Με τον Παϊσιο στο κοντέρ - (Τετάρτη 4 Ιουλίου 2018) PDF Print E-mail

Με τον Γιάννη μας χωρίζουν περισσότερα από ότι μας ενώνουν. Για την ακρίβεια έχουμε λίγα κοινά. Μολοντούτο, η παρέα του, μου είναι ευχάριστη και ουσιαστική, είμαι δε βέβαιος ότι έτσι αντιμετωπίζει και εκείνος την δική μου παρέα. Στο φινάλε, πέρα από τις κάθε είδους διαφωνίες μας, υπάρχει μια ατόφια αλληλοεκτίμηση.

Ας προσθέσω ότι έχουμε υπάρξει και συνάδελφοι και μάλιστα στην ίδια αίθουσα.Εκείνος με πιο βαρύ και σοβαρό ρόλο, η ταπεινότητά μου σε πιο λάιτ, σαφώς πιο χαβαλέ. Το είχαμε ευχαριστηθεί. Όταν τo  κατέστημα κατέβασε ρολάοι επαγγελματικοί μας  δρόμοι χώρισαν. Έκτοτε βρισκόμαστε σε ταβερνεία και κουτούκια μαζί με άλλους. Παρομοίου φυράματος, ασφαλώς.

Όλως προφάτως μου έστειλε μερικές στιγμές της καθημερινότητάς του, τις οποίες ασμένως αναρτώ. Εννοείται ότι υπάρχουν σημεία στα οποία εξακολουθώ να διαφωνώ, ή έστω θα είχα άλλου είδους αντιδράσεις, αλλά ακριβώς αυτό είναι, που συγκροτεί μια καλή σχέση.

...η συνέχεια, με την γραφίδα του

 

Καλώ ταξί για Αλεξάνδρας. Τιμημένη λεωφόρος. Στηρίζουμε.

Αναμένω, ένεκα Beat, έναν νέο ή μία νέα οδηγό, ευγενή, καθαρό, διακριτικό, ολιγόλογο, ανοιχτόμυαλο. Αλλά πέφτω σε εξαίρεση.


Οκτώ χαϊμαλιά να περαδωθεκαυλαντίζουν αδιάκοπα μέσα στο αμάξι. Και αυτοκόλλητα. Παντού αυτοκόλλητα. Πάνω στο κοντέρ, πάνω στο στροφόμετρο, πάνω στο σκίαστρο, πάνω στο δείκτη της βενζίνης. Με χειροτεχνική τροποποίηση όμως εδώ. Μη μείνουμε κι από μπετζίνα κι αναζητούμε, ματαίως, θαύματα καταμεσίς του δρόμου. Ντροπή. Με τόσους Παϊσίους πανθορώντες…

Μέτρησα 16 άγια αυτοκόλλητα. Του Παϊσίου (τα περισσότερα) ενός Ιάκωβου Τσαλίκη, ενός Ηρωδίωνα και άλλων. Να πω την αλήθεια μόνο τον Παϊσιο ήξερα, αλλά δεν πρόλαβα να απομνημονεύσω τους άλλους καθότι το μυαλό μου ήταν αλλού.

Στην οδό «Σχολείου» αντιλαμβάνομαι ότι η διαδρομή θα είναι ροκ. Πετάγεται μπροστά μας μία μάλλον ράθυμη γάτα. Για μια απολύτως οριακή στιγμή αντικρύζω όχι την άμοιρη συνοικιακή γάτα, αλλά τη γάτα του Shroedinger. Και νεκρή και ζωντανή.

Ο ταξιτζής όμως είναι πιο αργός και από τα ανακλαστικά του. «Για όλους υπάρχει Θεός», λέει. Και μου παραθέτει μία άκυρη, «αντίστοιχη» ιστορία.

Η ιστορία ήταν άσχετη αλλά ok. Την απέδωσα στη συγκίνηση της αθέλητης ευεργεσίας του να μην ξεκάνει τη γάτα.

Στα επόμενα 25 λεπτά -η διαδρομή έγινε τον περασμένο Μάρτιο- εισέπνευσα όλες -μα όλες- τις ψεκασμένες θεωρίες.

Είπε: Την αφρικανική σκόνη μας τη ρίχνουν. Από πού, ρώτησα; Μα καλά δεν διαβάζεις; απάντησε.

Είπε: Κοίτα τις σταγόνες της βροχής. Δεν κυλάνε στο τζάμι. Συμβαίνει για λίγο όταν στο πλυντήριο βάζουν τεφλόν απάντησα. «Καλά», ξανάπε περιφρονητικά.

Και πολλά – πολλά άλλα. Κάθε πληροφορία, εννοείται, ήταν ενδεδυμένη με το «ξέρω από πολύ μέσα ότι», «έχω έναν ξάδερφο στο Πεντάγωνο που» κλπ. Το σκηνικό, μαζί με τον Τράγκα που ούρλιαζε κάτι ακατάληπτα στο ραδιόφωνο, ήταν εφιαλτικά αστείο.

Προσπάθησα να τον ψαρέψω τι ψηφίζει, αν και ήμουν σίγουρος. Μου είπε το πριν. Και με κράτησε σε «αγωνία» για το τώρα. Υποσχέθηκα να τον ξανακαλέσω να μου πει τα υπόλοιπα ενώ τον μαύριζα στην αξιολόγηση της Beat. Όχι για τα πιστεύω του. Αλλά γιατί αυτή η ακατέργαστη και αμόρφωτη πρώτη ύλη, επί της οποίας επενδύει ο αειθαλής πολιτικός και δημοσιογραφικός τσαρλατανισμός στην Ελλάδα, ήταν επιπλέον μια ενοχλητική παρουσία με βρώμικη αναπνοή, και ρατσιστικές απόψεις.

Μετά έφθασα στον προορισμό μου. Αλεξάνδρας. Τιμημένη λεωφόρος. Στηρίζουμε. Για πολλούς λόγους. Στηρίζουμε τα υψίπεδα του Γκύζη, την χαμηλοβελπούσα Νεάπολη, τις παρυφές των Αμπελοκήπων, την οδό (Ελεήμονος) Βατάτζη (και όχι Βατατζή), την κεκοιμημένη ησυχία των Εξαρχείων, μήνα Φεβρουάριο του ’92.