Καλλιτεχνικές & άλλες δεξιότητες – (Δευτέρα 13 Μάιου 2024) |
Δεν θυμάμαι να είχα ξαναδεί διαγωνισμό Γιουροβίζιον. Δεν θυμόμουν κανέναν νικητή, μα ούτε και τις ελληνικές διακρίσεις. Θυμόμουν όμως μια ημεδαπή γκρίνια που σερνόταν αέναη ειδικά τα τελευταία χρόνια, ειδικότερα από τότε που το χρυσόμαλλο τέρας του ιντερνέ μας ένωσε - αλληλούια- και ημπορούμε να αλληλοβριζόμεθα με άνεση μεγάλη και περισσή τοξικότητα πίσω από την σκυφτή ανωνυμία του πληκτρολογίου. Με τον ντόρο όμως που έγινε με την ελληνική συμμετοχή, είπα να ακολουθήσω το ντορό μέχρι το Malmö της ειρηνικής Σουηδίας. Δυο ωρίτσες Σαββατόβραδου χαμένες το πολύ πολύ και από Κυριακή πάλι προς τη δόξα τραβώ, σκέφτηκα. Με τόσες χιλιάδες ώρες χαμένες σε πάσης φύσεως τάξεις, σκοπιές, συσκέψεις, μποτιλιαρίσματα και λοιπάς, μη καλλιτεχνικάς δραστηριοτήτας, άλλες δυο ωρίτσες δεν είναι παρά δυό σταγόναι εν τω ωκεανώ των χαμένων ευκαιριών(ε) τε και ονείρων(ε). Επίσης ένα ισχυρό κίνητρο, προκειμένου να ξοδέψω αυτές τις δυο ώρες, ήταν το πέσιμο που έκαναν τα συντηρητικά μέσα μαζικής εξημέρωσης και το σύνηθες κράξιμο των ακολούθων τους προς την ελληνική συμμετοχή. Την κοπέλα δεν την είχα ξανακούσει, δεν γνώριζα την προέλευση, τις σπουδές της, την πρόσφατη απώλεια του πατρός της. Έχτιζα σιγά - σιγά την άποψη μου συγκεντρώνοντας, διασταυρώνοντας πληροφορίες. Δεν ξεμυαλίστηκα με το τραγούδι, αλλά από την άλλη καθόλου δεν μου άρεσε η κριτική των εκλεπτυσμένων συμπατριωτών μου, που λες και γεννήθηκαν μεταξύ Λουγκάνο και πρινσιπατέ του Αλβέρτου, την κατηγόρησαν για τόσα ανθελληνικά. Τέλος πάντων το χώνεψα το άσμα και όταν έβγαλαν τα λευκά μαντήλια και τα στριφογύρισαν στον τηλεοπτικό και σουηδικό αέρα, σαν να ξύπνησε μέσα το γαλανόλευκο θηρίο. Hellas ρε κουφάλες, till I die αναφώνησα όπως και τότε που ο σπρίντερ Στόικο πήδαγε πάνω από κορμιά για να κόψει τον Μοντέρο, όπως και όταν, όλως προσφάτως, ο Αγιούμπ Ελ Κάμπι έχωνε το πέμπτο τεμάχιο στη Βίλλα. Τέλος πάντων καλή η ενδέκατη θέση, καλύτερη από τη δωδέκατη, αλλά το θέμα δεν είναι αυτό. Είναι, κατ’ αρχάς, ότι σε διαγωνισμούς όπου δεν υπάρχει μέτρηση χρόνου, ή απόστασης δε μπορεί να υπάρξει αντικειμενική κρίση. Πηδάει ο Μίλτος 8.55, πηδάν οι αλλόθρησκοι λιγότερο, αντίο σας. Τρέχουν οι Τζαμαϊκανοί σε 36.84 τα 4 Χ 100 κάνουν και παγκόσμιο ρεκόρ, και οι Αφροαμερικάνοι κοιτούν τις πλάτες τους. Ακολούθως σε ότι