Εμείς, όχι εγώ – (Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024) PDF Print E-mail

Στην πλατφόρμα ERTFLIX φιλοξενείται το ντοκυμαντέρ «Εμείς, όχι εγώ». Αποτελεί μια δίωρη καταγραφή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.  Η αφήγηση ξεκινά από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, εστιάζει στην μαζικότητα της αντιστασιακής δράσης από τις αρχές του 1973 και ολοκληρώνεται με την έλευση του ακόμα σκληρότερου Ιωαννιδικού καθεστώτος. Τα ιστορικά γεγονότα περιγράφονται συνοπτικά μεν, επακριβώς δε και η βαρύτητα δίνεται στις αφηγήσεις αγνώστων, στο ευρύ κοινό, πολιτών που βρέθηκαν με δική τους επιλογή στην δίνη των γεγονότων εκείνο το τριήμερο του Νοεμβρίου.


Σχεδόν παιδιά τότε, ή έστω νέοι από 18 έως 20κάτι χρόνων, εκτός από κάθε είδους κομματικό σωλήνα, άκαπνοι από πολιτικούς αγώνες, με μοναδικά εφόδια τη φούρια και τα όνειρα της νιότης τους. Στις μέρες μας, μετά από μισό αιώνα, ηλικιωμένοι πια, στέκονται μπροστά στις κάμερες και αφηγούνται, ο κάθε ένας με το δικό του τρόπο, την εμπειρία τους από εκείνη την ταραγμένη περίοδο που στιγμάτισε τη ζωή τους. Η σημαντικότητα του ντοκυμαντέρ ορίζεται κατ’ αρχάς από το συναίσθημα που γεννά αλλά κυρίως με το ισχυρά δομημένο απόσταγμα του τι και γιατί συνέβη. Και είναι σημαντικό, διότι κρατά μια λιτή, καθαρή ισορροπία ανάμεσα από την τάση της αποδόμησης, της λοιδορίας, της περιφρόνησης και την ροπή για εκμετάλλευση και οικειοποίηση.

Όπως πολύ εύστοχα τέθηκε, δεν είναι δυνατόν να κατηγορηθεί το «Πολυτεχνείο» επειδή πάνω του κτίστηκαν δέκα πολιτικές καριέρες, όταν υπήρξαν, υπάρχουν ακόμα χιλιάδες άγνωστες κυριολεκτικά ματωμένες βασανισμένες ιστορίες που δεν διανοήθηκαν να αξιοποιήσουν, την περιπέτειά τους. Κάτι άλλο που επίσης κάνει αυτή τη δουλειά πολύτιμη είναι η περιγραφή της λειτουργίας του παρακράτους και η σχέση του με τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής, αλλά και το τυφλό μίσος που κυριαρχούσε τους ένστολους, έστω πολλούς από αυτούς.

Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση όπου ανάμεσα σε πλήθος βωμολοχιών που ακούγονταν κατά την έξοδο των φοιτητών από την κεντρική πύλη μετά την παραβίαση της από το άρμα μάχης, ελέχθη προς νεαρή φοιτήτρια: «Ώστε ζεί μωρή πουτάνα ο Αλιέντε;» με ταυτόχρονο ανεξέλεγκτο ξυλοφόρτωμα. Βγάζει και ένα είδος πικρού, κατά κυριολεξία μαύρου χιούμορ όπως και μια ομοειδής ερώτηση που μας αφηγήθηκε ο Χρόνης Μίσσιος σε μια από πάρα πολλές φορές που τον είχαν κάνει κατά το κοινώς λεγόμενο, τόπι στο ξύλο όπου ο λαχανιασμένος από την προσπάθεια βασανιστής του, τού απεύθυνε το ερώτημα: «Ώστε τη θες και πανανθρώπινη τη λευτεριά ρε πούστη ε

Επί της ουσίας τα εγκλήματα που διενεργήθηκαν εκείνες τις μέρες έμειναν ατιμώρητα, όπως και οι βασανισμοί στην περίοδο της δικτατορίας. Το σενάριο της απουσίας της δικαιοσύνης από τον δοσιλογισμό της Κατοχής συνεχιζόταν. Είναι περίεργο, μαζί και κάπως τιμητικό πως δεν υπήρξε ένα μαζικό κύμα βίαιης εκδικητικότητας των παθόντων προς τους θύτες. Αποτελεί την ειδοποιό διαφορά των μεν με τους δε, με πρωταγωνιστή επ’ αυτού του τον Αλέξανδρο Παναγούλη.

Αυτό που συνάγεται και είναι πλέον δεδομένο, για αυτό και ενοχλεί ακόμα πολύ, είναι πως ότι συνέβη ήταν αυθύπαρκτο, ανένταχτο, δεν είχε ηγέτες, μήτε αρχηγούς. Ήταν ένας σύντομος, συμπυκνωμένος θρίαμβος αυτοδιαχείρισης με έντονο το στοιχείο της αυτοθυσίας και ταυτόχρονα ο θάνατος του εγώ μπροστά στο εμείς. Τι πιο επικίνδυνο για οποιοδήποτε καθεστώς;