Patrik Svensson: Βαθύ μπλε – (Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025) PDF Print E-mail

Οι 310 σελίδες που περιμένουν τον αναγνώστη σε τούτο το πόνημα του Σουηδού συγγραφέα είναι αναπάντεχα ελκυστικές παρά το γεγονός ότι αναφέρονται σε ετερόκλητα θέματα. Υπάρχει όμως ένα κοινό στοιχείο που συνδέει το βίο ενός  Πορτογάλου θαλασσοπόρου, τις δραστηριότητες ενός Σκοτσέζου φούρναρη και μιας Αμερικανίδας βιολόγου. Είναι το υγρό στοιχείο. «Αν υπάρχει κάτι αιώνιο, πρέπει να το αναζητήσουμε στη θάλασσα», μας λέει νωρίς - νωρίς (σ.37). Λίγο αργότερα (σ.59) φέρνει τον Χέρμαν Μέλβιλ να μας θυμίσει από τον Μόμπι Ντικ: «η θάλασσα δεν αφήνει να φαίνονται σημάδια».

Δίνει όμως και τον δικό του ορισμό για τη σχέση θάλασσας και ανθρώπου: «Η έξοδος προς την θάλασσα ήταν απαραίτητη διότι αποτελεί μέρος της ανθρώπινης φύσης. Γιατί οι άνθρωποι ζουν για να ανακαλύπτουν. Γιατί σε έναν πλήρως εξερευνημένο, κατακτημένο και αποσαφηνισμένο κόσμο, η ζωή του χάνει μέρος του νοήματος και του σκοπού της».

Αν ο αναγνώστης έχει τη συνήθεια να υπογραμμίζει τις παραγράφους που, κατά την κρίση του έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον ή ο συγγραφέας έχει διατυπώσει κάτι με ιδιαίτερα εύστροφο τρόπο, μέχρι κάποιο σημείο της ανάγνωσης λίγες παράγραφοι θα μείνουν χωρίς υπογράμμιση. Αλλά από εκείνο το σημείο και μετά θα πάψει να μαρκάρει λόγω …κόπωσης.

Και αυτό διότι ο Ρ.S. καταπιάνεται με πολλά πράγματα, έχει το χάρισμα να παρέχει πλήθος πληροφοριών, να κρατά το συναίσθημα του αναγνώστη σε μόνιμα υψηλές τιμές και να περνά με άνεση από ενότητα σε ενότητα που φαινομενικά δεν έχουν σχέση, αλλά να τις παντρεύει με χάρη και άνεση.

Κάπως έτσι συνδέει τα δέκα κεφάλαια που πραγματεύεται. Από τον Ενρίκε, τον έφηβο σκλάβο που αγόρασε ο Μαγγελάνος μετά την κατάκτηση του Σουλτανάτου της Μαλάκκα, και την περιγραφή της θαλάσσιας περιπέτειας του Πορτογάλου θαλασσοπόρου, όπου η βαναυσότητα, η βία του λευκού ανθρώπου με την συνδρομή του παπικού χρίσματος περί «μόνιμης σκλαβιάς για όλους τους μη χριστιανούς», κυρίευσε καταστρέφοντας, βιάζοντας ότι βρήκε στο διάβα του.

Ακολούθως, μας συστήνει το μεγαλύτερο θηρευτή. Τον άνθρωπο και εστιάζει στο κυνήγι της φάλαινας. «Το όφελος που έχει αποκομίσει ο άνθρωπος από του φυσητήρες φαίνεται μάλλον κατασκευασμένο εκ των υστέρων, λες ο στόχος προηγείται του νοήματος. Πρώτα κυνηγάς και σκοτώνεις, κι έπειτα σκέφτεσαι το γιατί» (σ. 143).

Στην επόμενη σελίδα, γίνεται μοιραία δηκτικός: «τους έφερε -τους φυσητήρες- στο χείλος της εξαφάνισης και το έκανε πρωτίστως για να πάρει λάδι για τις λάμπες του! Για να διώξει μακριά τη νύχτα από τους δρόμους των αναδυομένων εκβιομηχανισμένων μεγαλουπόλεων. Από φόβο για το σκοτάδι. Το έκανε για τον δια-φωτισμό».

Εξετάζει με πληρότητα και ακρίβεια την απόπειρα του ανθρώπου να βυθομετρήσει τις θάλασσες που καλύπτουν το 70% της επιφανείας του πλανήτη, ενώ στην πορεία του χρόνου «οι ερευνητές υπολόγισαν ότι στα 250.000 γνωστά και επιστημονικά περιγραφόμενα θαλάσσια είδη θα πρέπει να προστεθούν 750.000 είδη που δεν έχουν ακόμα ανακαλυφθεί» (σ. 172).

Μας φέρνει κοντά στις ζωές του Σκωτσέζου φούρναρη Ρόμπερτ Ντικ και της Αμερικανίδας θαλάσσιας βιολόγου Ρέιτσελ Κάρσον που αν και τους χώριζαν πολλά, επιπλέον και ένας αιώνας, μοιράστηκαν την ίδια περιέργεια, τους διέκρινε η ίδια ενεργητικότητα και αφοσίωση στο να αφουγκραστούν, να περιγράψουν τα μηνύματα του υγρού στοιχείου, ξεπερνώντας μύριες όσες αναποδιές με σπάνια σεμνότητα και ακατάβλητη εργατικότητα.

Ασφαλώς δεν παραβλέπει την παρουσία και το έργο του Ογκίστ Πικάρ. «…ένας αδύνατος άνδρας με αραίωση μαλλιών στο μπροστινό μέρος του κεφαλιού, στρογγυλά γυαλιά και μουστάκι - λέγεται ότι ήταν το μοντέλο του Ερζέ για τον καθηγητή Τουρνεσόλ στα κόμικς Τεν - Τεν», αλλά και τον γιο του, τον Ζακ Πικάρ και τον Ντον Γουόλς που ακούμπησαν πρώτοι στον πυθμένα της Αβύσσου του Τσάλεντζερ στα 11 χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, τον Ιανουάριο του ’60.

Για το πόσο δύσκολο ήταν αυτό μας λέει: «Επί μισό αιώνα, ενώ περισσότεροι από πεντακόσιοι άνθρωποι πήγαν στο διάστημα, πάνω από δέκα χιλιάδες ανέβηκαν στο Έβερεστ και δώδεκα περπάτησαν στην επιφάνεια του φεγγαριού, συνολικά μόνο τέσσερις επισκέφτηκαν τον πυθμένα της Αβύσσου του Τσάλεντζερ» (σ. 245).

Λογοτεχνική αδεία μας αφήνει την πικρή γεύση με την περιγραφή της εικόνας που αποκόμισε ο τέταρτος επισκέπτης ο Βίκτορ Βέσκοβο το 2019, στο πιο βαθύ σημείο των ωκεανών: «…έντεκα χιλιόμετρα κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, πολύ μακριά από τον ήλιο, τα κύματα και τους ανθρώπους, βρισκόταν μια πλαστική σακούλα».

Μικρό. γλυκό αντίδοτο της πικρής γεύσης, το σχόλιο φίλτατου συν-αναγνώστη για το περιεχόμενο του βιβλίου: "Δυσκολεύεσαι να το αφήσεις όσο και όταν τρως ένα φίνο γλυκό, τρόπον τινά σε εξουσιάζει"