αφορά το διαγωνισμό της Γιουροβίζιον ας λεχθεί ότι οι συμμετέχοντες είναι περισσότερο περφόρμερς και αθλητές και ολιγότερον τραγουδισταί. Χοροπηδούν, εξισορροπούν σε μεγάλα ταψιά, κρέμονται, χορεύουν, βγάζουν φλόγες, πετούν, ντύνονται με απίθανα κοστούμια, γδύνονται, φοράνε μουτσούνες, βάφονται, έχουν μια ακραία παρουσία. Δηλαδή να το θέσω αλλιώς. Φαντάζεται κανείς τον Αζναβουριάν, τον Τζέιμς Τέϋλορ, τον Σαμ Κουκ να θέλει να κυριαρχήσει στην σκηνή με τέτοιο τρόπο; Άρα είναι άλλου είδους καλλιτέχναι. Και είναι δύσκολο αυτό που κάνουν, ίσως και περίτεχνο αλλά και αρκετά διαφορετικό από αυτό που κάποιοι έχουμε συνηθίσει. Ας τεθεί και το θέμα της υπερβολής. Σε όλο το φάσμα. Της σκηνοθεσίας, των φωτισμών, των εφέ, της τεράστιας παρέμβασης της τεχνολογίας, της απόπειρας εντυπωσιασμού με τεχνητά μέσα και τελικά της σπατάλης. Φαντάζει σαν φεστιβάλ τεχνολογίας, με χαρούμενα εκστασιασμένο πόπολο να κουνά σημαιάκια. Αρκετοί θα το ορίσουν ως εξέλιξη. Ειρήσθω εν παρόδω να πούμε και για το απολιτίκ της υπόθεσης. Ναι είναι Ευρωπαϊκό φεστιβάλ τραγουδιού και ουχί συνέδριο για της αποκατάσταση της αδικίας, αλλά ο κόσμος δεν σταμάτησε να φλέγεται. Ας υποθέσουμε λοιπόν, ότι είσαι χρονών 12 και ζεις κάτι εβδομάδες σε έναν καταυλισμό στην Αίγυπτο, αφού η μάνα σου βρήκε τρόπο να φύγετε από τα ερείπια της λωρίδας. Ντάντυς δεν υφίσταται, καθότι νεκρός. Και χαζεύεις φευγαλέα την έγχρωμη οθόνη όπου βλέπεις την Έντεν Γκολάν να ερμηνεύει καθώς και όλο το υπόλοιπο σκηνικό. Τι να νιώθεις άραγε; Τέλος, το Νέμο καλό ήταν και δύσκολο αυτό που έκαμε και δικαίως έφυγε νικητή. Μου ήρεσε επίσης ο Γερμανός, όπως και ο Γάλλος, ευτυχώς δε που το προηγούμενο βράδυ είχα κοιμηθεί λίγο γιατί με τους Ιρλανδοί αγριεύτηκα και θα ξαγρυπνούσα. Και του χρόνου με περισσότερη γκρίνια, περισσή τοξικότητα, έτσι όπως το μότο: «Γιουνάιτεντ μπαί μιούζικ». Είμαστε τω όντι γιουνάιτεντ. Γιουνάι που θά ΄λεγε και σχωρεμένος ο Αλέφας. Στην αποχαύνωση. Μια το βρακί της ερμηνεύτριας, ή το φύλο του τάδε, μια οι πλαστικές της δείνα, ποιοι χωρίσαν, και μια ζωή που φτηναίνει όσο ποτέ από τη δημοσιότητα των σόσαλ, πάντα με τις απαραίτητητες δόσεις φόβου. Αδρανείς φιλονικούμε έχοντας αποσυμπλέξει από τα ουσιαστικά θέματα πνιγμένοι στις οθόνες, συχνά αδυνατώντας να αντιληφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στην πραγματικότητα και τα τηλεπαιχνίδια.
|