Περί Νοσταλγίας Alfa GT (12.01.2010) |
Η επαφή με κάποια αγαθά, σου γεννά μια έντονη νοσταλγική διάθεση. Ειδικά αν γεννήθηκες λίγο μετά τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Ειδικότερα αν οι εικόνες του παρελθόντος αργοσβήνουν μέσα στα σύγχρονα περιτυλίγματα.
Ορισμοί Η λέξη αγαθά όταν αναφέρεται στο αυτοκίνητο λαμβάνει λαβυρινθώδεις διαστάσεις πολύ δε περισσότερο στη χώρα μας. Σε ότι αφορά τη λέξη νοσταλγία ας δώσουμε μερικούς ορισμούς ώστε να συνεχίσουμε λιγότερο αόριστα. Λένε λοιπόν ότι νοσταλγία είναι μια συνθήκη που σμιλεύει τις μυτερές άκρες των παλιών καλών ημερών. Λένε επίσης πως είναι ένα σαγηνευτικό ψέμα. Ο Milan Kundera είχε ισχυριστεί ότι στο ηλιοβασίλεμα της διάλυσης,όλα φωτίζονται από μια αύρα νοσταλγίας. Ακόμα και η γκιλοτίνα. Από την μεριά του ο Lou “walk on the wild side” Reed αποφάνθηκε ότι η νοσταλγία δεν του αρέσει. Εκτός αν είναι η δική του. Τέλος θα ήταν χρήσιμο αν κάναμε έναν διαχωρισμό ανάμεσα στη νοσταλγία για εκείνα που έχουμε χάσει και στη νοσταλγία για όσα δεν είχαμε ποτέ. Των πραγμάτων ούτως εχόντων, δύναμαι πλέον να τοποθετηθώ για τα Alfa της νιότης μου και για τα Alfa της μεσηλικίας μου. Πράγμα βεβαίως που έχω πράξει επανειλημμένως. Μολοντούτο μια Veloce δίνει πάντα ένα καλό λόγο να επανέλθεις. Τα χρόνια περνούν και η ιδέα περί κορυφαίας παρουσίας του νεοιταλικού design δείχνει να παραμένει κυρίαρχη. Αν τώρα είναι αποτέλεσμα καλού marketing ή ισχύουσα πραγματικότητα είναι ένα ερώτημα του οποίου οι απαντήσεις είναι τόσο προσωπικές όσο και αυθαίρετες. Προσωπικά δεν βρίσκω τίποτα ιδιαίτερο σε μια τρέχουσα GT και πολύ περισσότερο δεν βρίσκω την ομορφιά, τη ζεστασιά όλων των κουπέ Alfa από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 έως τις αρχές του ’70. Έβλεπες τότε μια sprint veloce και σε αποπλανούσε. Τώρα; Φοβούμαι ότι αν επεκταθούμε και σε πιο ουσιαστικά θέματα όπως εκείνα της οδηγικής απόλαυσης θα μπορούσα, εύκολα, να είμαι πιο αρνητικός. Θα έψαχνα τη χαρά που προσφέρει ένα όχημα με κίνηση στον πίσω άξονα. Δεν θα την εύρισκα. Θα αναζητούσα τους ήχους που παράγει ένα ζευγάρι 45άρια Weber οριζόντιας ροής. Δεν θα τους άκουγα. Θα ερευνούσα για εκείνη την ανάλαφρη αίσθηση που αποσπάς από ένα ελαφρύ, παιχνιδιάρικο όχημα. Εις μάτην. Πόσο απορριπτικός μπορώ να γίνω ακόμα; Πολύ! Γιατί θα γύρευα χαρακτήρα και δεν θα τον εντόπιζα, διότι θα σκάλιζα να βρω τη ψυχή, την αμαρτία που πρέσβευε σε αυτοκινητικό επίπεδο η παρουσία του φιδιού στο trade mark του Ιταλικού οίκου. Και δεν θα την εύρισκα. Για να το κάνω ακόμα πιο