Χρήστος Αγγελομάτης: Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας – (Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024) |
Κατέφθασε από φίλο, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ως πληροφορία για βιβλιοπωλείο που το είχε προσφορά και συνέχιζε με την εντολή: «να αναγνωσθεί απαραιτήτως», όπερ και εγένετο αν και με μικρά καθυστέρηση. Και ήταν έτσι ακριβώς. Νομίζοντας ότι κάτι κατείχα από τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, έπειτα από την μελέτη στο δίτομο πόνημα του Giles Milton, αλλά και στο «νούμερο» του Ηλία Βενέζη, ξεκίνησα την ανάγνωση. Να σημειωθεί ότι η πρώτη έκδοση χρονολογείται το 1963, είχαν ήδη περάσει 41 χρόνια από τα γεγονότα, συνεπώς η κρίση του συγγραφέα ήταν κάπως απόμακρη από τη σκιά της καταστροφής και κοιτούσε το θέμα με περισσότερη ψυχραιμία. Επίσης ήταν τουλάχιστον 60 ετών, τουλάχιστον διότι δεν είναι σαφές πότε ακριβώς γεννήθηκε, άρα και η ηλικία του συνηγορούσε προς μια ωριμότητα. Αναφέρονται όλα τούτα καθώς αποτελούν θετικά πρόσημα στην αντικειμενικότητα της αφήγησης, Εξ ίσου σημαντικά θετικό στοιχείο, είναι η παράθεση πολλών επισήμων εγγράφων, καθώς και καταθέσεων προσώπων που βρέθηκαν στην δύνη των γεγονότων, έχοντας κάποιο ρόλο. Αυτό που συνάγεται με πολύ βαρύ συναισθηματικό φορτίο από την τόσο πλούσια σε στοιχεία και καλοδουλεμένη αφήγηση είναι ότι το ελληνικό στοιχείο εγκαταλείφθηκε στην τύχη του. Η έκφραση προδόθηκε ίσως να μην είναι και τόσο ακραία ή άστοχη. Και όταν γίνεται λόγος για τύχη, ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα ήταν η χειρότερη δυνατή. Η απόβαση της πρώτης μεραρχίας του Ελληνικού στρατού στην Σμύρνη στις 2 Μαΐου του 1919, έγινε δεκτή με τόσο ενθουσιασμό ώστε τίποτα δεν προμήνυε ότι σε 40 μήνες οι ελληνικές δυνάμεις θα υποχωρούσαν, με κάποιες από αυτές να εγκαταλείπουν στους δρόμους της πόλης οπλισμό, ρουχισμό, πολεμοφόδια στην προσπάθεια να σωθούν, μετά από την επέλαση προς την Άγκυρα και την κατάρρευση του μετώπου.
Αφήνοντας έτσι στο έλεος των ατάκτων τις ζωές, τις περιουσίες, την υπόληψη, την αξιοπρέπεια εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών. Αυτών των ίδιων που τους είχαν υποδεχτεί με τέτοια χαρά, με εκείνο το θαυμασμό. Και δεν υπήρξε έλεος. Η πυρπόληση της πόλης, οι σφαγές των πολιτών, οι βιασμοί, η λεηλασία περιουσιών θα παραμείνουν εσαεί ένα από τα πιο χαμηλά σκαλοπάτια της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Ο συγγραφέας ερευνώντας τις αιτίες της καταστροφής εστιάζει πάνω σε ένα άτομο. Το κάνει συντεταγμένα, προσεκτικά, χωρίς κορώνες, προτάσσοντας κάθε φορά που ασκεί τη δέουσα κριτική αντίστοιχα έγγραφα, ντοκουμέντα, ομολογίες. Στόχος του ο ύπατος αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης. Προσωπική επιλογή του Ελευθερίου Βενιζέλου με τον οποίον τον ένωναν κοινό αγωνιστικό παρελθόν, συνεργασίες και φιλία. Κατά περίεργο τρόπο από τις πρώτες στιγμές που άσκησε τα καθήκοντά του, έδειξε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά, που με την πάροδο του χρόνου και κυρίως όταν άρχισαν τα προβλήματα ήταν καταστροφική δείχνοντας αλαζονεία, με πράξεις που είχαν αγανακτήσει το σύνολο των Σμυρνιών. Όταν το περιεχόμενο του βιβλίου δημοσιευόταν, πριν την έκδοσή του, σε συνέχειες στην εφημερίδα "Εστία" η κ. Χριστίνα Σ. Βεϋνόγλου, έστειλε επιστολή στον συγγραφέα όπου μεταξύ άλλων ανέφερε τις προσπάθειες του πατέρα της να βρει βοήθειες. Για να δώσει δε, το βαθμό αγανάκτησης των Σμυρναίων σημείωσε: "Ενα έτος μετά την καταστροφή, σεβαστή σμυρναία , φέρουσα διακεκριμένον σμυρναϊκόν όνομα, συνήντησε τον Στεργιάδην εντός λεωφορείου εις το Μόντε Κάρλο.Τον πλησίασε, σήκωσε την "βαλουέττα" της και τον έπτυσε στο πρόσωπο. Ο Στεργιάδης κατέβασε το κεφάλι και κατέβηκε μόλις σταμάτησε το λεωφορείον". Σε κάθε περίπτωση έτσι όπως παραθέτει τα γεγονότα ο συγγραφέας, ο αναγνώστης δυσκολεύεται να βρεί μια από τις εκατοντάδες, αποφάσεις του αρμοστή που ήταν ορθή και όσο πιο μεγάλο γινόταν το πρόβλημα, τόσο πιο λανθασμένες ήταν οι αποφάσεις και τόσο πιο ακραίες συμπεριφορές είχε. Πέρα από το θρίαμβο της βίας, τα χιλιάδες θύματα, την αχαλίνωτη αγριότητα, το ξερίζωμα του ελληνικού στοιχείου μετά χιλιετίες από τις ακτές της Ιωνίας, είναι ένα τραύμα που δεν πρόκειται ποτέ να επουλωθεί. Ο Αγγελομάτης μας το παρουσιάζει με ακρίβεια, με σεβασμό, με πιστότητα.
|