Τριάντα ώρες - (Πέμπτη 15 5ου 2025) |
![]() |
![]() |
![]() |
Έχοντας μείνει μακριά επί μακρόν, έχοντας λίγες πληροφορίες σε αυτό το χρονικό διάστημα και μια επιδερμική επαφή, μοιραία είχα χάσει τον παλμό, έτσι όταν προέκυψε όλως αιφνιδίως, ωσαύτως και απρόσμενα, η πρόσκληση του Δημήτρη Δριβάκου με την νόστιμη ερώτηση: «Μήπως ήρθε η ώρα να φορέσετε τα γάντια σας;», πέρα από το ανεξήγητο του πληθυντικού, αναμφιβόλως το δίλλημα ήταν μεγαλύτερο από το ερωτηματικό. Σε μια προσπάθεια να αποφύγω με ευγένεια την πρόταση αντεπιτέθηκα με άψογο ενικό: «Δημήτρη αυτό που φαντάζομαι ότι θέλεις, δεν μπορώ να στο προσφέρω. Έχω μοναχά ένα σάιτ, όπου εκφράζω τις ταπεινές ευφυολογίες μου και πέραν συγγενών, φίλων και ολίγων απελεύθερων, δεν ασχολείται κανείς». Εκεί που πίστευα ότι ξέφυγα όπως ο Χάρης ο Γραμμός στο δεξί φτερό της Λεωφόρου, ή ο Χούλιο Λοσάντα στο παλιό, καλό Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Δ.Δ. βάζει μια δεύτερη βυθίζει την πατούσα στο πάτωμα και: «Δεν με ενδιαφέρει, εγώ εσάς θα ήθελα». «Ώ-ρε μπλέξαμε», σχηματίστηκε στο συννεφάκι πάνω από το κεφάλι μου όπως στα καρτούν και ταυτόχρονα ο Δ.Δ. σπρώχνει πίσω το ματσούκι της αλλαγής του σειριακού περνάει στην τρίτη και ρωτά ήπια: «Μήπως θα μπορούσατε να βρείτε δυο - τρία καλά παιδιά από το χώρο να μας συντροφεύσουν;»
«Δημήτρη πρόσεξε, τρία καλά παιδιά που να κατέχουν τη δουλειά, δεν ξέρω αν υπάρχουν και μετά βεβαιότητας εγώ δεν ξέρω. Μέχρι δυο ξέρω.» Και κάπως έτσι έκλεισε το καρεδάκι, πέρασε το Πασχαλάκι, εσφάγισαν οι αμνοί, διότι αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ όπως μας λέει και ο Ν. Γκάστος στον Κεμάλ, αντηλλάγησαν αι ευχαί και να ΄μαστε μεσημεράκι Τρίτης και 13 του Μάη μήνα να ξεφορτώνουμε τo i 20 από τα έγκατα του πολυφορτωμένου φορτηγού, υπό ψιλόβροχο στη γόνιμη γη της Νεμέας. Βρέχονταν οι ματ χακί του επιφάνειες και το θωρούσα ως τον μυθολογικό λέοντα της Νεμέας. Πλην όμως ουδόλως ένιωθα Ηρακλής. Ακολούθησε ευθυγράμμιση και ολόκληρη διαβούλευση που κράτησε κοντά δυο ώρες για την ακριβή διαδικασία. Έτσι αυτή η μικρή τεχνική εισαγωγή μας ανοίγει την εξώθυρα για το πόσο απαιτητικό, πολύπλοκο και ιδιαίτερο είναι ένα σύγχρονο αυτοκίνητο ράλυ της κατηγορίας WRC2. Αποτελεί επίσης ομολογία για την ευρύτερη παγκοσμιοποίηση, καθώς είναι μια κορεάτικη καρότσα που μεταμορφώθηκε σε αγωνιστικό αυτοκίνητο στη Γερμανία, φόρεσε μια γιαπωνέζικη καρδιά, μετά από ένα τουρνέ σε Ισπανία ήρθε στην Ελλάδα, και θα συνεχίσει