Η αντοχή των ιδεών. Mini John Cooper works (21.03.2011) |
Δεν είναι απαραίτητο ότι οι καλές ιδέες του παρελθόντος που προχωρούν αγέρωχα μέσα στο παρόν, είναι αντιληπτές στη βάση τους. Συχνά γίνονται αντικείμενο επιφανειακής επεξεργασίας, δηλαδή μόδας. Με αφορμή το Mini John Cooper works, που ξαναβρέθηκε στα χέρια μας 28 μήνες μετά την πρώτη φορά, ξεπερνάμε το περιτύλιγμα και επιχειρούμε μια περιπλάνηση στο πυρήνα των γεγονότων. Έντεκα χρόνια μετά την απώλεια του John Cooper, άλλα 23 μετά το θάνατο του Sir Alexander Issigonis η ιδέα παραμένει ισχυρή στο χρηματιστήριο της αυτοκινητοβιομηχανίας όχι μόνον διότι πουλά αλλά διότι συγκινεί. Εξ’ άλλου, σε καμιά περίπτωση το ένα δεν εγγυάται για το άλλο. Η αγωνιστική επιτυχία των Cooper στα μέσα της δεκαετίας του ’60, τους έδωσε το κάτι παραπάνω στην μάχη των εντυπώσεων και της δημοσιότητας. Δεν ήταν μόνον ένα αυτοκίνητο που έκλεβε τις νεανικές καρδιές λόγω της καινοτομίας και του modus Vivendi που πρόσφερε αλλά και ένα αξιόμαχο σύνολο στις ειδικές του πανευρωπαϊκού, τότε, πρωταθλήματος ράλυ. Ήταν επίσης, οι αλλεπάλληλες διακρίσεις του, σε κάθε είδος αγώνα στη γηραιά Ήπειρο που του έδωσαν αυτό που λίγα οχήματα είχαν την τύχη να έχουν. Παρόμοιες διακρίσεις αποκόμισε και στον τόπο μας, τη δεκαετία του ‘60. Δεκάδες νίκες κλάσεων, δέκα νίκες Γενικής και τέσσερις Πανελλήνιους τίτλους. Υπήρξαν αγώνες που ποτέ δεν κέρδισαν, όπως το Τατόι, οι αναβάσεις Ριτσώνας και Φιλερήμου και το circuit στη Ρόδο. Υπήρξε όμως και ένας αγώνας που κέρδισαν δυο φόρες. Η ανάβαση Πάρνηθας. Η πρώτη στις 3 Απριλίου του ’66. Ο Σταύρος Ζαλμάς ανέβασε πιο γρήγορα από όλους τους 50 τερματίσαντες το κόκκινο με μαύρη οροφή Cooper του, στην πρώτη του εμφάνιση εκεί με τα 1.275 κ.εκ. Δεν κατάφερε όμως να σπάσει το Πανελλήνιο ρεκόρ που είχε πετύχει το '65 ο Άλκης Μίχος με την Ferrari. Ένα χρόνο αργότερα, στις 2 Απριλίου του ’67, ο Γιώργος «Μέλας» Μεϊμαρίδης, θα γινόταν ο πρώτος Έλληνας που θα κατέβαζε το χρόνο κάτω από τα επτά λεπτά. «Εξεπόρθησεν το οχυρόν επτά λεπτά» θα σημείωνε το περιοδικό «Βολάν», για την νίκη του νεαρού οδηγού στην πρώτη εφαρμογή του συνδυασμού διαφορικού περιορισμένης ολίσθησης και racing ελαστικών σε Cooper στον τόπο μας. Σε έξι δέκατα συνωθούνται πίσω του η Giulia του αδελφού του Γιάννη, η Vette του Τζώνυ και άλλο Cooper του Στ. Ζαλμά. Να τεθεί δε υπ’ όψιν, πως και τις δυο χρονιές την ανάβαση Πάρνηθας σαν δοκιμασία του ράλυ «Ακρόπολις» την κέρδισαν επίσης Cooper. Το ’66 ο Makinen, το ’67 ο Hopkirk χωρίς μάλιστα να πλησιάσουν τους «ελληνικούς» χρόνους. Αυτή είναι το κληροδότημά τους στο επιβλητικό Αττικό βουνό. Δυο συν δύο νίκες απέναντι σε ισχυρότερους αντίπαλους πάνω σε δέκα δύσκολα χιλιόμετρα, στενού γλιστερού δρόμου, με απειλητικές πεζούλες, απρόσκλητα βράχια και χαίνοντες γκρεμούς. Από τότε, η μορφή της διαδρομής έχει αλλάξει. Τα βράχια στις κλειστές φουρκέτες σκάφτηκαν, το φάρδος σχεδόν τετραπλασιάστηκε, δίπλα στις πεζούλες τοποθετήθηκαν μπαριέρες, η φιγούρα του χαμογελαστού τσολιά από το τελευταίο αριστερό hairpin ποτέ δεν ξανά – σκαλίστηκε – ζωγραφίστηκε και η ποιότητα της ασφάλτου είναι πολύ καλύτερη.
