Πρωτομηνιά ...καλοκαιριού - (Δευτέρα 3 Ιουνίου 2024) |
O ερχομός του Ιουνίου σηματοδοτεί την έναρξη του θέρους. Στα μέσα της δεκαετίας του ’60, όταν στα δημόσια δημοτικά σχολεία της Αθήνας κοσμούσαν εκείνοι οι στρόγγυλοι χάρτες με τις εποχές του χρόνου θυμάμαι την εικόνα του Ιουνίου με τους αγρότες που θέριζαν χειρωνακτικά τους χρυσούς καρπούς από την μάνα γη, θέμα κάπως εξωτικό για παιδί της πόλης. Για όσα παιδιά μεγάλωναν σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον και σε ένα αξιοπρεπές οικονομικό πλαίσιο, που σημαίνει ότι δεν χρειαζόταν να συνεισφέρουν στα ισχνά οικονομικά της φαμίλιας τους εργαζόμενα, ο Ιούνιος ήταν ο πλέον υποσχόμενος μήνας. Τα σχολεία έκλειναν, οι υποχρεώσεις τελείωναν, η αυστηρότητα περιοριζόταν στην πίεση της μητέρας να γυρίσεις σύντομα από την αλάνα με ματωμένα τα γόνατα και στο βλέμμα του πατέρα, που κράταγε επιμελώς τα μπόσικα, στο μεσημεριανό τραπέζι, ενώ η παραλία σε περίμενε για άπειρες βουτιές.
Έκτοτε κύλησαν 60 καλοκαίρια. Γονείς εγκατέλειψαν τα εγκόσμια, απόγονοι άνοιξαν τις μέρες του μέλλοντος και ο Ιούνιος εκεί σταθερός, να σηματοδοτεί το θέρος. Σαββατάκι λοιπόν πρωτομηνιά Ιουνίου, τρέχοντος έτους στο ίδιο σημείο όπου και στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Όχι όμως με τις ίδιες συνθήκες, αφού η έλευση του ηλεκτρικού ρεύματος, η οικοδόμηση και η οδοποιία έχουν μεταμορφώσει τον τόπο. Η μεταμόρφωση των δίποδων ψυχών όμως, φαντάζει μεγαλύτερη. Αποκαμωμένος από ολοήμερη χειρωνακτική εργασία περισσότερο ακούω και λιγότερο βλέπω τον τελικό του Τσάμπιονς ληγκ και ήταν η πρώτη φορά που υποστήριζα γερμανική ομάδα μετά την Μπάγιερν του ΄79-’82 και αυτό, τότε, λόγω ιδεολογικών τοποθετήσεων του Paul Breitner, που ξέφευγαν πολύ από το μέσο όρο. Ο ήχος του τηλεοπτικού δέκτη σε στάθμη που μόλις σκεπάζει το θόρυβο που παράγουν τα ηχεία από παρακείμενο παιδικό πάρτυ που ξεκίνησε στις 11 το πρωί και συνεχιζόταν μεταλλαγμένο σε εκδήλωση ενηλίκων με αδιάκριτα όρια ποιο είναι ποιο. Η Γερμανική ομάδα, παρά την έξαρση του πρώτου μέρους ηττήθηκε δίκαια, η βασίλισσα παρέμεινε βασίλισσα, με όλη τη δόξα και την έπαρση που κουβαλά κάθε βασίλισσα. Χάζεψα λίγο απονομή, πανηγύρια μα ο θόρυβος από το πάρτυ και ένα κομπιλέισον από, όπως θα έλεγε και το Τζιμάκος, γυφτολαϊκά εκεί, σταθερά παρόν. Έχουν περάσει σχεδόν δυο ώρες από το μεσονύκτιο, πολεμώ εις μάτην να αποκοιμηθώ δεχόμενος την έντονη ηχορύπανση, μέχρι που ο ντιτζέϋς για να κλείσει το πρόγραμμα τι βάζει; Τη Ρόζα. Η οποία συνοδεύεται από αλλεπάλληλα, έντονα, μερακλωμένα σφυρίγματα. Ευτυχώς, δηλαδή, που Αλκαίος, Μικρούτσικος, Μητροπάνος, έχουν ταξιδέψει. Στιγμές αργότερα ακούγονταν η απασφάλιση των συναγερμών από τα εσγιουβιά, και μεγάλοι τροχοί που εύθυμα κυλούσαν στην άσφαλτο. Εξήντα χρόνια νωρίτερα, που η Ρόζα δεν είχε γραφτεί, που το ρεύμα δεν είχε έρθει, που τα χωράφια δεν τα είχαν τμήσει οι ασφαλτόδρομοι, που τα αστέρια στον ουράνιο θόλο ήταν πιο λαμπερά, το τελευταίο πράγμα που άκουγες το βράδυ, ειδικά αν σερνόταν ένα βοριαδάκι, ήταν ο ήχος του τελευταίου δρομολογίου του τραίνου που αγκομαχούσε σφυρίζοντας πάνω στις ράγες και έφερνε την τελευταία κουβέντα: «έλα, πάμε για ύπνο». Και πολύ φοβούμαι ότι δεν «θα βρεθούμε ξανά όταν όλα θα έχουν περάσει, όταν όλοι θα έχουν αλλάξει». Διότι τα 31 χρόνια που μεσολάβησαν από τη αυτή φοβερή δημιουργία των Σαμαρτζή, Μαυρουδή, Γκαϊφίλια μέχρι σήμερα, έχουν σβήσει τα περισσότερα περιθώρια, αντίδρασης, ελπίδας, αισιοδοξίας. Θέλει «κουράγιο να βρεις μην ξεχάσεις», να μην παρασυρθείς από την περιρρέουσα χαζομάρα και την αποθέωση της ανάπτυξης που ισοπεδώνει άνισα και άγονα το παρελθόν. Επίσης, την επόμενη μέρα του τελικού, την ζεστή πνιγμένη στην άπνοια Κυριακή, απέσυρα τη συμπάθεια από τους Βεστφαλούς, το κίτρινο τοίχος τους και την φιλότιμη προσπάθεια που έκαναν απέναντι στους Μαδριλένους. Η συμφωνία χορηγίας, κατά πως διαβάσαμε, από βιομηχανία όπλων έκατσε βαριά στο όποιο αξιακό σύστημα. Για το τέλος, ευχές για ένα γόνιμο καλοκαίρι.
|