Παν. Κανελλόπουλος: Ημερολόγια Κατοχής – (Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020) |
Είναι αναπάντεχο το τι είδους διαφορετικών εντυπώσεων συλλέγεις στην πορεία του χρόνου για ένα δημόσιο πρόσωπο. Για τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο εν προκειμένω. Εν αρχή η πρώτη της, κάπως ενήλικης ζωής, το βήμα από τη Χούντα στην Μεταπολίτευση εκείνο το απόγευμα της 23ης προς 24ης Ιουλίου. Η εντύπωση ότι ο Π.Κ. ήταν ο αδικημένος της υπόθεσης, καθώς αντί να δοθεί σε αυτόν η, ας την χαρακτηρίσουμε, δικαιωματική λόγω παρελθόντος εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, προτιμήθηκε η λύση Καραμανλή. Εκ των υστέρων κρίνεται ορθότερη, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Ας πάμε και στις τελευταίες, όπου τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του, επιστήμονες ερευνητές με κύρος όπως ο Θάνος Βερέμης ή η Λένα Διβάνη στέκονται δίπλα του με σεβασμό και λεπτότητα. Στο μεσοδιάστημα ο Ρένος Αποστολίδης το έχει χαρακτηρίσει ως «Παναγιωτάκη φιόγκο της φιγούρας», οι πληροφορίες ότι φέρεται ειπών στον Van Fleet «στρατηγέ μου ιδού το στράτευμα σας» και ασφαλώς ο χαρακτηρισμός της Μακρονήσου ως «νέος Παρθενών». Αν όλα τα παραπάνω ισχύουν είναι απολύτως αταίριαστα. Ο Π.Κ. ήταν ένα τέρας μόρφωσης. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι στα 21 του είχε ήδη αναγορευτεί Διδάκτωρ του Δικαίου από το Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης και στα 24 του διορίζεται Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, ακολουθώντας έκτοτε μια πολύ ξεχωριστή καριέρα τόσο ως Πανεπιστημιακός όσο και ως πολιτικός. Είναι που κατανάλωσε βιβλιοθήκες ολόκληρες, ενώ το συγγραφικό του έργο είναι αντίστοιχο. Είναι που μιλούσε με άνεση μητρικής γλώσσας Γερμανικά, Γαλλικά, Αγγλικά. Είναι που είχε μια εξαιρετικά, μια σπάνια σφαιρική γνώση και έναν αντίστοιχο πολιτισμό. Για όλους αυτούς τους λόγους, πιθανότατα, δεν είχε την προβολή που πιστώθηκαν άλλοι Έλληνες σχεδόν σύγχρονοί του πολιτικοί που αναγνωρίζονται και δικαίως πιο σημαντικοί. Στην πρακτική της πολιτικής, πιο σημαντικοί, με ότι αυτό σημαίνει. Η ανάγνωση του αρκετά ογκώδους αλλά εύκολου αφηγηματικά βιβλίου, που περιγράφει την πορεία του από την μέρα που εγκατέλειψε επικηρυγμένος από τις δυνάμεις Κατοχής την Ελλάδα με προορισμό την Μέση Ανατολή, έως τις 25 Ιανουαρίου του ’45, όταν κλείνει ο κύκλος του Δεκέμβρη, είναι ένα πολύ χρήσιμο βοήθημα για όσους επιθυμούν να εντρυφήσουν σε εκείνο το ακραία ενδιαφέρον αλλά ταυτόχρονα τραγικό κομμάτι της Ιστορίας. Είναι απορίας άξιο πως κατάφερνε να κρατήσει σημειώσεις για όλη εκείνη την περίοδο, όταν συχνά οι υποχρεώσεις του ήταν πολλές, σοβαρές και δύσκολες. Πως μπόρεσε και συγκράτησε, περιέγραψε εκατοντάδες ονόματα προσώπων που συνάντησε, συνεργάστηκε ή συγκρούστηκε. Η αφήγησή του έρχεται με σπάνιες λεπτομέρειες να καλύψει εκείνη την περίοδο σε εκείνους τους τόπους που περιηγήθηκε με τις κυβερνητικές ιδιότητες