Κ. Τσάτσου: Λογοδοσία μιας ζωής (τ.1ος) – (Τετάρτη 24 Απριλίου 2019) |
Προχωρώντας ανάποδα, όχι από επιλογή, αλλά διότι έτσι έτυχε, διάβασα και τον πρώτο τόμο της αυτοβιογραφικής αφήγησης του πρώην Π.τ.Δ. μετά τον δεύτερο. Στα παλιά και αυτός ευρεθείς, ωσαύτως και αντικείμενο ευγενικής χειρονομίας. Για τους, ηλικιακά, εγγονούς του συγγραφέα, αυτός ο τόμος είναι πιο δυσπρόσιτος από τον πρώτο, καθώς αναφέρεται σε μια εποχή, που κατά τεκμήριο γνωρίζουν λιγότερο και η χρονική απόσταση από τη δική τους ζωή κάνει τα γεγονότα δυσερμήνευτα. Ούτως ή άλλως οι εκπρόσωποι της γενιάς του ακαδημαϊκού, ολοκληρωτικώς εκλείπουν. Τούτο σε τίποτα δεν σημαίνει ότι, ο πρώτος τόμος είναι λιγότερο ελκυστικός. Τουναντίον είναι ακόμα πιο διδακτικός, το ίδιο άρτια στοιχειοθετημένος, προσεκτικά συντεταγμένος και υπερφορτωμένος με περιγραφή γεγονότων, πληροφοριών και συμπερασμάτων. Ξεκινώντας με το πρώτο μέρος που το τιτλοφορεί «Η μυθολογική περίοδος της ζωής μου», αναφέρεται στα πρώτα χρόνια του βίου του. Εντυπωσιάζει αμέσως με την οξύτητα της μνήμης του ακόμα και για τις προσχολικές ηλικίες. Αναφέρεται με λεπτομέρειες σε αυτό το πρώτο στάδιο. Κάνει λόγο για την τροφό του, την «πενηντάρα όμορφη σλοβένα, μια αφοσιωμένη, άγια γυναίκα που μιλούσε σλοβένικα και ιταλικά, αλλά καταλάβαινε και λίγα ελληνικά… ….λάτρευε την μάνα μου και φυσικά και εμένα, Τα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στα χέρια της. Με χάιδευε, με θαύμαζε, ζούσε από μένα, ζούσα απ’ αυτήν» (σ.22)
Για τις φοβίες των πρώτων παιδικών χρόνων: Αποκωδικοποιεί τα συμπεριφορές των μεγάλων: «Μου είχαν πη πως όταν κάποιος λέει "στο διάβολο" μπορεί να το ακούσει ο διάβολος και να φανερωθεί μπροστά του. Για αυτό δεν τολμούσα να αρθρώσω το όνομά του» (σ.31) Ομολογεί πως: «ο πατέρας ήταν ανώτερος τιτλούχος μασσονικής Στοάς και δεν πήγαινε στην Εκκλησία» (σ.52) Παραμένει πολύ διακριτικός με τις όποιες επιτυχίες του και αντίστοιχα πολύ επικριτικός με τις αδυναμίες του. Ταυτόχρονα φιλοσοφεί: Δεν έκρυψε ποτέ τα αισθήματά του για την δικηγορία: Για τις σημαντικές συναντήσεις στη νεότητά του: Αφήνει το στίγμα του για τις επιφανειακές κοινωνικές σχέσεις: Αναφέρει και τις τρείς σχέσεις που γονιμοποίησαν τη σκέψη του: Καθώς ενηλικιώνεται και μετέχει ενεργά στη ζωή, μας μεταφέρει τις συνθήκες του πρώτου του γάμου, την περιπέτεια της Κατοχής, το θρήνο και την ανάσταση από την κηδεία του Παλαμά, την γνωριμία με την Ιωάννα αλλά και την ευρύτερη οικογένειά Σεφεριάδη, τις απώλειες του πατέρα του και της μητέρας του: «Τότε μόνον συνειδητοποίησα πόσο την αγαπούσα. Οι αγάπες