Ιστορίες Καλοκαιρινές, Συναισθηματικές (06.08.2010) PDF Print E-mail

«Κι αν θα διψάσεις για νερό
θα στύψουμε ένα σύννεφο»

Νίκος Γκάτσος

Όπου δυο ανατολές, τρεις νύκτες, τέσσερις εκατοντάδες χιλιόμετρα και πέντε βουτιές στην Αμοργό, σε υποβάλουν σε μια σπάνια, συγκινησιακή άσκηση.

Μέσα στο πιο δύσκολο, περίεργο, πρωτόγνωρο καλοκαίρι από την μεταπολίτευση και εντεύθεν, τα μηνύματα τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου ήταν βαθιά απαισιόδοξα. Υψηλές θερμοκρασίες, απεργιακό κλίμα, το ασφαλιστικό σε αδιέξοδο, τα οικονομικά σε τέλμα, οι εξεταστικές σε ρόλους αδιάφορους, τα εργασιακά σε ένα κλίμα απειλής και φόβου, το μέλλον άδηλο. Σε αυτή τη παράθεση των σκοτεινών στοιχείων όμως, υπάρχει και ο αντίλογος. Ας τον εισπράξουμε σαν την έσχατη γραμμή αμύνης. Είναι ο χαρούμενος, φωτεινός κόσμος της ασημαντότητας, με το ελαφρύ του κλίμα, τις τελετές στο Θωρηκτό, τα beach (ενίοτε και bitch) parties, τις μεταμεσονύκτιες επισκέψεις στα μουσεία, τις μονότονες μουσικές, τα χαμένα λόγια και τα χρόνια.

Υπήρχε όμως και Μundial. Δυσκολεύεσαι να το τοποθετήσεις κάπου. Μεγάλο αθλητικό γεγονός, με τα αντίστοιχα παρασκήνια και συμφέροντα αλλά και τόπος ανάδειξης χαρακτήρων, γέννησης συναισθημάτων και πρωταθλητών.

Με δεδομένα όλα τα προηγούμενα, δεν διαμαρτύρεσαι για τα λίγα ποστάλια που με ακριβό αντίτιμο διασχίζουν το Αρχιπέλαγος. Θαυμάζεις όμως τις Καπετανάρες που τα γυρνάνε με την μία, σαν παιχνίδια, έστω και με τη συμβολή από το bow thrust, μέσα σε λιμάνια όπως της Ηρακλειάς και της Σχοινούσας, λίγα μόλις μέτρα από τα βράχια, με τα εξάρια να σφυρίζουν, με ριπές τρελές από παντού.

Στεναχωριέσαι βέβαια, που δεν έχουν κουζίνα και εστιατόρια. Δυο κάθιδρους πιτσιρικάδες «μπροστινούς» και άλλους δύο πίσω παρασκευαστές έχουν, να διεκπεραιώνουν τη δουλεία του ταχυφαγείου. Οι τραπεζαρίες με τα λινά της πρώτης θέσης και τα self service με τους δίσκους για τους υπόλοιπους είναι μια παλιά, μάλλον ξεχασμένη ιστορία η οποία έχει αντικατασταθεί από αδιάφορες, τυποποιημένες υπηρεσίες και πλαστικά προϊόντα.


Λίγο μετά την τρίτη νυκτερινή, με κάτι περισσότερο από μια ώρα καθυστέρηση, η μπουκαπόρτα άνοιγε και από το κήτος αποχωρούσαν όσοι είχαν προορισμό την Αιγιάλη. Δίτροχη δροσιά μέχρι τα Κατάπολα, με το σκοτάδι να σπάει από τα ασθενή φώτα του ημέτερου XR την ώρα που το φωτεινό ίχνος του βαποριού βαθμιαία χανόταν προς την Αστυπάλαια.

Καταφύγιο, μέχρι να πάρει ο θόλος το χρώμα του νερωμένου ούζου, βρέθηκε στο μοναδικό ανοικτό café στο Ξυλοκερατίδι. Μια ολιγομελής, χαμηλόφωνη παρέα παραδίπλα, συγκρατούσε την ήρεμη, κουρασμένη ευθυμία, πίσω από τους καπνούς της.

Λίγο αργότερα τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στη Χοζοβιώτισα σαν να ψήλωναν, φορτωμένα από την αϋπνία. Βαριά σύννεφα είχαν καταλάβει την ανατολή και περιοδικά άφηναν χοντρές στάλες, ξεδιπλώνοντας νοσταλγικές μυρωδιές, προσφέροντας ένα ακόμα στοιχείο μοναδικότητας.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η βάπτιση στα νερά της Καλοπεταρίτισσας έδιωξε την κούραση της αϋπνίας, το γεύμα στο Βρούτσι απομάκρυνε την αίσθηση της πείνας και η εξερεύνηση του τόπου, αλλά κυρίως η εσωτερική αναζήτηση συνεχιζόταν, σε ένα περιβάλλον που σε είχε ήδη καταλάβει. Γιατί; Διότι ήσουνα έτοιμος είναι μια πρώτη απάντηση ενώ και η μικρή, διακριτική παρουσία του κόσμου βοηθά.