να καταγράφει αγωνιστικά χιλιόμετρα σε άλλους τόπους. Οι απογευματινοί όμβροι συνέχιζαν να ποτίζουν τους αμπελώνες, όταν ο Δημήτρης δέθηκε πίσω από το βολάν, οι καθαριστήρες απομάκρυναν τις σταγόνες, ο ήλιος προσπαθούσε να τρυπήσει τα νέφη και ένα χαμόγελο σχηματιζόταν στα χείλη του οδηγού. Νάμαστε λοιπόν ανεβαίνοντας το Ψάρι, παλαιώθεν τιμημένη ετάπ, από τότε που η ανιδιοτελώς ευγενής προσωπικότητα του «Σιρόκο» όριζε με τέχνη και επαγγελματική προσέγγιση το γαλάζιο κουπέ από τη Διέπη στη χωμάτινη, τότε, επιφάνεια. Τα χρόνια πέρασαν οι δρόμος ασφαλτοστρώθηκε και η χακί πολεμική μηχανή ακουμπούσε πάνω σε τέσσερα μεταχειρισμένα, ενδιάμεσα, μαύρα, στόγγυλα πιρέλια. Κάπως έτσι απάντησε, δωρικά με βαριά σύμφωνα ο ΚΚΚ όταν τον ρώτησε δημοσιογράφος τις, τι λάστιχα φορούσε όταν έσπασε τα ρολόγια στη Φινλανδία με το 555: «Black rrround Pirrrelli». Δίπλα, ο Repo προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα του. Υπάρχουν κάποιες στιγμές, σε λίγους χειριστές όπου τα λάστιχα, οι ρυθμίσεις και τα τοιαύτα δεν μετράνε. Έρχεται σαν καταιγίδα και επιβάλλεται η ψυχή του τύπου που κάθεται πίσω από το τιμόνι, έτσι σαν να περνά σε άλλη διάσταση. Όρα και Ayrton στο Monaco. Βρεγμένο λοιπόν το Ψάρι, στην αρχή με το πρόγραμμα του δρόμου και μετά πάμε στα ζόρικα. Το όχημα μεταμορφώνεται, εκτινάσσεται από έξοδο σε έξοδο, είναι λίγο αδιευκρίνιστο που, θα σε προβληματίζει με τα μούτρα, που με την ουρά, χαϊδεύει ο Δημήτρης με το αριστερό πόδι το μεσαίο πετάλ όπου δεί, το φυλάει στις επιβραδύνσεις. Καθώς περνάμε στην κατηφόρα, φρένα, οδηγός έχουν ζεσταθεί και ροβολάμε σβέλτα, μα προσεκτικά στον ανοιχτό δρόμο. Φτάνουμε στο υψίπεδο, στην διασταύρωση για Ασπρόκαμπο, οπότε καθώς ο ενικός επικράτησε: «Δεν φοράς τα γάντια σου;». Μάλιστα. Με ελιγμούς που πιθανόν θα ζήλευε η Νάντια Κομανέτσι πριν την χαλάσει ο υιός Τσαουσέσκου, πέρασα ανάμεσα από τις σιδεριές και το τιμόνι σε μια θέση ιδανική για τον ιδιοκτήτη αλλά στριμωχτή για τον ευρύτερο, ψηλότερο, περιστασιακό χειριστή. Ο Δημήτρης στο διπλανό χαμηλό μπάκετ, ξεκινά το σεμινάριο, προσπαθώ να αφομοιώσω. Έτοιμοι πια σκέφτομαι: «Πατινάρισέ το, μη σου σβήσει η καρδιά που θορυβεί μπροστά σου, αλλά …έσβησε». Με την δεύτερη απόπειρα ξεκίνησε μαλακά, ήσυχα. Ο δρόμος μπροστά βρεγμένος. ανοιγόταν σαν να οδηγούσε σε κάποιες πύλες με μια απειλή στο τέλος. Η πατούσα δεν χωρούσε στο φουτ ρεστ καθότι το γόνατο έβρισκε στο βολάν. Το βολεύω όπου μπορούσα, αργώ κάπως να συνηθίσω