Περασμένα ναι, ξεχασμένα όχι - (Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 1974) |
Η επιμονή απογόνων, των οποίων οι πρόγονοι κατείχαν ύπατα αξιώματα στο παρελθόν, να αποκτήσουν ελληνική ιθαγένεια είναι ενοχλητική. Μολοντούτο το κόμμα που κυβερνά τον τόπο, έκανε αποδεκτή την κίνηση, κλείνοντας το δεξιό οφθαλμό στους ηλικιωμένους ψηφοφόρους του, προσπαθώντας ταυτόχρονα να σφραγίσει και κάποιες διαρροές προς τα δεξιότερα κλιμάκια της συντήρησης. Αναμενόμενο, κάπως. Μισόν αιώνα μετά την ανεπίστροφη απαλλαγή από τους αλλοδαπούς, ελκόντων την καταγωγή εκ Γερμανίας, Ρωσίας, Δανίας, γαλαζοαίματους, υφίσταται αυτή η φορτική, εκνευριστική και αδικαιολόγητη προσκόλληση των απογόνων τους. Το θέμα έγινε έτι ενοχλητικότερο από την επιλογή επωνύμου. Χάθηκε κάτι σε Γλυξβούργος, σε Δεγρεσίδης ώστε να τιμήσουν τους ξεριζωμένοι αδελφούς, ή σε Βασιλόπουλος ή Βασιλάκος, κάτι σαν ζουμερό υβρίδιο ανάμεσα στην παλαιά Ελλάδα και τις ανακτορικές ρίζες; Το unfair της ο ονοματοδοσίας το έθεσε και ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος αρκετά διακριτικά στη τέταρτη σελίδα του σημερινού φύλλου της «Καθημερινής”. Αντιθέτως ο όμορος με το μονόστηλο του συνταγματολόγου συντάκτης, περιέφερε υπερηφάνως το λιβανιστήρι των κυβερνητικών επιλογών τε και τας αγαθάς προθέσεις των απογόνων. Για να γίνω περισσότερο γήινος, ωσαύτως και λαϊκός, δεν υπάρχει περίπτωση ένας ισορροπημένος, ενημερωμένος, δημοκράτης, φοροπληρώνων, τε και χρονίως καρπαζοεισπράκτωρ πολίτης αυτού του τόπου, να μην ζοχαδιαστεί από την πρωτοβουλία, την προβολή και την αποδοχή της κίνησης. Ειδικά όταν συνοδεύεται από την αβάντα κοσμοπολίτικων μέσων και αφιερώματα εβδομάδων στον έντυπο φάρο του αστισμού, όρα «Καθημερινή». Δεν μπορεί κανείς να γνωρίζει το πραγματικό κίνητρο της ομάδας των προσφάτως αποκτησάντων της ελληνικής ιθαγένειας. Ενδεχομένως ούτε και οι ίδιοι. Η αστειότητα πάντως της πολιτικής ερμηνείας, τουτέστιν της μελλοντικής εμπλοκής με οποιοδήποτε τρόπο τούτων των απογόνων στο πολιτικό γίγνεσθαι είναι δεδομένη. Το ίδιο ισχύει περί της απόψεως για την αποτυχημένη μεταπολίτευση και της διαφορετικής μοίρας του τόπου αν ο τέως είχε επιστρέψει στο θρόνο του, η οποία επιπροσθέτως είναι λιγότερο ισχυρή από την θεωρία της επίπεδης γης. Διότι αν το πολιτικό ένστικτο του μέσου Έλληνα σκιρτά ακόμα έστω και κατ΄ελάχιστον, όταν ο πρώτος των απογόνων θα κάνει το μετέωρο βήμα προς το μπαλκόνι για να απευθυνθεί στο πόπολο θα έχει την τύχη του Πετράν του Γαρουφαλιά στην προεκλογική του ομιλία του ’74. Ας θυμηθούμε: Φθινοπωράκι γλυκό και το πλήθος επαναληπτικά εκραύγαζε κάτωθεν στην Πανεπιστημίου: «Σόφτεξ με διπλό χαρτί». Και ο Peter Carnation, ο βράχος του σκανδάλου της Αποστασίας, στο ξημέρωμα εκείνης της Δευτέρας μάζεψε 52.768 ψηφαλάκια. Το θέμα με το πολιτειακό έκλεισε τον Δεκέμβριο του 1974. Το έπαιξε έξυπνα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής