Τώρα θα δεις & Οι φοιτητάρες του βορρά - (Tρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025) PDF Print E-mail

Οι διηγήσεις, οι προσωπικές μαρτυρίες συγκεκριμένων χρονικών περιόδων από αντίστοιχες εμπειρίες όσων τις βίωσαν έχουν συχνά ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατ’ αρχήν διότι μας γνωρίζουν ή μας θυμίζουν συνθήκες περασμένες, σχετικά ακατανόητες για τους νεότερους. Ακολούθως διότι μας μεταφέρουν στοιχεία από άλλες εποχές που θέλουμε να πιστεύουμε ότι διατηρούσαν περισσότερα στοιχεία ηρωισμού και ρομαντισμού.


Σε αυτό το πλαίσιο κινούνται δυο παρόμοιες εκδόσεις, που μας μεταφέρουν στα πρώτα χρόνια της ζωής δυο ελληνόπουλων που γεννήθηκαν στον μεσοπόλεμο. Στο «Τώρα θα δεις», ο γεννημένος το 1939 Δημήτρης Γκιώνης, περιγράφει αρκετά περιστατικά από τα πρώτα 12 χρόνια της ζωής του που τα πέρασε σε κεφαλοχώρι της Πελοποννήσου. Ο Πόλεμος, η Κατοχή που προηγήθηκαν, έδωσαν τη θέση τους στον Εμφύλιο και τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια που ακολούθησαν αποτελούν το χρονικό πλαίσιο των αφηγήσεων του. Τα δημοσιοποιεί με ωριμότητα, κατασταλαγμένα πια, σχεδόν μισό αιώνα αργότερα.

Τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία που μας περνά, είναι οι συνήθειες, ο τρόπος ζωής, οι δεισιδαιμονίες που κυριαρχούσαν στην επαρχία της Ελλάδας εκείνη την εποχή. Και πάνω από όλα η βία, πανταχού και πάντα παρούσα. Οι μανάδες ξυλοκοπούσαν τα παιδιά, οι δάσκαλοι επίσης. Οι άντρες τις γυναίκες τους, οι χωροφύλακες τους παραβάτες και τους αντιφρονούντες. «Ξύλο από παντού. Αν δεν μας έδερνε η μητέρα ή ο πατέρας, θα ‘ταν ο μεγαλύτερος αδερφός, ο δάσκαλος, ένα μεγαλύτερο παιδί, οποιοσδήποτε». (σ. 32).

Κι αν το ξύλο ως μέσο πειθούς, ή στοιχείο της όποιας πειθαρχίας περίσσευε, αυτό που πάντα έλειπε ήταν η τροφή. Ειδικά οι πιο φτωχικές οικογένειες της μικρής κοινωνίας φλέρταραν με τον υποσιτισμό.

Οι πρωτόγονες συνθήκες υγιεινής είχαν σοβαρές επιπτώσεις, ειδικά στις γέννες: «Πολλές πέθαιναν στη γέννα ή αν δεν πέθαιναν αυτές, πέθαινε το παιδί συχνά πριν προλάβουν να το βαφτίσουν και το θάβανε έξω από το νεκροταφείο χωρίς παπά, γιατί δεν είχε προλάβει να χριστιανέψει». (σ. 58) Παιδί 12μελούς οικογένειας, ο ίδιος ήταν αρκετά τυχερός να βιώσει τέτοιου είδους απώλεια.

Μιλώντας για Χριστιανισμό, περιττό να τεθεί η έντονη παρουσία, της πίστης, του παπά, η βαριά σκιά της εκκλησίας. «Χωρίς θέλημα Θεού ούτε φύλλο δένδρου δεν κουνιέται, συνήθιζε να λέει η μητέρα. Ωστόσο κάποτε τόλμησα: Αφού ό,τι γίνεται είναι θέλημα Θεού, γιατί μας βαρείς για ότι κάνουμε; Γιατί το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο!» (σ. 67)

Εξίσου δυσερμήνευτη με τα σημερινά δεδομένα ήταν και οι απόψεις για τους μελλούμενους γάμους. «Τα είχε φτιάξει ο μεγάλος αδελφός μας, με μια καλή κοπέλα στην Αθήνα. Που να τα ακούσει η μητέρα. –Μα τον αγαπάει ρε μητέρα συνηγόρησε η αδελφή. – Μου φαίνεται ότι δεν έχεις μυαλό και συ! Τον αγαπάει! Λες και τον ήξερε από χτες. Μόνο η μάνα αγαπάει!» (σ. 84)

Υπάρχουν βεβαίως και οι αναφορές της επιβεβλημένης λατρείας προς την βασίλισσα όπως και οι εικόνες από τα διάσπαρτα πτώματα των συγκρούσεων του Εμφυλίου αλλά και τα δυστυχήματα που κόστισαν παιδικές ζωές από την επεξεργασία ξεχασμένων πολεμοφοδίων.

