 2ος γενικής στο Φθινοπωρινό. Ακόμα περισσότερα MGA θα συμμετάσχουν το ’58 με καλύτερη επίδοση την 3η θέση γενικής στο Φθινοπωρινό από τον Κανάρογλου ο οποίος κέρδισε την ανάβαση Βαρνάβα και το circuit Κηφισίας(!), δοκιμασίες του ίδιου αγώνα. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 60, αυτά τα βρετανικά οχήματα οδήγησαν στους Ελληνικούς αγώνες και ο γιατρός Μάκης «Zirro» Λιούγκας, ο Αμερικανός John Kingslay και ο jeune premier Ανδρέας Μπάρκουλης. Ο έλληνας ηθοποιός συμμετείχε στους αγώνες με το λευκό του MGA, σχεδόν την ίδια περίοδο με την εμφάνιση του Elvis Presley στην ταινία Blue Hawaii (του ’61), όπου τραγουδά μέσα σε ένα κόκκινο, ανοικτό MGA. Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο εμφανίζεται αρκετές φορές στην εξέλιξη της ταινίας και άρεσε τόσο στον Elvis, ο οποίος μετά τα γυρίσματα το αγόρασε.
Σήμερα, εξήντα τρία χρόνια μετά την παραγωγή του, βρέθηκε στα χέρια μας για λίγες μέρες ένα μοντέλο του ’58 σε άψογη κατάσταση. Όλα πάνω του, φωνάζουν για την καταγωγή του. Από τα φωτιστικά σώματα και τα ηλεκτρικά που είναι Lucas, από τα όργανα που είναι Jaeger, τον επιλογέα των ταχυτήτων που φορέθηκε σε τόσα άλλα μοντέλα, μέχρι τους διακόπτες, τα χειριστήρια και το οκτάγωνο σήμα που υπάρχει, στην μάσκα, στην ουρά, στο ταμπλό και στο κέντρο του τετράκτινου τιμονιού. Περιέργως δεν είναι καθόλου «βρετανικό» στις διαρροές λιπαντικών από το μοτέρ, μια «πάθηση» μάλλον συνήθη ειδικά για μια σειρά βρετανικών κινητήρων. Σε σχέση με τα σύγχρονα αυτοκίνητα θα σου φανεί ότι δεν φρενάρει, ότι δεν στρίβει, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Μετά από λίγο χρόνο προσαρμογής καταλαβαίνεις τι ακριβώς χρειάζεται, ξεφεύγεις από τις «μοντέρνες» συμπεριφορές και συνηθίζεις. Κι όσο συνηθίζεις, τόσο γοητεύεσαι. Είναι η διαφορετική, η ξεχασμένη, ή για όσους δεν την έχουν ζήσει, νοιώσει είναι η πρωτόγνωρη αίσθηση. Δεν προσφέρεται για ακρότητες, κυρίως διότι ο σεβασμός υπερισχύει της επιθυμίας, αλλά για ήρεμες, γαλήνιες βόλτες. Ας επικρατεί ψύχος, ας είναι περιορισμένη η ορατότητα λόγω χαμηλής νέφωσης, η χαρά της οδήγησης δεν μπορεί να υποχωρήσει. Ο γλυκός ήχος του κινητήρα, η χαμηλή θέση οδήγησης, η μεγάλη περιφέρεια του τιμονιού, η προσοχή που απαιτούν οι αλλαγές για να μη διαμαρτύρονται τα «συγχρονιζέ», ο καθρέπτης στη βάση του ταμπλό, παραπέμπουν σε μια άλλη εποχή, όπου τα αυτοκίνητα ήταν λιγότερο προϊόντα και περισσότερο σύντροφοι.
Στις 11 Οκτωβρίου του ΄59 διοργανώθηκε ο αγώνας ταχύτητας Τατοΐου. Ήταν η μοναδική φορά που είχε διάρκεια 150΄. Ο Αμερικανός John Kingsley με το λευκό MGA βρέθηκε στην 3η θέση της συμπτυγμένης κλάσης Β/5-7-8, ενώ στην τέταρτη θέση τερμάτησε το γαλάζιο του Γ. Κανάρογλου. Στις 14 Αυγούστου του 1960 διοργανώθηκε ο τρίτος αγώνας ταχύτητας στους δρόμους της Ρόδου. Στην εικόνα με το λευκό MGA ο «Zirro» και με το θαλασσί ο Γιάννης Κανάρογλου περνώντας από την γραμμή του τερματισμού. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα είχαν μια κλειστή μονομαχία. Τερμάτισαν στην 10η και 9η θέση αντίστοιχα με μόλις 10 μέτρα διαφορά. Κατέκτησαν και τις δύο πρώτες θέσεις της κλάσης τους αφήνοντας στην Τρίτη θέση το άλλο MGA του Γιάννη Χρονίδη. |