Το κόψαμε; - (Κυριακή 18 Απριλίου 2021) |
Ήταν από εκείνα τα τηλέφωνα που έρχονται χωρίς κάποιο συγκεκριμένο σκοπό, να γεμίσουν ώρες μουντής πανδημικής Κυριακής. Περί ανέμων και υδάτων η κουβέντα, όπου κάποια στιγμή γύρισε στα βιβλία και ο συνομιλητής μου εξέφρασε την άποψη ότι δεν μπορεί να διαβάζει ταυτόχρονα περισσότερα του ενός. Απάντησα ότι δεν καταλάβαινα τη λογική του, προτάσσοντας μάλιστα το επιχείρημα ότι στο σχολείο σχεδόν κάθε μέρα έπρεπε να διαβάζουμε τα λεγόμενα δευτερεύοντα, ήγουν Ιστορία, Γεωγραφία, Αγωγή του Πολίτη, Ηθική, Λογική και δεν θυμάμαι τι άλλο υπήρχε τότε, που τα ηνία της ηγεσίας του Τόπου κρατούσαν ένστολοι, που πέραν των άλλων, ήταν κατεξοχήν εχθροί της γνώσης. Δεν το είχα σκεφτεί, απάντησε και επειδή θεώρησε ότι τον βοήθησα, βρεθήκαμε κλεφτά σε πρώην κοσμική πλατεία, μασκοφόροι, υγιείς και οδοιπόροι δικυκλιστές και μου ενεχυρίασε έκδοση τινά μετά αφιερώσεως. Κι επειδή είχα ψυλλιαστεί την κίνηση, ήμουν προετοιμασμένος, προσφέροντας και ΄γω το κάτι τις μου, έντυπο εννοείται. Για να είμαι ειλικρινής πάντως, δεν μπόρεσα, παρότι κατέβαλα τις δέουσες προσπάθειες, να διαβάσω το περιεχόμενο, πέραν της εισαγωγής, της ευγενικής χειρονομίας του. Το όνομα του Francois Villon, μου ήταν ολότελα άγνωστο και το αντικείμενό του, η Γαλλική ποίηση του Ύστερου Μεσαίωνα δεν περιλαμβάνεται, ακόμα, στα θέματα που με συγκινούν. Για να μην εκτεθώ δε μελλοντικά, κατέθεσα την αδυναμία μου ευθέως και ευθαρσώς προς τον ενεχυριάσαντα. Την επόμενη μέρα δέχτηκα από έτερο Καππαδόκη, ερώτημα φιλικά περιπαιχτικό: «Τι έγινε, τo κόψαμε;» Αναφερόταν στην ανάγνωση βιβλίων, καθώς παρατήρησε ότι είχαν περάσει σχεδόν τέσσερις μήνες χωρίς ανάρτηση με σχόλια για κάποια έκδοση που διάβασα. Όχι, δεν «τo κόψαμε», αλλά δεν βρέθηκε ούτε ο χρόνος και πολύ περισσότερο ούτε η συγκέντρωση για μια αναλυτική παρουσίαση. Ούτως εχόντων των πραγμάτων προχωρώ σε μια σύντομη αναφορά, σε όσες εκδόσεις βρήκα θαλπωρή στις σελίδες τους, στο τελευταίο τετράμηνο.
Γεράσιμος Αρσένης: Πολιτική κατάθεση Οι της ηλικίας μου θυμούνται κατ' αρχάς τρία πράγματα αν ακούσουν το επώνυμο του Κεφαλλονίτη. 1. Εκείνο το περίφημο «Τσάρος της οικονομίας», 2. το «κάτσε καλά, Γεράσιμε» των 16ρηδων του ΄98 και ασφαλώς το «Γεράσιμε χάσαμε». Με πολύ καλές σπουδές, εξίσου σημαντική διεθνή καριέρα οικονομολόγου, ο Γεράσιμος Αρσένης, αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του το ’81, προκειμένου να αναλάβει την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος της πρώτης κυβέρνησης της Αλλαγής. Το 1982, ανέλαβε το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας διατήρησε και τη θέση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κερδίζοντας έτσι το χαρακτηρισμό «τσάρος της οικονομίας». Γραμμένο το 1987, μετά την διαγραφή του από το Πα.Σο.Κ. και πριν την επιστροφή του, την επαναϋπουργοποίησή στο Αμύνης και αργότερα στο Παιδείας, με την μορφή συνέντευξης όπου τα ερωτήματα θέτει ο Διαμαντής Μπασάντης. Έχει σημασία ο χρονικός προσδιορισμός της σύνταξης, διότι αφενός είχε βιώσει την αποπομπή, αφετέρου δεν έχει αποστασιοποιηθεί πλήρως και τελεσίδικα ούτε με κίνημα ούτε με τον Πρόεδρο του. Μολοντούτο, ο λόγος του είναι σαφής, συγκεκριμένος, συγκροτημένος και παρουσιάζει με λεπτομέρειες και άνεση τόσο για οικονομικά, όσο για πολιτικά και κοινωνικά θέματα, τις απόψεις του, τις κρίσεις του για τα λάθη και τις ευκαιρίες που χάθηκαν. Βοηθά πολύ στην εκτίμηση εκείνης της εποχής, ενώ ταυτόχρονα μας αποκαλύπτει έναν γνώστη οικονομολόγο, ήπιο πολιτικό και δυνατό διανοητή, πολύ πάνω από τον εγχώριο μέσο όρο.