που κατείχε. Το κάνει ενδελεχώς με λεπτότητα και προσοχή. Συχνές είναι οι επικλήσεις του στο Θεό, όπου εναποθέτει τις ελπίδες του όταν οι συνθήκες εμφανίζονται αδυσώπητες. Δεν κρύβει την αγάπη του για την σύντροφό του Νίτσα η οποία τον ακολουθεί από κοντά. Η ευγένεια, η αστική του καταγωγή και παιδεία, ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός του, είναι παντού διακριτά. Απότοκο αυτών των προσανατολισμών, είναι η Αγγλοφιλία του. Προσεγγίζει τους Βρετανούς με ιδιαίτερη πίστη, αντίστοιχο σεβασμό και αν κάποιος έλεγε με μια υποψία υποτέλειας ίσως να μην ήταν πολύ άστοχος. Μοιραία η άποψή του για την άλλη πλευρά, το εαμικό μέτωπο, να είναι συγκρατημένη, και μετά τα γεγονότα του Απριλίου του ΄44 στην Μέση Ανατολή και την δολοφονία Ψαρρού να είναι τουλάχιστον επιφυλακτική. Ταυτόχρονα αισθάνεται και την αντίστοιχη ντροπή απέναντι στους Άγγλους, για τη τροπή που πήραν τα πράγματα. Τις πρώτες μέρες όμως, που έφθασε κατασυγκινημένος στην Ελλάδα, τον Σεπτέμβρη του ’44, πριν οι Γερμανοί αποχωρήσουν από την Αθήνα, ενώ στην Πάτρα διεξάγονταν ακόμα μάχες ανάμεσα στα στρατεύματα Κατοχής και τον ΕΛΑΣ, οι εντυπώσεις του για το ΕΑΜ είναι φανερό ότι αμβλύνονται. Πρώτα στην Μεσσηνία, έπειτα στην Αρκαδία και τέλος στην Αχαΐα και στην γενέτειρά του Πάτρα, περιγράφει με θετικό τρόπο τις πρώτες του εικόνες από την παρουσία της Εαμικής πλευράς. Πολύ ενδιαφέρουσες και οι αναφορές του για τις συναντήσεις του με τον Άρη Βελουχιώτη. Σε εκείνη την χρονική περίοδο, στα τέλη του Σεπτέμβρη, κατάφερε κατά πως περιγράφει, να συμμαζέψει το χάος που υπήρχε εκείνη την περίοδο στην Πελοπόννησο σε μια πολύ - πολύ τεταμένη κατάσταση με τους ταγματασφαλίτες του Παπαδόγγονα από την μια πλευρά και τις δυνάμεις του Άρη από την άλλη. Να μην λησμονηθεί ότι δέκα μέρες πριν βρεθεί στα Κύθηρα και από εκεί στην Καλαμάτα, είχε λάβει χώρα και η μάχη του Μελιγαλά, που τόσο επιβάρυνε το ήδη τεταμένο κλίμα στην Πελοπόννησο, σαφώς ένας πρόλογος για το τι θα επακολουθούσε. Δεν προσπαθεί να αποφύγει την έκφραση της συναισθηματικής του φόρτισης, ούτε να περιγράψει με ακρίβεια τα συναισθήματα που τον διακατέχουν. Εμφανίζει τον υγιή πατριωτισμό του, τον πόνο του για την επικείμενη εμφύλια σύγκρουση, που νιώθει ότι θα πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις. «Ας βοηθήσει ο θεός την Ελλάδα», επαναλαμβάνει συχνά στις τελευταίες του, σελίδες όταν δίνει την δική του ερμηνεία για το τι συνέβη εκείνον τον αποτρόπαιο Δεκέμβρη στην Αθήνα. Εξ όσων συνέβησαν, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Ύψιστος δεν έδωσε τη δέουσα βοήθεια. Κάποιοι βέβαια θα πουν ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν και χειρότερα. Ίσως να μην έχουν άδικο. Όπως και να έχει ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ανάμεσα στις δεκάδες των συγγραμμάτων του μας προσφέρει και αυτό το χρήσιμο, αν όχι πολύτιμο βοήθημα ώστε να κατανοήσουμε, οι νεότεροι, εκείνο το ασήκωτο κομμάτι της Ιστορίας.
|