Mon Repos - (Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017) PDF Print E-mail

Στο σχολειό, μας είχαν διδάξει ότι στις Θερμοπύλες, έπεσαν όλοι. Σε μια πρωτοφανή επίδειξη ανδρείας και αδιαφορίας για το μοιραίο, που από ένα σημείο και μετά ήταν προδιαγεγραμμένο. Μαζί τους έπεσε και ο αρχηγός τους. Ο Βασιλιάς. Ο Λεωνίδας που πολέμησε σαν λιοντάρι ή καλύτερα σαν Λακεδαιμόνιος στην πρώτη γραμμή, στη λάσπη με τα αίματα και τα κομμένα μέλη. Καθόλου τυχαίο ότι ως  διδαχή και αιτιολογία της ήττας, έχουμε και την εμφάνιση της προδοσίας με την είσοδο στην ιστορική σκηνή του απαίσιου Εφιάλτη.

Λίγο αργότερα, μας δίδασκαν την περιπέτεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στα πέρατα της γης, μας έλεγαν πόσο γενναίος και πόσο αλληλέγγυος ήταν ο νεαρός αυτοκράτορας, ο ηγέτης της γης. Τότε στην έρημο, που του πήγαν το νερό να ξεδιψάσει και εκείνος το 'χυσε στην καυτή άμμο, διότι ούτε οι οπλίτες του δεν είχαν να πιούν.

Στις επόμενες χρονιές μας δίδαξαν το τέλος του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου. Έμεινε εκεί όρθιος να υπερασπίζεται έως τέλους την Βασιλεύουσα, το Θρόνο, την Ιδέα. Κι έπεσε από το λεπίδι του εχθρού. Παλικάρι αληθινό, πρώτος μεταξύ ίσων, πολεμιστής έως τέλους. Διότι τι να την έκαμε τη ζωή, αν δεν μπορούσε να υπερασπισθεί το λαό του;

Αυτά ακούγαμε, αυτή την ιδέα είχαμε περί της Βασιλείας και των Βασιλέων. Και στο παιδικό, του Δημοτικού, μυαλό μας, είχε καρφωθεί η εντύπωση ότι οι Βασιλιάδες ήταν υπέρτεροι. Αρχηγοί αληθινοί, ατρόμητοι, πολέμαρχοι, έτοιμοι να θυσιαστούν για το έθνος, το λαό, την ιστορία. Τώρα, για το γαλαζοαίματοι, δεν το χώραγε ούτε το παιδικό μυαλό. Το ξεπερνούσα σαν να μην το άκουγα. Ξέφευγε το παραμύθι.

Τούτα σκεφτόμουν, μπροστά στη θωριά του Μon Repos. Στην Κέρκυρα.

Και το θλιβερό τέλος της βασιλείας στην νεώτερη Ελλάδα.

Εδώ λοιπόν, είχε πρωτοδεί το φως της πλάσης η πριγκίπισσα Αλεξία. Και την πρώτη εβδομάδα της ζωής της έγινε σύνθημα στα χείλια του λαού: «Αλεξία πάρε θέση», φώναζαν με την γνωστή λαϊκή ειρωνεία τα πλήθη πάνω στην κορύφωση των Ιουλιανών, κείνο το συγκρουσιακό και ταλαίπωρο θέρος του '65.
Λίγο νωρίτερα, μόλις εξήμισι μήνες μετά το θάνατο του πατέρα του Παύλου, ο διάδοχος που είχε στεφθεί βασιλεύς των Ελλήνων, ενυμφεύθη, νεαρότατος στα 23 του, την πριγκίπισσα της Δανίας, Άννα Μαρία ετών 18.

Πλήθη Αθηναίων συνέρρευσαν στας Αθήνας να θαυμάσουν εκ του σύνεγγυς το βασιλικόν ζεύγος. Μαζί τους και οι υψηλοί προσκεκλημένοι, μεταξύ των οποίων δώδεκα βασιλείς και βασίλισσες, πέντε Πατριάρχες και περισσότεροι από εκατό πρίγκιπες, πριγκίπισσες, δούκες και κόμητες.

Διόμισυ χρόνια νωρίτερα το στόρυ είχε επαναληφθεί με τους γάμους της πριγκίπισσας Σοφίας και του πρίγκιπα των Αστουρίων Χουάν Κάρλος. Κάποιες 200.000 χρυσές λίρες προικοδότησε το Ελληνικό Δημόσιο το κορίτσι. Σε εποχές που ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας ζητούσε εργασία και μέλλον στα λιγνιτωρυχεία και τις βιομηχανίες της Ευρώπης.