David Lester: Jacqueline Kennedy Onassis Είναι γνωστή η παγίδα όταν ανοίγεις ένα βιβλίο, όπου εφόσον έχεις κάποια γνώση του αντικειμένου του από προηγούμενες αναγνώσεις, δυσκολεύεσαι να απομακρυνθείς από τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις. Αυτό συνέβη με το συγκεκριμένο. Προσεκτική αν και άχρωμη η προσπάθεια του συγγραφέα, προσφέρει ένα συγκροτημένο σύνολο στην απόπειρα της βιογράφησης της πιο ξεχωριστής πρώτης Κυρίας των Η.Π.Α. Μολοντούτο παρέμεινα πιο κοντά στην ζωντανή αφήγηση του Peter Evans, βιογράφου του Αριστοτέλη Ωνάση. Εκεί αναγράφεται η περίφημη ρήση του Έλληνα Κροίσου όταν ερωτήθηκε για τη δεύτερη σύζυγό του. «Θα τη βρείτε στο λεξικό μεταξύ των λέξεων σκατά και σύφιλη» είχε απαντήσει. Βεβαίως το βιβλίο του Lester έχει μια ευρύτερη χρονική έκταση αναφέρεται στο σύνολο της ζωής της Jackie, έχει πολλές πληροφορίες, έχει και μικροσφάλματα (ο Ωνάσης δεν είχε ιστιοφόρο, τη «Χριστίνα» είχε), και σε κάθε περίπτωση κινείται ανάμεσα σε μια απαλή περιγραφή όπου ο συμπαθών την συμπαθεί περισσότερο και ο αντιπαθών δεν αλλάζει γνώμη. Ήταν ένας γάμος που δεν προχώρησε καλά για κανέναν, εκτός των οικονομικών της νύφης, η οποία ποτέ δεν έγινε αποδεκτή από το κύκλο του Αρίστου, ενώ πολλοί συμπατριώτες της την αποκήρυξαν, με τον ίδιο τρόπο που είχαν δείξει παλιότερα την απέχθεια τους για τον γαμπρό. Σαν ένα απλό συμπέρασμα θα μπορούσε να γραφτεί ότι ο Αρίστος είδε τη νύφη ως έπαθλο και η Αμερικανίδα είδε το γάμο ως οικονομική αποκατάσταση.
Άρης Μαραγκόπουλος: Η άλλη Ελλάδα (1950 – 1965) Έχοντας στη διάθεσή του μια σειρά από σπάνιες και εξαιρετικές φωτογραφίες από το αρχείο του Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου, την επιλογή των οποίων έκανε ο ίδιος ο Άρης Μαραγκόπουλος, προχώρησε στην σύνταξη εισαγωγής, στα σχόλια και σε ένα χρονικό. Δομείται σε τρία κεφάλαια (Ι Η κανονικότητα της ζωής, ΙΙ Τα πρόσωπα της Εξουσίας, ΙΙΙ Η μαρτυρία της Αριστεράς) και το χρονικό πλαίσιο ξεκινά από το τέλος του Εμφυλίου και φτάνει έως τα μέσα της δεκαετίας του ‘60. Η συνταγή δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, αλλά εφόσον υπάρχει τόσο καλό υλικό τέτοιες προσπάθειες θα είναι πάντα ευπρόσδεκτες και χρήσιμες για την κατανόηση του παρελθόντος σε όσους δεν είχαν την τύχη και την ατυχία μαζί, να το βιώσουν. Θα το προτιμούσα όχι τόσο άμεσα καταγγελτικό, περισσότερο πληροφοριακό και ίσως με περισσότερη βαρύτητα στο συναισθηματικό κομμάτι, χωρίς φυσικά να απομακρύνεται από την ακριβή περιγραφή των γεγονότων. Αλλά, ως γνωστόν, ο καθείς έχει και από μια γνώμη.
