Ένεκα η μέρα – (Τρίτη 25 Μαρτίου 2025) PDF Print E-mail

Το Σάββατο που μας πέρασε το τρίτο κανάλι της κρατικής τηλεόρασης, πρόβαλε σε πρεμιέρα την ταινία του Βαγγέλη Ευθυμίου «Πέντε φορές ξένος». Η διάρκειας 75 λεπτών παραγωγή χρειάστηκε δέκα έτη προκειμένου να ολοκληρωθεί, ενώ τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν σε Ελλάδα, Ουγγαρία, Αυστρία και Σουηδία. Μέσα σε αυτή την μία ώρα και δέκα πέντε λεπτά συμπυκνώνεται η ζωή του Σταύρου Κωτούλα. Γεννημένος στη Ζέρμα του δήμου Κονίτσης στις υπώρειες του Γράμμου, αναγκάστηκε παιδί να ζήσει τον πρώτο ξεριζωμό το θέρος του ’49. Έσυρε τα βήματά του μαζί με άλλα παιδιά διασχίζοντας νύχτα τα σύνορα της πατρίδας του.

Έκτοτε συνέβη αυτό που με τρεις λέξεις περιγράφει ο τίτλος. Μετά από ένα σύντομο διάστημα στην Αλβανία ακολούθησε η περίοδος της Ουγγαρίας, που μετά τα γεγονότα του 1956 φάνηκε ασήκωτη. Έτσι, μαζί με χιλιάδες Ούγγρους διέφυγε στην Αυστρία. Πέντε χρόνια αργότερα γύρισε στον τόπο του, όχι απροβλημάτιστα πάντως. Έσμιξε με την οικογένεια του αλλά η ζωή του μοιραία έγινε αφόρητη στο τέλος του Απριλίου του 1967. Διέφυγε ακόμα μια φορά, δίχως εφόδια, χωρίς σχέδιο για τη Σουηδία. Εκεί εργάστηκε, σπούδασε, δημιούργησε, παντρεύτηκε, τεκνοποίησε και κάποτε επέστρεψε στον τόπο που γεννήθηκε. Αλλά γιατί αναφέρονται όλα τούτα τέτοια μέρα;

Διότι ο ανένταχτος τρόπος ζωής του ήρωα της ταινίας, αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την επιτομή εν τοις πράγμασι του: «θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία» όπως το διετύπωσε ο Αν. Κάλβος στην «Τέταρτη ωδή εις Σάμoν». Ξετυλίγει τις αναμνήσεις του, κατ' ουσίαν τις πέντε ζωές του, με έναν τρόπο απαλό παρά τον τραχύ του βίο, με έναν λόγο απλό, ελεύθερο, παρά τα δεσμά που τον έκαναν συχνά φυγά. Δεν επαίρεται, δεν διεκδικεί τίτλους και αξιώματα, δεν κρύβει θυμό. Συνοδεύει το λόγο του με ένα μειδίαμα ακόμα και στην αφήγηση των πλέον δύσκολων στιγμών, της φτώχειας, της στέρησης, του περιθωρίου. Σε αυτό ακριβώς το είδος ανθρώπων υπήρξε υστέρηση στον τόπο μας, ώστε να ολοκληρωθεί ευδοκίμως ότι ξεκίνησε πριν 204 χρόνια, και γιορτάζουμε τέτοια μέρα.

Διότι αυτή η συμπεριφορά έχει κόστος, συχνά βαρύ. Το έθεσε ήπια, χαμογελαστά η θυγατέρα του. Ότι δεν ήταν δίπλα της όσο εκείνη θα επιθυμούσε. Η απάντησή του ήταν ένα χαμόγελο κατανόησης. Πιθανότατα διότι το αποδέχτηκε και δεν μπορεί, μέσα του, θα σκέφτηκε ότι εκείνη μεγάλωσε σαν πριγκίπισσα συγκρινόμενη με τα δικά του βιώματα. Μυριάδες τέτοιες ιστορίες υπήρξαν και  παραμένουν άγνωστες στο πέρασμα του χρόνου σηματοδοτώντας τόσο τις χαμένες ευκαιρίες, όσο και ένα παράπονο για ένα είδος θεσμοθετημένης ανισότητας.

Όσο για το χωριό που γεννήθηκε, τη Ζέρμα, υπήρξε θερμός πυρήνας κλεφτών και αρματωλών στην τουρκοκρατία. Στον εικοστό αιώνα, ακολούθησε και αυτό την μοίρα πολλών άλλων χωριών. Με πληθυσμό 648 κατοίκων το 1940, μετά τη θύελλα του Εμφυλίου, στην απογραφή του 1951, μόλις 62 καταγράφονται. Ως ανταρτοχώρι είχε καταβάλει το τίμημα. Θα μετονομαστεί σε Πλαγιά, ενώ το 1961 θα ξεπεράσει τους 200 κατοίκους, δείγμα μικρής έστω ανάκαμψης. Την δεκαετία του 70 θα μεταγκατασταθεί σε κοντινή τοποθεσία. Στην απογραφή του 2011, μόλις 50 ήταν οι κάτοικοί του.

Η Ζέρμα κείται ερειπωμένη, στοιχειωμένη σαν μικρή απόδειξη μεγάλων ανακατατάξεων και αντίστοιχων αδιεξόδων.

Περισσότερα για τη Ζέρμα εδώ: Η Ζέρμα που 'γινε Πλαγιά