χρειάζονται τον θάνατο για να βγούν στην επιφάνεια». (σ.221) Και βέβαια την εμπλοκή του στην πολιτική, όπου: «Η φιλοδοξία μου με τύφλωνε» (σ.241) Ακολούθως κάνει σειρά σχολίων για τους πρωταγωνιστές των πρώτων χρόνων της πολιτικής του πορείας. Τον Βενιζέλο, τον Στεργιάδη, τον Μανιαδάκη, τον Βλάχο, τον Κανελλόπουλο μα και την μεγάλη αντιπαλότητα με το Συγκρότημα που διήρκεσε έως τέλους. Ο λόγος του είναι ενίοτε σφόδρα αντικομμουνιστικός, μια τοποθέτηση που όπως εξηγεί έχει αφετηρία την ιδεολογική φιλοσοφική αντίθεσή του στον Μαρξισμό. Αποκαλύπτει και τον ενεργό ρόλο των Αμερικανών αμέσως μετά το πέρας του Εμφυλίου. Έτσι με την ασθένεια του υπουργού Συντονισμού Ντίνου Δοξιάδη τον Νοέμβριο του ’50: «…όταν ερωτήθηκαν οι Αμερικάνοι, απαντήσανε αμέσως προτείνοντας εμένα.» (σ.323) Πολύ περισσότερο, όταν: Το κόμμα των «Φιλελεύθερων» ήταν διαλυμένο με την οξύτατη διάσταση Βενιζέλου- Παπανδρέου. Ο Yost, υπό αυτές τις συνθήκες, διαπίστωνε ότι δεν αποτελούσε μία διάδοχο κατάσταση που θα εγγυάτο πολιτική σταθερότητα. Απάντησα στον Yost του τόνισα ότι διαβλέπω διάλυση και του «Συναγερμού» μόλις πεθάνει ο Παπάγος και ασφαλώς θα κοπεί στα δύο, διότι είχαν εύλογες αξιώσεις αρχηγικές και οι δύο αντιπρόεδροι. Μ’ αυτά τα δεδομένα, μόνο μία λύση τολμηρή και που θα ανταποκρίνεται στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης έμενε, η χρησιμοποίηση του Καραμανλή, ενός ανθρώπου που θεωρούσαν όλοι ως δυναμικό και σοβαρό πολιτικό, έναν παράγοντα νέο και δοκιμασμένο που ήταν συγχρόνως και νέος και δοκιμασμένος. Ήξερα ότι ο Yost είχε στενές σχέσεις με τον Βασιλιά. Η συνομιλία μας όμως τελείωσε χωρίς αυτός να εκφραστεί. Ύστερα από ένα μήνα, όταν είχα πια ξεχάσει τη συνάντηση μου με τον Αμερικάνο πρέσβη, μου τηλεφώνησε ο Καραμανλής, να συναντηθούμε σπίτι του. Μου πρότεινε μελλοντική συνεργασία αν, μετά το θάνατο του Παπάγου, ιδρύσει δικό του κόμμα. Ήθελε να ενσωματώσει και τους πιο διαλεχτούς από τον Φιλελεύθερους. Ήταν πραγματικά κατάλληλος ο καιρός να επιτύχει την απόσπαση στελεχών και οπαδών από τους Φιλελεύθερους. Οι αδιάκοπες ταλαντεύσεις του Σοφοκλή, ενός επαγγελματία χαρτοπαίκτη, και προπαντός το μίσος του κατά του Γεωργίου Παπανδρέου είχαν δημιουργήσει στο κόμμα μία ψυχολογία απόγνωσης. Κανένας μας δεν ήξερε ποιόν είχε αρχηγό. Αν ο Σοφοκλής θα πολιτευθεί και πώς θα πολιτευθεί, και πως και με ποιους θα πολιτευθεί ο Παπανδρέου, τον οποίο βέβαια υπονόμευε το πανίσχυρο Συγκρότημα. Αποφεύγαμε τους αρχηγούς μας». (σ.334 – 335) Γραμμένο με πολυτονικό σύστημα φυσικά, το βιβλίο, κοσμείται και με σπάνιες φωτογραφίες εποχής.
|