ότι δεν χρειάζεται συμπλέκτης, αλλά χρειάζεται κοφτή, μικρή, γρήγορη κίνηση στον επιλογέα του κιβωτίου για τις αλλαγές. Η άσκηση είναι δύσκολη. Σκάρτοι τριακόσιοι ακατάβλητοι ίπποι, άκαμπτο αμάξωμα, αυστηρή συμπεριφορά, στενός, επαρχιακός, ανοιχτός, βρεγμένος δρόμος και ένα τιμόνι ελαφρύ μεν ξυράφι δε στήνουν ένα απαιτητικό σκηνικό μιας πρώτης επαφής που απαιτεί ακραία προσοχή. Το άγχος υπερισχύει της χαράς. Τα λίγα λεπτά της πρώτης επαφής πετάνε γρήγορα στο παρελθόν, χτίζοντας όμως μια πρώιμη, επιπόλαια σχέση. I ‘ll be back σκέφτηκα, όπως ο στρατηγός Douglas MacArthur πριν την κοπανήσει από τις Φιλιππίνες όταν οι Ιάπωνες ροβόλαγαν στον Ειρηνικό. Έτσι έγινε. Η επόμενη μέρα μπορεί να ξεκίνησε νεφελώδης, με ένα πέπλο ομίχλης, αλλά γρήγορα η άσφαλτος στέγνωσε και οι ελάχιστε σταγόνες που έπεσαν δεν επηρέασαν και στη δεύτερη επαφή. Η σχέση μας διευρύνθηκε, με το σεις και με το σας. Πάντα με τον Δημήτρη δίπλα που προσέθετε νέες πληροφορίες και οδηγίες. Πάμε πιο ζωντανά, κερδίζοντας λίγα μέτρα στα φρένα, χτίζοντας μια μικρή έστω αυτοπεποίθηση, χωρίς να χάνεται ούτε στάλα σεβασμού απέναντι στο υλικό, οι στροφές στον κινητήρα ανεβαίνουν, οι αλλαγές πληθαίνουν, οι κορφές των στοφών έρχονται πιο εύκολα. Στα λίγα αυτά λεπτά, που για τον ιδιοκτήτη μάλλον ήταν πολλά, η εξίσωση έχει ανατραπεί. Η χαρά υπερτερεί του άγχους. Μπορεί να μην ακούγονται οι νότες της ενάτης του Μπετόβεν, εξ ού και η «Ωδή στη Χαρά», Freude η χαρά στη γλώσσα του συνθέτη, ισχυρή λέξη, αλλά ακούγονταν τα ίσια γρανάζια του κιβωτίου καθώς περιστρέφονταν πνιγμένα στα λιπαντικά Mol. Ένας ήχος που συνάδει απόλυτα με καθαρόαιμες αγωνιστικές περιστάσεις. Για να το ορίσουμε κάπως. Τούτο το όχημα, προκειμένου να οδηγηθεί αξιοπρεπώς, όχι γρήγορα, αλλά ένα σκαλί πιο κάτω αξιοπρεπώς, που σημαίνει ότι θα αξιοποιήσεις έστω λίγο ότι πλουσιοπάροχα που προσφέρει, θέλει δουλειά. Δουλειά σημαίνει χρόνο και έξοδα. Να καταβάλλεις το κόστος της χρήσης, να βάλεις χιλιόμετρα στρίβοντας, επιβραδύνοντας, μπουκάροντας, γλιστρώντας. Να πάψεις να το βλέπεις ως τον Λέοντα. Να γίνεις Ηρακλής. Όχι εύκολο, όχι για όλους και ασφαλώς όχι οικονομικό. «Είναι υπερβολή», είπε ο Δημήτρης και προχωρώντας με ένα είδος εξομολόγησης: «Μπορεί και απωθημένο, πράγματα που δεν κάναμε όταν έπρεπε τα κάνουμε όποτε μπορούμε». Δεν έχω απάντηση σε αυτό. Ίσως να μην είναι το πότε, αλλά το πώς. Δηλαδή είναι καλύτερα να το κάνεις στο λάθος χρόνο με σωστό τρόπο, παρά με λάθος τρόπο