Το επόμενο βράδυ, όταν το φεγγάρι ανέτειλε πίσω από το καμπαναριό της Αγ. Άννας με το Αιγαίο προκλητικά ημερωμένο, ακούνητο σχεδόν, με μια εκκωφαντική ησυχία να κυριαρχεί, θαρρείς ότι είσαι το μοναδικό πλάσμα της πλάσης. Στο βάθος, οι επισκέπτες του μοναστηριού έχουν από ώρα αποχωρήσει και το μόνο φως, η μόνη απόδειξη πολιτισμού του τρέχοντα αιώνα, διακρίνεται από ένα μικρό παραθυρένιο άνοιγμα της μονής. Όλα τα υπόλοιπα αρχίζουν να φωτίζονται από την ασημένια απόχρωση, από το χλωμό φέγγος της πανσέληνου, που όσο απομακρύνεται από τη γραμμή του θαλάσσιου ορίζοντα τόσο ισχυροποιείται.

Οφείλω να καταχωρήσω τούτη τη στιγμή, σαν μια από τις πιο πιθανές μνήμες που θα ήθελα να με συντροφεύσει στις στερνές μου στιγμές. Να μου κλείσει τα μάτια.

Όπως και την επόμενη, το ταξίδι από εκεί, στο Αρκεσίνη. Με το XR να πλέει μόνο του, χωρίς φώτα, πάνω στην ασημένια άσφαλτο, σε άλλη διάσταση, σε άλλη πατρίδα, στη χώρα των παντοτινών μου νιάτων.

Απόγευμα επόμενης μέρας πια, τα ρολόγια τρέχουν, μου απομένουν 12 ώρες στο νησί και ακούω τις κουβέντες των πρεσβύτερων. Για τα κοπάδια, τα νερά, τις καλλιέργειες, τα παλιά χρόνια, το ευρώ, τη δραχμή, τον τουρισμό. Λόγια περασμένα από τη μηχανή του χρόνου.

Λίγο πιο κάτω ένας δεκάχρονος, λιγνός, με ένα καπελάκι, κλωτσάει ένα τόπι στη ξερολιθιά του δρόμου. Μόνος, ήσυχος, ταπεινός και συμπαθής, με την μπάλα να μην του κάνει τα χατίρια καθώς χτυπάει στις άγριες πέτρες και εξοστρακίζεται όχι εκεί που πρέπει. Χαζεύω στη σκιά του καθώς κινείται στο δρόμο και χάνομαι, γυρνώ σαραντατόσα χρόνια με αυτή την η εικόνα, εκείνα τα ακούσματα. Τι μου θύμισαν; Την προδομένη πατρίδα των νιάτων μου.


Επόμενο ξημέρωμα. Κατάπολα. Μπουνάτσα. Αναχώρηση. Τα ποστάλια δεν ακούγονται πια όταν αποπλέουν. Η μπορού σιγεί και προοδευτικά επιστρέφω στην πραγματικότητα…

Αμοργός και τέχνες

Λέγεται πως ο Νίκος Γκάτσος ουδέποτε επισκέφθηκε την Αμοργό. Λένε επίσης πως αυτό, το θεωρούμενο πλέον αριστούργημα του υπερρεαλισμού, το συνέγραψε σε μια νύκτα. Η «Αμοργός» κυκλοφόρησε για πρώτη φορά μεσούσης της Γερμανικής κατοχής το 1943, όταν ο Γκάτσος ήταν 32 ετών, σε μόλις 308 αντίτυπα, ενώ εκατό χρόνια μετά την γέννηση το 2002, είχε ξεπεράσει τις 40.000 αντίτυπα.

Όταν είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας, δεν έτυχε και της θερμότερης υποδοχής, καθώς χαρακτηρίστηκε είτε «Αρλουμπολογία» είτε ως ένα «προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σα να ήθελε ο ποιητής να εκθέσει τον εαυτό του στη χλεύη του κόσμου».

Η αποδοχή του Αρκά ποιητή και στιχουργού, είναι πλέον καθολική καθώς τόσο το σύνολο των σημαντικών ονομάτων των Τεχνών, (Χατζιδάκις, Μούτσης, Ξαρχάκος, Ελευθερίου, Παπαδόπουλος, Μητσιάς) υποκλίθηκαν στην προσφορά του, όσο και οι ασυνήθιστοι στίχοι του, τραγουδιούνται από πλήθος κόσμου.

Ο Luc Besson γεννήθηκε σχεδόν μισό αιώνα μετά τον Γκάτσο (1959) και μέχρι τα 10 του χρόνια περιπλανήθηκε με τους γονείς του, οι οποίοι ήταν δύτες και εργαζόντουσαν στ Club Med, σε Ιταλία Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία.

Ξεκίνησε τη σκηνοθετική του καριέρα το ’81 και το ΄88, η πέμπτη του παραγωγή, ήταν το Le Grand blue μια αφηγηματική ταινία, βασισμένη στις ζωές δύο αληθινών προσώπων, δυτών, σε μια ελεύθερη απόδοση.

Ήταν μια προσεγμένη δουλειά που έκανε αίσθηση, η πιο εμπορική γαλλική ταινία της δεκαετίας του ’80 και βέβαια έκανε διάσημη την Αμοργό, τη Χοζοβιώτισσα, την Αγ. Άννα και το ναυάγιο στη Καλαριώτισσα. Ο σιωπηλός Jean Marc Barr, o εκφραστικός Jean Reno, και η γλυκιά Rosanna Arquette, συνθέτουν το πρωταγωνιστικό τρίο.

Στην πραγματικότητα ο Jacques Mayol (που υποδύεται ο Barr), αυτοκτόνησε το 2001 στην Elba της Ιταλίας στα 74 του πάσχοντας από κατάθλιψη. Η τέφρα του διασκορπίστηκε στις ακτές της Τοσκάνης. Ήταν ο πρώτος άνθρωπος που καταδύθηκε ελεύθερα στα 100 μέτρα.

 

 

 

δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Car & Driver τ. 248 Αύγουστος 2010