βαρύ, το ίδιο ένοιωσα και με τη Brera και απέμεινα ενεός στα ελληνόφωνα κολακευτικά σχόλια που αναρτήθηκαν σε site. Έτσι για να το συμμαζέψω κάπως και να μην φανώ ολοκληρωτικά αρνητικός να γράψω, ότι η 2,2 JTS είναι ενδιαφέρουσα. Ζωντανή, ευχάριστη, προφανώς δεν συγκεντρώνει τα χαρίσματα των παλιών Alfa (πως θα μπορούσε άλλωστε;) αλλά έχει κάτι να σου πει, έχει κάποιο χαρακτήρα. Για να γυρίσουμε στο θέμα μας, δεν σημαίνει ότι η δίλιτρη GT είναι κακό, ή επικίνδυνο, ή άσχημο αυτοκίνητο. Ότι δεν στρίβει, ότι δεν σταματάει. Όχι δεν σημαίνει κάτι τέτοιο. Σημαίνει ότι στις κρίσιμες συγκρίσεις χάνει. Χάνει στην αναγωγή στο παρελθόν σε σύγκριση με τα αγαθά που κατασκευαζόντουσαν στο Arese και κυρίως χάνει στη σύγκριση με τα ομοειδή σύγχρονα οχήματα. Δηλαδή τι; Να τη βάλουμε δίπλα στο Scirocco;
Τεσσαράκοντα χρόνια νωρίτερα Το 1970 είναι η δεύτερη χρονιά που υφίσταται ο θεσμός του πρωταθλήματος αναβάσεων στην ελληνική αγωνιστική σκηνή. Το 1968 μετά από μια ταραχώδη και όχι τόσο καθαρή χρονιά παύεται το πρωτάθλημα Τουρισμού, και από το 1969 εμφανίζεται στη θέση του το πρωτάθλημα αναβάσεων. Πρώτος πρωταθλητής αναβάσεων ο Τζώνυς Πεσμαζόγλου ο οποίος στα 66 του δεν αφήνει πολλά περιθώρια με τη θηριώδη Vette. Τo ’70, ο θεσμός ξεκινά στις 21 Μαρτίου με την ανάβαση Σουλίου. Σε μια μικρή, γλιστερή και όχι ιδιαίτερα ανηφορική διαδρομή που ξεκινούσε έξω από τον αστικό ιστό του Κιάτου λίγο πιο πάνω από τον εθνικό οδικό άξονα Κορίνθου - Πατρών. Στη διαδρομή, που ήταν γνωστή καθώς χρησιμοποιούταν και ως ειδική στα ράλυ της εποχής, μαζεύτηκαν όλοι οι πρωταγωνιστές. Μετά από δύο άγονες χρονιές η ομάδα της «ελληνικής» Alfa Romeo είχε κάθε λόγο να θέλει πάλι τίτλους ιδιαίτερα μετά την έλευση της λευκής 1750 που θα οδηγούσε ο Γιάννης «Μαύρος» Μεϊμαρίδης ενώ με την παλιά κόκκινη GTA των τίτλων του ’67 θα συμμετείχε ο Περικλής Φωτιάδης. Τα αποτελέσματα πάντως δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες τους. Έμειναν μακριά από την πρώτη θέση αν και από τα οχήματα της πρώτης δεκάδας τα 4 ήταν Αlfa. αφού πέρα από τους δυο προαναφερθέντες οδηγούς ο Στέλιος «Περικλής» Καραγεωργίου έφερε την 1750 στην 6η θέση, ενώ ο Δημήτρης (Μάκης) Σαλιάρης (πάνω αριστερά) σε μια από τις πρώτες εμφανίσεις του έκλεισε την πρώτη δεκάδα. Στην εικόνα στρίβει την τετράπορτη Alfa 1750 στην πρώτη δεξιά φουρκέτα. Τεσσαράκοντα, χρόνια αργότερα με το τοπίο να έχει σφόδρα αλλοιωθεί, καθώς ο παρακείμενος λόφος ισοπεδώθηκε προκειμένου να διαπλατυνθεί ο δρόμος μια άλλη Alfa στρίβει ήσυχα, αθόρυβα χωρίς θεατές.