Κι όμως παρ’ όλο το σκοτεινό περιβάλλον, την πείνα, την βία, τις απειλές, τις δεισιδαιμονίες, τον θάνατο και όλη την πίκρα που μοιραία έβγαζε η ζωή κάτω από εκείνες τις σκληρές συνθήκες, ο αναγνώστης εισπράττει τελικά μια νοσταλγική γλύκα. Μαζί με την αποδοχή ή έστω την δικαιολογία για συμπεριφορές που σήμερα θεωρούνται αδόκιμες, εσφαλμένες, αντιπαιδαγωγικές έτσι για να τεθούν πολύ διακριτικά.

Κάτι σαν ομολογία και αποδοχή ότι με αυτά που ήξεραν, με αυτά που καταλάβαιναν, έκαναν ότι καλύτερο μπορούσαν για να μεγαλώσουν σωστά τα παιδιά τους. Και όλα αυτά στεγνά άλλα όμορφα τοποθετημένα, τακτοποιημένα, ξεκάθαρα από έναν άνθρωπο που κατείχε τη λειτουργία του καλού γραπτού λόγου. Οι παλιότεροι θα τον θυμούνται από την παλιά, καλή «Ελευθεροτυπία» που τόσο απουσιάζει στις μέρες μας.

Η δεύτερη έκδοση έχει σχετικά παρεμφερές αντικείμενο, αλλά διαφοροποιείται τόσο στην ηλικία του αφηγητή όσο και τα υπόλοιπα στοιχεία. Ο Αποστόλης Δόμβρος γεννημένος το 1937, ολοκληρώνει τις εγκύκλιες σπουδές του, δεν καταφέρνει να εισαχθεί σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα στην Ελλάδα και κάνει το δύσκολο όσο και τολμηρό βήμα να σπουδάσει στο εξωτερικό. Στο Γκρατς της Αυστρίας εν προκειμένω.

Το 1955 η έκδοση διαβατηρίου, το ταξίδι, η άγνωστη ξένη γλώσσα και τελικά οι σπουδές στο εξωτερικό ειδικά για οικογένειες με περιορισμένα οικονομικά ήταν μια άσκηση δύσκολη με πολύ μικρά περιθώρια αποτυχίας. Τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1986, θα καταγράψει εκείνες τις μέρες. Θα το κάνει με χάρη, με χιούμορ και τις ενδεδειγμένες δόσεις νοσταλγίας για τον τόπο του και ότι άφησε πίσω, αλλά και για ότι βρήκε μπροστά του εκεί.

Είναι μια συλλογή από 27 διηγήματα για τις εμπειρίες και τα πεπραγμένα στην φοιτητική ξενιτειά και όσα περιστατικά ευχάριστα ή δυσάρεστα, αναμενόμενα ή αναπάντεχα σημάδεψαν τις σπουδές, τον κόπο, τις δυσκολίες και τελικά τον στόχο, το πολύτιμο πτυχίο που σε κάποιο βαθμό εξασφάλιζε ένα περισσότερο ευοίωνο, υποσχόμενο μέλλον.

Οι έχοντες αντίστοιχες εμπειρίες θα συνδεθούν άμεσα με το παρελθόν τους, από το πρώτο, μακρύ ταξίδι με το "Μπαλκάν Εξπρές" με προορισμό την κεντρική Ευρώπη στα πρώτα μεταπολεμικά της χρόνια, έως την πολυπόθητη επιστροφή και την ένταξη στην ημεδαπή παραγωγική διαδικασία, ή ενδεχομένως την παραμονή στο εξωτερικό και την οικοδόμηση της όποιας καριέρας μακριά από την πατρίδα.