Kάτι λιγότερο από μισό αιώνα αργότερα έμψυχοι και άψυχοι απόγονοι, βρέθηκαν στους πρόποδες του ίδιου βουνού
Στην ευθεία της εκκίνησης το πλήθος των «μαγαζιών» κουράζει το μάτι και ακόμα περισσότερο την όποια περί αισθητικής άποψη. Η λέξη κακοποίηση ταιριάζει περισσότερο. Βάζουμε το πρόγραμμα sport, «τραβάμε έξω» τα ηλεκτρονικά και προσπαθούμε να ακολουθήσουμε το δρόμο που ξετυλίγεται μπροστά όσο πιο γρήγορα.
Στα πρώτα γρήγορα, τρία χιλιόμετρα μέχρι το parking του τελεφερίκ, όπου η ανωφέρεια είναι μικρή το works πιάνει άμεσα και κρατά εύκολα υψηλές ταχύτητες. Σε ελάχιστα σημεία πέφτει κάτω από τριψήφια νούμερα. Στα αλλεπάλληλα «ες» στο Μετόχι αποδεικνύει το άριστο στήσιμο του, καθώς αν παραμείνεις στην ιδανική γραμμή ακολουθεί πιστά το ανάγλυφο του δρόμου με την πιστότητα rollercoaster, χωρίς χάνει το μπροστινό, δίχως να παίρνει αέρα η ουρά, κρατώντας πολύ υψηλές ταχύτητες. Η πρώτη δεξιά φουρκέτα έρχεται αστραπιαία, φρένα, πρώτη στην έξοδο και άμεσα η επόμενη που το αφήνεις να πάει απέναντι μέχρι τα βράχια με έντονη υποστροφή, καθώς κερδίζει ταχύτητα. Συνεχίζει να μαζεύει χιλιόμετρα με απίθανη ευκολία, καταπίνει τις αποστάσεις αδιαφορώντας για την ανωφέρεια που δεν είναι πια μικρή. Κλέβεις, όπου βλέπεις, περνώντας στο αντίθετο ρεύμα και ακούς το μοτέρ όλο ζωντάνια καθώς αντανακλά τα σκασίματα του πότε στο βράχο, πότε στα πρανή. Πιάνει και κρατά απίθανες ταχύτητες σε όλα τα πονηρά κομμάτια, φρενάρει υποδειγματικά και επιταχύνει μετά από κάθε επιβράδυνση ή hairpin απρόσκοπτα. Το εξάρι κιβώτιο ήθελε ίσως μια πιο μακριά πρώτη, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες.
Φθάνει σαν σίφουνας στην τελευταία δεξιά φουρκέτα, φρενάρει γλιστρώντας και καταβροχθίζει τα τελευταία μέτρα επιταχύνοντας συνεχώς μέχρι το τοιχίο του τερματισμού όπου περνά με πολλά!
Διακινδυνεύοντας μια πρόβλεψη, εκτιμώ, ότι έτσι όπως είναι, εύκολα ακουμπά τα επτά λεπτά για τα 10 χιλιόμετρα της απόστασης με κλειστό δρόμο, φυσικά. Με ένα καλό χειριστή που έχει γνώση της απόστασης δεν θα δυσκολευτεί να το πετύχει. Σύμμαχος σε αυτή την επίδοση πέραν των εξαιρετικών επιδόσεων και της υποδειγματικής συμπεριφοράς του αυτοκινήτου είναι βέβαια η κατάσταση του δρόμου. Και αυτό για να μην από-δομήσουμε το ρόλο και τις ικανότητες όλων όσων πέτυχαν, ότι πέτυχαν στο βουνό τη δεκαετία του ’60 με εξοπλισμό που σήμερα θεωρείται και είναι ιστορικός.
Βεβαίως απομένει το ερώτημα κατά πόσον η σχεδιαζόμενη επαναφορά στους κόλπους του WRC μπορεί να προσφέρει δάφνες ανάλογες με του παρελθόντος. Μια εύκολη απάντηση είναι ίσως. Θα είναι όμως σχεδόν αδύνατο να ξαναπλάσει το μύθο των swinging sixties.
δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό Car & Driver τ.255. Μάρτιος 2011. |