Βασίλης Παλαιοκώστας: Μια φυσιολογική ζωή – (Παρασκευή 2 Αυγούστου 2024) PDF Print E-mail

Λίγα είναι τα βιβλία που έχουν αναφερθεί, εδώ, σχετικά με τις περιπέτειες εγκλείστων σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Οι δε αιτίες, οι λόγοι που τους έσπρωξαν στο περιβάλλον των φυλακών, διαφέρουν. Όσο και να διαφέρουν πάντως, ο Χρόνης Μίσσιος, ο Παναγιώτης Κανελλάκης, η Anna Laura Braghetti,Δημήτρης Κουφοντίνας, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Νίκος Κοεμτζής, βρέθηκαν μέσα σε κελιά. Σε αυτούς θα προστεθεί σήμερα και ο Βασίλης Παλαιοκώστας μαζί με το πόνημά του, που φέρει τον υπότιτλο: «Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου».

Ο οποίος Β.Κ. κάνει μια τομή γράφοντας: "άλλο ο παράνομος και άλλο ο εγκληματίας". Πάνω σε αυτό το μοτίβο βασίζει όλη την ύλη και το περιεχόμενο του βιβλίου του. Παρουσιάζει, λοιπόν, τον εαυτό του ως παράνομο, ως ένα πρόσωπο που κινείται παραβατικά, αλλά δεν αποδέχεται τον χαρακτηρισμό του εγκληματία. Είναι η μυθιστορηματική αφήγηση μιας ακραία ασυνήθιστης ζωής.

Ακραία όχι μόνον διότι όσα είναι ευρύτερα και δημόσια γνωστά αποτελούν μοναδική περίπτωση, στο πάνθεο των παράνομων, αλλά και διότι αυτά που αφηγείται επαυξάνουν σε μέγιστο βαθμό την μοναδικότητα στην περίπτωσή του. Αναφέρεται σε συγκεκριμένα επεισόδια του βίου του, πολλές φορές με μεγάλη ακρίβεια, αποτυπώνοντας διαλόγους, περιγράφοντας λεπτομερώς συνθήκες. Άλλες φορές αφήνει ασαφές το πλαίσιο για ευνόητους λόγους.

Η αφήγηση δεν ακολουθεί χρονική σειρά, αλλά υπάρχουν παρεμβολές από την παιδική του ηλικία, όπου γίνεται σαφής η απόπειρά να επισημάνει την βουνίσια καταγωγή και το ανυπότακτο του χαρακτήρα του, το σμίλευμα στις κακουχίες, την ανθεκτικότητά του. Πάνω στην καταγωγή του, οικοδομεί γρήγορα και σταθερά τις οικολογικές του αξίες που προβάλλει μέσα από τις περιηγήσεις του στην ύπαιθρο, συχνά κυνηγημένος.

Ταυτόχρονα δεν αφήνει περιθώριο για παρεξηγήσεις με τις πολιτικές του θέσεις. Αντιφασίστας, ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση, με σφοδρή κριτική στον τρόπο λειτουργίας του κοινοβουλευτικού συστήματος, ενώ δεν κρύβει την σύνδεση του με αναρχικά στοιχεία.

Κάνει σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στα ΕΚΑΜ και την ΕΛΑΣ. Αποστρέφεται και περιγράφει με το χειρότερο τρόπο τη δεύτερη, κρατώντας λιγοστές εξαιρέσεις για κάποιους εκπροσώπους της, αντίθετα δείχνει σεβασμό και αποδοχή για τους εκαμίτες, καθώς συχνά περιγράφει με θετικό πρόσημο την επικοινωνία μαζί τους.

Κάμει σφοδρή κριτική στο δικαστικό σύστημα, προχωρά σε περιγραφές συναλλαγών δικαστικών, δικηγόρων, υπόδικων, κατάδικων. Θέτει άμεσα και το θέμα της χρέωσης κακουργημάτων τόσο στον ίδιο όσο και σε άλλους, χωρίς να υπάρχει ουδεμία, όπως υποστηρίζει, σχέση. Αναφέρεται ειδικά στο δέμα βόμβα που έφτασε στο Υπ. Προ. Πο. και στοίχισε τη ζωή στο υπασπιστή του υπουργού, αποποιούμενος κάθε σχέση, ειρωνευόμενος την διάσωση φακέλου με τα δακτυλικά του μετά το μακελειό. Αναφέρει επίσης ότι στη μεγάλη διάρκεια της απουσίας του από την Ελλάδα του έχουν χρεωθεί κακουργήματα που διέπραξε.

Καταγγέλλει τον τρόπο λειτουργίας των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, που οφείλουν να είναι τμήμα ενός ευρύτερου συστήματος όπου ο ρόλος τους θα ήταν να δώσουν στον καταδικασμένο κρατούμενο να αντιληφτεί το μέγεθος και το είδος της παρανομίας του, να τον σωφρονίσουν και να τον παραδώσουν στην υπόλοιπη άμωμο κοινωνία, έτοιμο να ενσωματωθεί και να ζήσει φυσιολογικά, μακριά πια από όποια παράβαση όποιου νόμου.

Αντίθετα σύμφωνα με τις περιγραφές του, αυτό που συμβαίνει είναι η τιμωρητική συμπεριφορά, το βύθισμα των κρατουμένων στα ναρκωτικά και ένα παρακρατικό, παραβατικό σύστημα που σπρώχνει τον κρατούμενο στο έγκλημα, στηριζόμενο και σε εκβιαστικές τακτικές.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως είναι ένα ζωντανό αφήγημα, μια περίπτωση ταινίας δρόμου με ατελείωτα χιλιόμετρα κατά κανόνα μέσα σε κλεμμένα αυτοκίνητα, κάποια από τα οποία επεστράφησαν στους ιδιοκτήτες τους, με δεκάδες καταδιώξεις, ανταλλαγές πυρών και με πολεμικά όπλα, ενίοτε δε με χιουμοριστικούς διαλόγους.  Αν αυτοπροβάλλεται; Ναι, μάλλον ναι, αλλά μετά από ότι έχει συμβεί, κάτι τέτοιο δεν είναι …παραβατικό.

Ο αναγνώστης μένει την απορία αν το έχει γράψει ο ίδιος ή αν δέχτηκε την συνδρομή ενός επιμελητή. Αν συμβαίνει το πρώτο έχει τη χάρη του, αν το δεύτερο δείχνει μια επιπλέον φροντίδα.