χωρίς να εκτεθεί, καθότι ουδεμία όρεξη είχε να χρεωθεί άνακτα πάνω από το Σερραϊκό και συχνά αγύριγο κεφάλι του. Αλλά πέραν αυτού, ειλικρινά τώρα, αν από την μια έχεις τον Πλωρίτη, τον Κύρκο, τον Παναγούλη στο γυαλί της μαυρόασπρης τιβί να επιχειρηματολογούν υπέρ της προεδρευόμενης και από την άλλη τον τέως υπέρ της βασιλευομένης, τίθεται θέμα τι θα επιλέξεις; Και στο φινάλε δεν είναι μόνο θέμα θεσμού. Είναι θέμα προσώπων και εποχής. Ο Λεωνίδας όταν πήγε και στήθηκε στις Θερμοπύλες και είπε στον Ξέρξη «έλα πάρτα», με ότι αυτό περιέκλειε, ήξερε ότι το τέλος του είναι προδιαγεγραμμένο. Θα άφηνε εκεί την τελευταία του πνοή ανάμεσα στην οσμή του αίματος και του ιδρώτα των πολεμιστών του. Αλλά ήταν Βασιλεύς , Ηγέτης, Στρατηλάτης, Πολεμιστής. Για αυτό και τον μνημονεύουμε μετά από 25 αιώνες. Στον αντίποδα ο Γεώργιος ο Β΄ το ’41 πήγε στην Κρήτη, στο Λονδίνο και γύρισε με νόθο δημοψήφισμα, άνευ της Ρουμάνας πριγκιπίσσης Ελισάβετ με την οποία είχε χωρίσει. Για αυτό και δεν έχουμε λόγο να τον θυμόμεθα. Στο ερώτημα: - «...και τι ήθελες, ρε μεγάλε, να κάνει; Να πάει στο Ρούπελ και να σταθεί απέναντι στη 5η και 6η Γερμανική ορεινή Μεραρχία και να χειρίζεται αντιαρματικά των 37 χιλιοστών;» η απάντηση είναι: -«Γιατί όχι; Αν το είχε κάνει θα ήταν εκείνος που θα έλεγε το περίφημο: “τα οχυρά δεν παραδίδονται, καταλαμβάνονται”, κάτι ανάλογο του “Μολών λαβέ” και εφόσον είχε αποχαιρετήσει εκεί και έτσι τα εγκόσμια, μέσα στον ορυμαγδό και τη φωτιά της σύγκρουσης θα τον μνημονεύαμε και την επόμενη χιλιετία. Επίσης, θα είχε σφραγίσει το μέλλον της μοναρχίας στην Ελλάδα». Για να μην αναφερθούμε στο ανιψάκι του που, αφού διοργάνωσε την οπερέτα τον Δεκέμβριο του ’67 προξενώντας ασταμάτητους μέχρι δακρύων γέλωτες στους συνταγματάρχες, έφαγε, χώνεψε και μεταβόλισε τη φόλα που του σερβίρισε έντεχνα ο οριζινάλ Καραμανλής το θέρος του ’74: «θα σας ειδοποιήσω εγώ Μεγαλειότατε πότε να έλθετε». Παρέμεινε αναμένων. Με λίγες λέξεις ο θρόνος απαιτεί τόλμη, ευφυΐα, αυτοθυσία, γενναιότητα, στοιχεία που τον 20ο αιώνα ήταν απολύτως απόντα από τη δυναστεία που όρισε την μέλλον της Πατρίδας. Στο φινάλε καλύτερα η πολιτική οικογενειοκρατία, διότι όλο και θα μας προκύψει κάποιος ετοιμόλογος, κάποιος μόρτης, κάποιος, διαβασμένος, κάποιος χρήσιμος, κάποιος προικισμένος, μα και κάποιος διασκεδαστής. Ως εκ τούτου, αι ενέργειαι των απογόνων και των αβανταδόρων τους, μας εκνευρίζουν, μας ζοχαδιάζουν. Ο Λευτεράκης με το δίκοχο, που ήταν και τολμηρός και ευφυής και γενναίος και ολίγον πολιτικά τζογαδόρος είχε νιώσει στο πετσί του όλη την καμαρίλα της Βασιλείας. Γυρνώντας στο σήμερα, ευτυχώς που τουλάχιστον ο πρωθυπουργεύων έστειλε επιστολή εις τον πρόεδρον του ελληνικού κοινοβουλίου εντάσσοντας και πάλι τον έτερον Ελευθέριον εις την Κ.Ο. του κυβερνώντος κόμματος. Η κάρτα ήτο κίτρινη και ουχί ερυθρά. Συμπέρασμα: Οι θεσμοί δουλεύουν.
|