Κι όμως τα πλήθη συνέρρεαν στις λεωφόρους της Αθήνας να θαυμάσουν τα βασιλικά ζεύγη. Ίσως διότι πίστευαν ότι όπως τότε, έτσι και τώρα οι βασιλιάδες μας, θα έδιναν και τη ζωή τους, για τον τόπο, για τον λαό για τον Θρόνο.
Έτσι καταλαβαίναμε τότε, του Δημοτικού παιδιά.

Μέχρι που κατέφθασαν, εκείνη την νύκτα του Απριλίου οι δυο συνταγματάρχες παρέα με τον  ταξίαρχο των τεθωρακισμένων στο Τατόι και ο άναξ μπλόκαρε.
Μέχρι που γυρνούσε από χωρίου εις χωρίον τον Δεκέμβριο και φόρτωσε την φαμέλια στην Ντακότα και πέρασαν την Αδριατική.
Μέχρι που του 'πε ο Εθνάρχης, τον Ιούλιο του ΄74 «θα σας ειδοποιήσω εγώ Μεγαλειότατε» και ακόμα περιμένει.

Με λίγα λόγια: Ο φερόμενος και ως «τέως βασιλεύς» δεν έκαμε. Δεν το είχε, κατά το λαϊκώς εκφραζόμενον. Ήταν όλα εύκολα όταν κυκλοφορούσε με τον πράσινο μπερέ των καταδρομών, ή με την λευκή την κλαρωτή στολή  του βασιλικού, τότε, ναυτικού, ως νέος, ωραίος, ψηλός, πολλά υποσχόμενος και Ολυμπιονίκης, μην το λησμονούμε.

Όταν το πράγμα ζόρισε και έπρεπε να πάρει αποφάσεις, απέτυχε. Ανάμεσα στα άλλα: Λάθος η σύγκρουση με τον «γέρο» Παπανδρέου που τόσο σεβάστηκε τον νεαρό άνακτα. Λάθος που τον πρόλαβαν οι συνταγματάρχες πριν  σενιάρουν οι στρατηγοί, υπό τας ευλογίας του, την «καλή» εθνοσωτήριο. Λάθος η οπερέτα του Δεκέμβρη που έκανε του Απριλιανούς να χαμογελούν. Λάθος που δεν πήρε το πρώτο αεροπλάνο να έρθει στον τόπο του, το ίδιο βράδυ που κατέρρεε το καθεστώς της Αθήνας, ώστε να διεκδικήσει τα χαμένα.

Τέσσερα μεγάλα λάθη σε εννέα χρόνια είναι πολλά. Τόσα πολλά, ώστε να μην έχει θρόνο.

Είναι βέβαια και κάτι άλλο. Ότι τελειώσαμε το Δημοτικό και ακούγαμε και άλλα πράγματα. Βλέπαμε, νιώθαμε και άλλες εικόνες. Έτσι καταλαβαίναμε ότι ο θρόνος περίσσευε. Ίσως, διότι δεν ζούσαμε το 480 π.χ. στην Σπάρτη, μήτε στην Πέλλα τού 320 π.χ., ούτε στην Πόλη το 1453.

Αυτά σκεπτόμουν περπατώντας μέσα στο κτήμα του Mon Repos, εκεί που γεννήθηκε, κατά πως μας λένε, ο Φίλιππος του Εδιμβούργου γνωστότερος και ως σύζυγος της Βασιλίσσης Ελισάβετ. Του οποίου το πνεύμα, ίσως, να περιπλανιέται ακόμα ανήσυχο, από την τελευταία μέρα του Αυγούστου του '97, στο τούνελ του δρόμου Pont de l'Alma των Παρισίων.

Όλα αυτά έρχονταν απρόσκλητα από την μνήμη, στο παγερό πρωινό του Γενάρη μέσα στο πρώην  βασιλικό κτήμα, που είχε τα κουράγια ο φερόμενος και ως «τέως βασιλεύς» να το διεκδικήσει μετά και την επίσημη, δια δημοψηφίσματος, έκπτωσή του. Mon Repos: Η ανάπαυσή μου. Αναρωτιέμαι από τι ακριβώς αναπαύονταν εκεί οι έχοντες γαλάζιο αίμα.

Θα ήταν πολύ διαφορετικά τα πράγματα τον Ιούλιο του '65. Τότε που πρωτακούστηκε το κλάμα της Αλέξιας. Τότε που πηγαίναμε Δημοτικό και στη συνείδησή μας οι βασιλιάδες έπεφταν για την τιμή του έθνους και την ισχύ του λαού τους. Τόσο διαφορετικά που κάποια στιγμή αρχίσαμε να αμφιβάλουμε και για αυτά που νομίζαμε ότι ξέραμε. Για να φτάσουμε σε κάποιες άλλες αλήθειες.