Οι διαφορές μας – (Πέμπτη 10 Αυγούστου 2017) |
Βγήκε ο καταστηματάρχης από το ταβερνείο του, διέσχισε γοργά το δρόμο, πέρασε ανάμεσα από τα τραπέζια του, που βρίσκονταν, κάτω από τέντες πάνω στο ντόκο, και βοήθησε τον κάπταιν να δέσει το νοικιάρικο πενηντάρι ιστιοπλοϊκό (50,4 grand Soleil για την ακρίβεια). Έπιασε την πριμάτσα, την πέρασε από την μπίντα, την γύρισε πίσω, έδεσε, νετάρισε, έσβησε το μοτεράκι. Ακολούθως τους έδωσε και πασαρέλα, πήρε την μπαναλαντέζα τους, την πρίζωσε στην τζάμπα ηλεκτρική παροχή. Και αφού οι αθεόφοβοι, πήγαν στο σούπερ μάρκετ και ψώνισαν μια εξάδα μπύρες και δυο νερά παράγγειλαν δυο φραπέδες. Τέτοια κατανάλωση. «Η Ευρώπη αν ήθελε είχε τις λύσεις, αλλά ήθελε τα λεφτά της». Για να μην αναφέρω την προ εικοσαετίας εμπειρία μου από τους «ομοεθνείς» του Θ.Κ. Είχαμε νοικιάσει με τον Νίκο, τον Φλεβάρη του ’99, κοντά στο Κάρλσταντ, για τέσσερις νύκτες ένα δωμάτιο στο σπιτικό του Σβεν, και της συζύγου του. Ευγενείς καλοσυνάτοι, αλλά όταν ένα πρωινό ήρθε ο Μαθιός και ήπιε μια κούπα καφέ, στο τέλος μας το χρέωσαν. Το θυμήθηκα γιατί δίπλα στο 50άρι των κατοίκων των κάτω χωρών, είχε δέσει ένας Βίκινγκ και ανέμιζε τον κίτρινοι σταυρό στο μπλέ φόντο. Κι επειδή μας λένε ότι τάχαμου τάχαμου ήμαστε απολίτιστοι, αγροίκοι και τα τοιαύτα, λίγες ώρες πριν το συμβάν στο ντόκο με τους Ολλανδούς, ήρθαν κι έρριξαν σίδερο δίπλα μας, δίπλα μας όμως, στο μέσον του πουθενά, κάτι Ιταλιάνοι, και φώναζαν λες και έβλεπαν το derby della Madonnina, ενώ αργότερα χόρευαν σαν κατσίκια στη βεράντα του τέρμα ντεζαϊνάτου σκάφους τους, υπό τους ήχους της πιο βαθειάς φωνής της σόουλ του Β. White. Ουδόλως τους επτόησεν ότι απομακρυνθήκαμε επιδεικτικά. |