Μαρία Ρεζάν: Με νοσταλγία για μια ζωή έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Από τις περιπτώσεις που ανυπομονείς να συνεχίσεις από εκεί που σταμάτησες το προηγούμενο βράδυ. Μεστό, πυκνό, απλό με ζωντανή αφήγηση, χτυπά σε ευαίσθητα σημεία χωρίς να ξεπέφτει ούτε ηθικά ούτε αισθητικά. Έχει ένα κύρος, μια αξιοπρέπεια, μια αμεσότητα, ικανά να μαγνητίσουν τον αναγνώστη ακόμα και αν διαφωνεί με το είδος γραφής, ή με την ιδεολογία της συγγραφέως. Ταυτόχρονα φωτίζει με τρόπο όμορφο και αντίστοιχο στυλ, πρωταγωνιστικές προσωπικότητες του παρελθόντος. Η συγγραφέας ξετυλίγει το φιλμ της ζωής της, το αναμιγνύει γόνιμα και έντεχνα με την ευρύτερη πολιτική ζωή του Τόπου, την οποία γνώριζε και κατανοούσε. Έζησε πολλά η Μ.Ρ., όπως όλοι οι γεννημένοι στον Μεσοπόλεμο, αλλά στη δική της περίπτωση πέρα από Κατοχή, Εμφύλιο, Ανένδοτο, Ιουλιανά, Χούντα, Μεταπολίτευση, γεγονότα δηλαδή, που χάραξαν τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, μα με τη δουλειά της βρέθηκε ακόμα πιο κοντά στα τεκταινόμενα και στους πρωταγωνιστές τους. Παράλληλα είχε να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα του δικού της βίου, το διαζύγιο, το μεγάλωμα των τεσσάρων παιδιών της, την αυτοεξορία στο Παρίσι, την απώλεια αγαπημένων προσώπων κλπ. Ε! όλα αυτά συγκροτούν ένα πολύ ενδιαφέρον σύνολο.
Βασίλης Κεραμάς: Το απόρρητο ημερολόγιο στο Καστρί Η ρήση «Κανένας δεν είναι μεγάλος για τους υπηρέτες του», βρίσκει σε αυτή την έκδοση μια απόλυτη εφαρμογή. Ο συγγράψας ήταν αστυνομικός που διώχθηκε, λόγω πολιτικών φρονημάτων από την Χούντα, αναγκάστηκε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία, οργανώθηκε πρώτα στο Π.Α.Κ. και με την Μεταπολίτευση στο Πα.Σο.Κ. Υπήρξε επιλογή του Παπανδρέου και για έξι χρόνια ήταν ο επικεφαλής της προσωπικής φρουράς του Έλληνα πρωθυπουργού. Ξεκίνησε δίπλα του ως οπαδός και αποχώρησε με πελώρια απογοήτευση. Κάπως έτσι ο Ανδρέας, πέρα από το γνωστά του γνωρίσματα, τη γοητεία που εξέπεμπε στις μάζες, τον τρόπο που είχε να χειραγωγεί το λαϊκό θυμικό, την αμεσότητα της επικοινωνίας με τις μάζες, τη λαϊκότητα που εξέπεμπε και το πλήθος των πιαισάρικων συνθημάτων που γεννούσε, τα περισσότερα από αυτά λεηλατημένα από την Αριστερά, είχε και άλλες ιδιότητες, και άλλες συμπεριφορές. Ο Β.Κ. τα καταγράφει όλα με θαυμαστή ακρίβεια προσπαθώντας και καταφέρνοντας σε μεγάλο βαθμό να βάλει στο περιθώριο, τη δική του απογοήτευση. Η ιδιωτική εικόνα του ηγέτη δεν είχε καμία σχέση με τη Δημόσια. Ασφαλώς και δεν είναι ο μοναδικός ειδικά στο αξίωμα αυτό, ειδικότερα στο βαρύ σκηνικό που κλήθηκε να πρωταγωνιστήσει, αλλά, χωρίς άλλο, η λεπτομερής περιγραφή γεγονότων, συμβάντων κυριολεκτικά σοκάρει τον αναγνώστη. Περισσότερο τους ανιδιοτελείς οπαδούς του, που τον πίστεψαν.