Δυο εβδομάδες αργότερα, στις 4 Απριλίου του ’70 το πεδίο αντιπαράθεσης του πρωταθλήματος αναβάσεων μεταφέρεται εντός Αττικής γης και στο υψηλότερο βουνό της. Ατυχώς η παραδοσιακή ανάβαση Πάρνηθας, εκείνη των 10 χλμ., εκείνη που προσμετρούσε στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα, εκείνη τoυ von Trips, του Hans Hermann αλλά και των Ελλήνων άσσων ανήκε ήδη στο παρελθόν. Διάφορες μικρές εκδόσεις της ανάβασης, μήκους 7, 4, και 3 χιλιομέτρων θα διοργανωνόντουσαν τρεις φορές μέσα στη διετία ‘70 – ’71, άλλες τρεις το ΄79 και το εκείνο το λαμπρό παρελθόν θα έσβηνε σε ένα σφόδρα εκφυλισμένο παρόν. Στις 4 Απριλίου του ’70 βέβαια όλα αυτά δεν ήταν ούτε δεδομένα, ούτε προδιαγεγραμμένα. Ο Τζώνυς ανέβασε τη Vette πιο γρήγορα από όλους εκμεταλλευόμενος ένα λάθος του Γ. Μοσχού το αγωνιστικό άστρο του οποίου άρχιζε να φωτίζει το ελληνικό στερέωμα, καθώς οδηγούσε την 2002 της Electronica. Tα Alfa δεν μπόρεσαν να βρουν το δρόμο για την κορυφή, παρά το γεγονός ότι προσπάθησαν. Αδιάψευστος μάρτυρας της προσπάθειας η εικόνα (πάνω αριστερά) με τον Περικλή Φωτιάδη να ακουμπά σχεδόν το πέτρινο στηθαίο στη μάχη του με το χρόνο, αλλά να περιορίζεται στην 5η θέση. Στις μέρες μας πόση συγκίνηση μπορεί να προσφέρει άραγε μια GT στο ίδιο ακριβώς σημείο; (πάνω δεξιά) Όποια και να είναι η απάντηση, 18 μήνες μετά από εκείνη την Πάρνηθα του ’70 το δράμα θα κορυφωνόταν στους δρόμους της Ρόδου. Λεπτομέρειες παρέχονται άφθονες πια στη σχετική βιβλιογραφία. Μολοντούτο η παρουσία της «Μότορ Ελλάς», της ελληνικής αντιπροσωπείας των Alfa, θα συνεχιζόταν έως το τέλος της δεκαετίας του ’70. Η συνέχεια όμως δεν θα ήταν ευχάριστη τόσο για την ίδια, όσο και για την μητρική εταιρεία που στις μέρες της δόξας της σχεδίαζε το μέλλον από το νο 45 της via Gattamelata στο Μεδιόλανο Τώρα για να βάλουμε τα πράγματα στη σωστή διάσταση δεν πρεσβεύω την επιστροφή στο παρελθόν. Με την ίδια πίστη που απορρίπτω την άκληρη μετεξέλιξη αρκτικόλεξων, δεν αποδέχομαι την ειδωλολατρική νοσταλγία. Δεν μπορούμε σήμερα να ακούμε Dio come ti amo με τον Domenico Montugno, ή Non ho l’eta με την Gigliola Cinquetti την ώρα που πηγαίνουμε στη δουλειά μας με μια sprint GTA του ’68. Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Δεν είναι καν γραφικά. Ενδεχομένως να μην πρέπει να σπαταλάμε χρόνο σε αδιάφορες ομαδικές συναθροίσεις, μιλώντας για το παρελθόν. Το παρελθόν είναι πολύ ιδιαίτερο για να αναλίσκεται με τέτοιους τρόπους, ή για να ξαναζεί μέσα από διάφορα clubs. Εδώ είναι που εμφανίζεται ο διαχωρισμός ανάμεσα στη νοσταλγία για εκείνα που χάσαμε και στη νοσταλγία για όσα δεν είχαμε ποτέ. Συχνά αυτή η κατάσταση περιγράφεται και ως και απωθημένο. Ή μήπως όχι;
|