στο σωστό χρόνο. Κάτι ανάλογο ισχύει και με τις κάθε είδους εξουσίες. Καλύτερα εκείνοι που κάνουν ότι μπορούν, παρά οι άλλοι που κάνουν ότι θέλουν. Ε; Διότι σαν να ζούμε, γενικότερα, μια εποχή όπου κάθε αύριο προβάλει πιο απρόβλεπτο και για πολλούς πιο απειλητικό. Η μέρα ολοκληρώθηκε με δοκιμές καυσίμων, χαρτογράφηση, καταγραφή και αποστολή των στοιχείων στην μαμά Χιουντέι. Μεταγγίσεις καυσίμων, ομοειδών αλλά όχι ίδιων, πάντα υπό την αιγίδα της Mol. Χορηγημένος από τον Μαγιάρικο κολοσσό λιπαντικών Mol, όντας αντιπρόσωπος στα πάτρια εδάφη, όπως και από την Εuropcar, ο Δημήτρης έχει κλείσει τον κύκλο του στους Ελληνικούς αγώνες, έχει στραφεί, ώριμος πια, στο εξωτερικό με ένα απαιτητικό, κοστοβόρο, σύγχρονο υλικό, υποστηριζόμενος από μια ελληνική, επαγγελματική στο πεδίο αλλά οικογενειακή στη συμπεριφορά ομάδα. Τούτο, δεν σημαίνει ότι έχει αποσυρθεί από την εγχώρια σκηνή. Προσπαθεί να βοηθήσει νεότερους οδηγούς, τόσο σε οικονομικό επίπεδο, όσο και στην πράξη, δίνοντας την ευκαιρία να πάρουν μια γεύση, να κατανοήσουν τις εξελίξεις. Το όλο σκηνικό μοιραία σπρώχνει λίγους σε συγκριτικές σκέψεις για το σπορ. Όλη αυτή η τρομερή εξέλιξη οδηγεί σε μια ανάλογη εξειδίκευση. Είναι μια συνθήκη όπου η ανάπτυξη κατά ένα τρόπο, σηματοδοτεί την συρρίκνωση. Διότι, οι δυο εκατοντάδες συμμετοχές σε αρκετούς αγώνες του παγκοσμίου πρωταθλήματος των τελών της δεκαετίας του ’70 έχουν περιοριστεί σε μερικές δεκάδες. Υπάρχουν ασφαλώς εξαιρέσεις. Το Monte π.χ. που λειτουργεί διαφορετικά και παρά το γεγονός ότι είναι αγώνας «καζίνο», δηλαδή η τύχη παίζει σημαντικό ρόλο λόγω ιδιότυπων καιρικών συνθηκών, άρα δύστροπος, μολοντούτο λόγω παράδοσης και προβολής συχνά αναγκάζεται να απορρίπτει συμμετοχές, λόγω υπερπροσφοράς. Τα διεθνή ράλυ σπρώχτηκαν σε έναν σκληρό επαγγελματισμό, όπου ένας χαλαρός ερασιτέχνης δεν έχει θέση. Σαράντα χρόνια πίσω, ένας νοικοκυρεμένος ερασιτέχνης μπορούσε να παίξει στο Δ.Ρ.Α. με λογικό προϋπολογισμό και μεγάλη πιθανότητα να χαρεί 2.500 χλμ. απλωμένα σε ένα τόπο ακόμα μοναδικό. Σήμερα όχι. Σήμερα θα πρέπει να χαθεί ανάμεσα σε προγράμματα, καύσιμα, πολύπλοκες ρυθμίσεις, τρομερή υποστήριξη, δυσθεώρητα κόστη και έναν αγώνα με επαναλαμβανόμενες ετάπ που σκάβονται από το πρώτο πέρασμα. Αυτές ήταν οι σκέψεις και κάπως έτσι εκφράστηκαν μετά από τριάντα ώρες, μια αξιοπρεπή δόση επαναφοράς σε ένα τοπίο που είχα λησμονήσει. Ακούγεται σαν η προσωρινή επανεμφάνιση ενός συνειδητού αναχωρητή. Και έτσι ήταν.
|