Θέμης Τζίφας: Με φακέλωσαν Σπαραξικάρδια αφήγηση που ξεκινά προπολεμικά με πρωταγωνιστή παιδί από ένα χωριό λίγο έξω από τον Πύργο της Ηλείας. Η καθημερινή σκληρή εργασία δεν αποτελεί εχέγγυο αξιοπρεπούς ζωής, ενώ οι δεισιδαιμονίες, οι φοβίες και η έλλειψη γνώσεων σηματοδοτεί ένα βασανιστικό μέλλον. Η απώλεια του πατέρα, η Κατοχή, τα πάθη του Εμφυλίου και το μετεμφυλιακό κλίμα στήνουν ένα αποτρόπαιο σκηνικό. Αν σε όλα αυτά προστεθεί και η πάντα παρούσα φτώχεια, έχουμε ένα αβάσταχτα καταθλιπτικό, ένα απάνθρωπα άδικο σύνολο. Η επαρχία εκείνες τις εποχές ήταν μια σκληρή πραγματικότητα. Τούτη η καταγραφή της προσωπικής περιπέτειας αναδεικνύει την βαθιά παθογένεια που γεννήθηκε από το ΄36 και χάραξε ανεξίτηλα έναν ολόκληρο τόπο. Η απογοήτευση που συνοδεύει τον Θ.Τ. σε τούτη την πορεία δεν αποχωρεί, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος προχωρά με τόλμη και συνέπεια στο ανηφόρι της ζωής, αντιμετωπίζοντας προβλήματα, εμπόδια και φτώχεια. Μοιραία, η περίπτωση του, αφενός δεν είναι η μοναδική, αφετέρου δεν αφήνει περιθώρια αισιοδοξίας.
Κώστας Χαρδαβέλλας: Όσα δεν είπα και δεν έγραψα Ο συγγραφέας επιβεβαίωσε ότι ήταν ένας ρεπόρτερ με πλούσιο palmares, αλλά αυτό δεν αποτελεί εχέγγυο συναρπαστικής αφήγησης, δεν σημαίνει απαραίτητα το αντίστοιχο βάθος και στη γραφή. Το έγραψε στα 52 του, όπου είχε μεγάλη πείρα, συνεπώς θα μπορούσε να το είχε περιποιηθεί περισσότερο. Έχει ενδιαφέρουσες σελίδες, εκφράζει τις απόψεις του, περιγράφει σημαντικά γεγονότα μακρινών εποχών που είχε βιώσει εκ του σύνεγγυς, χρήσιμο για μια ακόμα ματιά για την περίοδο που αναφέρεται, αλλά δυσκολεύεται να κερδίσει τον αναγνώστη που ζητά κάτι παραπάνω. Κινείται περισσότερο στο θυμικό μιας προσωπικής σχέσης με τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής, μιας αφήγησης ιδιαίτερων στιγμών με τρόπο επίπεδο και συνήθη. Σαν κάποιο ελλιπές ημερολόγιο που προσπαθεί αλλά τελικά μάλλον δεν αποφεύγει την αυτοπροβολή ακολουθώντας τα μεγάλα συμβάντα με λαμπερό αμπαλάζ αλλά με ρεπορταζιακή προσέγγιση.
Ανδρέας Φραγκιάς: Λοιμός Μυθιστόρημα. Έτσι προσδιορίζεται. Ήταν το τρίτο βιβλίο από τα πέντε που έγραψε ο Ανδρέας Φραγκιάς. Ο συγγραφέας βρέθηκε στη δίνη εκείνων των γεγονότων που πήραν χιλιάδες ζωές, που κατέστρεψαν αντίστοιχες οικογένειες, μα πάνω από όλα που ανέδειξαν ανθρώπους οι οποίοι ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να κάνουν τα χειρότερα στους συνανθρώπους τους. Και μάλιστα με νομική κάλυψη, αγκαλιά με την εξουσία του Κράτους, μαζί με τις ευλογίες της Εκκλησίας. Ο Λοιμός, είναι ένας καθρέπτης από αυτά που συνέβησαν σε αυτό τον Τόπο εκείνη τη ζοφερή περίοδο. Ο Α.Φ. υπήρξε ένα μικρό τμήμα των συμβάντων και ένα μεγάλο θύμα. Όπως τόσοι πολλοί. Όχι απαραίτητα για αυτά που έπραξαν, αλλά κυρίως για αυτά που πίστευαν. Είναι απάνθρωπα παράλογο και ταυτόχρονα πέρα ως πέρα αληθινό. Πάνω στο Λοιμό βασίστηκε και το Happy Day του Παντελή Βούλγαρη. Ναι είναι το ίδιο νησί, ο «νέος Παρθενών» του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
|