Πρώτο & Τελευταίο - (Κυριακή 30 Αυγούστου 2020) |
Κάτι τέτοιο ήταν το φετινό καλοκαίρι. Το πρώτο στη δίνη της πανδημίας, μα και το τελευταίο. Όχι ότι του χρόνου θα το έχουμε λύσει το πρόβλημα, αλλά σε κάθε περίπτωση υπάρχει η εκτίμηση ή έστω η αισιοδοξία ότι θα ήμαστε πιο πληροφορημένοι και καλύτερα προετοιμασμένοι. Το φετινό είχε την μοναδικότητα του πρώτου μετά την γενική καραντίνα, που ύστερα από τον καταθλιπτικό της φόβο, περάσαμε μάλλον γρήγορα σε μια επιπόλαια αντιμετώπιση. Όχι όλοι, αλλά και οι λίγοι είναι αρκετοί για να προκαλέσουν μεγάλες ανατροπές. Για τον σωστό τρόπο αντιμετώπισης γίνεται μεγάλη κουβέντα, για τις επιλογές της εξουσίας ακόμα μεγαλύτερη και για τις παράλληλες θεωρίες δύσκολα το παρακολουθεί κανείς. Εικόνα ασυνήθιστη. Βασιλικός και αντισηπτικό που κρύβει το κεράκι, δίπλα – δίπλα πάνω στο τραπέζι, της ταβέρνας. Καλοκαίρι 2020.
Αν σε αυτά προστεθούν το παιχνίδι του ηγέτη των εξ ανατολών γειτόνων, την έλλειψη κάθε ουσιαστικής αλληλεγγύης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την εκ των πραγμάτων αδιαφορία του Ν.Α.Τ.Ο., για δυο κράτη μέλη του που φλερτάρουν με ένοπλη εμπλοκή και τα μονίμως παρόντα εδώ και μια δεκαετία οικονομικά αδιέξοδα, είναι δύσκολο να αποφύγεις το σκοτεινό κλίμα. Μολαταύτα το καλοκαίρι ήρθε, με το τέλος του Αυγούστου αναχωρεί και η κοινωνία προετοιμάζεται για ένα ασυνήθιστο φθινόπωρο και έναν απρόβλεπτο χειμώνα. Στο γύρισμα της καλοκαιρινής εποχής μια μικρή σειρά από εικόνες και λίγες λέξεις για τους θερινούς μήνες. Έτσι σαν μια διαφορετική παρακαταθήκη.
Κάθε άλλο παρά ανέφελο ήταν το θέρος του 2020. Όπως και αυτή η δύση στον Παγασητικό, την ώρα που οι δέσμες των φωτιστικών στοιχείων της νταλίκας δεν είναι ούτε νυσταγμένες ούτε βαριές, όπως τα ήθελε ο Μανώλης Ρασούλης, το 1982, στο ομώνυμο τραγούδι.
Τυχερό κομμάτι της πανίδας οι γλάροι. Περπατάνε, κολυμπάνε, πετάνε, δεν τους κυνηγά ο άνθρωπος και ελίσσονται πάνω από το υγρό στοιχείο. Τους τραγούδησε και ο Πάνος Γαβαλάς το 1966: «Μες στα κατάρτια πετούνε οι γλάροι κι εγώ σου λέω έχε γεια».
Σε μια από τι πιο φιλικές παραλίες του κόσμου, η οποία τα τελευταία 50 χρόνια δέχτηκε στο έπακρο την ανελέητη επίθεση της τουριστικής αξιοποίησης, η εικόνα έρχεται σαν μια ακόμα απόδειξη έλλειψης στοιχειώδους παιδείας. Γλυφάδα Κέρκυρας, άνευ σχολίου. Vamos a la playa όπως τραγουδούσαν και οι Τορινέζοι Righeira, το 1983, τότε που αναπτυσσόταν το τσουνάμι του τουρισμού.
Αν έλειπαν τα εξωτερικά των κλιματιστικών, το πιάτο της δορυφορικής και οι αντένες στις κορφές των στεγών, η εικόνα αυτή από την συνοικία Καμπιέλο της πόλης της Κέρκυρας θα παρέπεμπε στον 19ο αιώνα. Μόνο που τότε την αποτύπωση θα έκανε ζωγράφος και όχι φωτογράφος. Στον 21ο αιώνα με το kassiopiproject προ των καμένων εκτάσεων, η Ρένα Βλαχοπούλου με το «Κέρκυρα με το Ποντικονήσι» μοιάζουν όλα τόσο μακρινά όσο και η Συνθήκη του Λονδίνου, από τον Μάρτη του 1864 που κατοχύρωσε τα Επτάνησα στην Ελλάδα.
Σαρωνικός στα καλά του, ανήμερα της Παναγίας, με το ιστιοφόρο να ορτσάρει στη χλιαρή νοτιά και την μικρή σπηλιάδα να σαρώνει την επιφάνεια της θάλασσας. Της Παναγίας ανήμερα, που ο πρώην πρωθυπουργεύων έγραψε ότι έγραψε, ο ίδιος που αμέσως μετά την ορκωμοσία του, έκλινε το γόνυ στην Καισαριανή. Ε! ο Τζιμάκος το έκανε καλύτερα, τραγουδώντας σε όμορφο δημοτικό σκοπό: «Θα πάρω σιδερόβεργα..Παναγιά μου..βρε θα πάρω σιδερόβεργα.. Μολότωφ κι' αλυσίδες..και θα τα κάνω βίδες..»
Την ίδια, ώρα ο ίδιος άνεμος κυμάτιζε τη γαλανόλευκη. Ταλαιπωρημένη η λέξη και η έννοια της, όσο και οι αντίστοιχες για την δημοκρατία. Έχει γίνει θύμα στα χείλη του κάθε υπερπατριώτη. Το έγραψε όσο πιο σπαραχτικά γινόταν ο Νίκος Γκάτσος και το ερμήνευσε αντίστοιχα ο Νίκος Δημητράτος: «μα τώρα που ξυπνήσανε τα φίδια
Τέλος με μια εικόνα από τις αρχές του καλοκαιριού. Οι τελευταίες παπαρούνες της άνοιξης αντέχουν μέχρι τον Ιούνιο και τούτη εδώ ξεχωρίζει φωτεινή μπροστά από το σκούρο της φόντο. Όπως περίπου και οι ελπίδες σε βαριές εποχές. Όπως το τραγούδησαν και οι Crosby Stills Nash & Young από το πολύ πιο ελπιδοφόρο 1970, με το Carry on, πρώτο κομμάτι σε εκείνο το εξαιρετικό άλμπουμ. Το Déjà vu. |